Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ες δ΄Ολυμπον βρέφος ανήγαγεν νέον....


Η δεύτερη σύλληψη αλλα και η γέννηση του Διονύσου μας δίδεται σε κείμενα όπως του Διονυσιακά του Νόννου, οι Βάκχες του Ευρυπίδη κλπ.
Η Σεμέλη – ερμηνείες της μπορειτε να βρείτε σε παλιότερα κειμενα- μία από τις ονομασίες της Μητέρας Θεας Γής, - Θυμέλη, αλλα και Θυώνη, θνητή που θα αποκτήσει την αθανασία μέσω της κατάβασης του Υιού της στον Αδη  για να την επαναφέρει στη ζωή και να  μεταφερθεί στον κύκλο των αθανάτων θεών.
 Έξ άλλου ό θεός τών Δελφών είχε συμφέρον νά καταστήσει λαική την λατρεία του και η απόκτηση της αθανασίας, μιας θνητής,  δίδει κάτι παραπάνω από ελπίδες στην λαϊκή  λατρείαν του.

Το όνομα της αθανατης πιά Σεμέλης-Θυώνης θυμίζει και προκύπτει και από τις  Θυιάδες,  οι οποίες κατοικούσαν στον Παρνασσό και ήδη έχουν συνδεθεί με την διονυσιακή πίστη,  ενώ υπάρχουν και κείμενα που θεωρούν ότι οι Θυιάδες μαίνονται (τρελλαίνονται, ή κυριεύονται από μανία) όχι μονο απο τον Διονυσο αλλα και από τον Απόλλων αφότου έχει εκ-βάλλει εκ του μαντείου τις χθόνιες δυνάμεις και τις λατρείες του.


Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 10, chapter 6, section 4, line 5

  ο δ Καστάλιόν τε νδρα ατόχθονα κα θυγατέρα θέλουσιν ατ γε-
νέσθαι Θυίαν, κα ερσθαί τε τν Θυίαν Διονύσ
πρτον κα ργια γαγεν τ θε· π ταύτης δ
κα στερον σαι τ Διονύσ μαίνονται Θυιάδας
καλεσθαι σφς π νθρώπων· πόλλωνος δ' ον
παδα κα Θυίας νομίζουσιν εναι Δελφόν.


Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 10, chapter 4, section 3, line 4

…  
α δ Θυιάδες γυνακες μέν εσιν ττικαί, φοιτσαι δ ς τν Παρνασσν παρ τος αταί τε κα α γυνακες Δελφν γουσιν ργια Διονύσ.

….ἱερν δ ατ ο περ τν Παρνασσν Κωρυκίων τε εναι
Νυμφν κα Πανς μάλιστα γηνται. π δ το
Κωρυκίου χαλεπν δη κα νδρ εζών πρς τ
κρα φικέσθαι το Παρνασσο· τ δ νεφν τέ στιν
νωτέρω τ κρα κα α Θυιάδες π τούτοις τ
Διονύσ κα τ πόλλωνι μαίνονται.


Η συνδεση των Θυιάδων όμως και μέσω των λεξικογράφων δίδεται παρακάτω:


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 457, line 20

<Θυία>: φ' ς τ θύα, στ τ θυμιάματα·
καταχρηστικς δ κα α λοιπα θυίαι.

<Θυόεις>: ς παρ τ νείφω γίνεται νειφόεις,
κα
πνίγω πνιγόεις, οτω κα παρ τ θύω, θυόεις,
κα
 θυόεν νέφος.
 <Θυάδες>: Α
βάκχαι· παρ τ θύω, τ ρμ· κα
πλεονασμ
το ι, θυϊάδες.
 Θυάσιν μοβόροις κελοι.
 <Θυγάτηρ>: Παρ τ θύειν κα ρμν κατ γα-
στρός· κ το θύω κα το γαστήρ· λέγεται γρ τ
θήλεα τάχιον κινεσθαι ν τ μήτρ. Τν θυγατέρα,
κα συγκοπ, θύγατρα· α γρ συγκοπα ναβιβά-
ζουσι τος τόνους· ρμόσαντες, ρσαντες· μόπα-
τροι, πατροι.
 <Θύελλα>: ς π το ω, τ πνέω, ελλα, οτως
π το θύω, τ ρμ, θύελλα· στι δ συστροφ
νέμου.
 <Θυέεσσι>:
 Σν θυέεσσι,
σν τος θυμιάμασι· τουτέστι μετ θυσιν. κ
το θύω, τ θυμι, παράγωγον θυόεις θυόεντος·
δοτικ τν πληθυντικν, θυόεσι· κα τροπ θυέεσι.
 <Θυοσκόος>: μάντις· π τν θυομένων
κον, στι νον. Θυοσκόοι εσν, ο π τν θυο-
μένων δι πυρς μαντευόμενοι· ερες δ, ο π τν
ερν σπλάγχνων μαντευόμενοι.
 <Θυώδης>: π τν θυομένων κον κα νον τ
μέλλον· π το θύω, τ θυμι. Λέγεται κα τ
δι πυρς βάλλειν, θύον· ξ ο κα τεθυμένον τ δι
πυρς βεβλημένον.
 <Θυωρίτης>:
 Θυωρίτην τριπλας.  
Τν τραπεζίτην, ργυρογνώμονα, κριτήν. <Θυωρς> δ
κυρίως τραπέζα, παρ τ τ θύη δέχεσθαι τν
θεν· παρ τ τ θύη ρεν, στι φυλάσσειν.
Παρ Λυκόφρονι· νν δ μεταφορικς επεν π τς
λλης, τι κρινον τς θεάς.
 <Θύω>: Τ σφάζω κα ερουργ· μέλλων, θύσω·
ξ ο κα θυσία. Θύω, τ ρμ· ξ ο κα θύρα,
δι' ς ρμμεν· κα τέθυμαι, θυμός. Τ ΘΥ, μακρόν.
Τ θύω κα λύω κα ύω κατ μν τν νεσττα
χουσι κα μακρν κα βραχ τ δίχρονον, κατ δ
τν μέλλοντα, ε μακρόν· ν δ τ παρακειμέν
συστέλλει ατ, τέθυκα κα λέλυκα· μοίως κα ν
τ παθητικ παρακειμέν· τ δ θμα κα λύμα
κτείνουσιν ττικοί.

<Θυμός>: Σημαίνει πέντε. π το θύειν κα
ρμν τ αμα π' ατο, θύαιμός τις ν· κυρίως
δ θυμς, μέρος τς ψυχς. Τρία δ ατς μέρη·
λογικν,
 τερος δέ με θυμς νκεν.
θυμικν,
 Θυμς δ μέγας στ διοτρεφέων βασιλήων.
πιθυμητικν…

 <Θυμέλη>: το θεάτρου μέχρι νν π τς
τραπέζης νόμασται, παρ τ π' ατς τ θύη
μερίζεσθαι, τουτέστι τ θυόμενα ερεα. Τράπεζα
δ ν, φ' ς σττες ν τος γρος δον, μήπω
τάξιν λαβούσης τραγδίας.
 <Θυμίαμα>: Παρ τ θύω, θυμι· παρ τ
θύον, περ στν εδος πόας μυρεψικς. Θυ-
μίαμα δ, θυμο αμα. π το τυφωέως
καπνο· φ' ο κα θμα, παρ τ θύω.
τι δι τν θυμάτων καιομένων θυμίαζον ο πα-
λαιοί.
 <Θύρα>: Παρ τ θύω, τ ρμ. παρ τ θέω
κα τ ἀὴρ, θέαρα κα θύρα. Κα <θυωρς>, τν
πυλν φύλαξ.
 <Θύραζε>: Κυρίως μν ες τ ξω τς θύρας· τ
δ κα τ πλς ξω.
 <Θυρεός>: Τ πλον. Γίνεται παρ τν θύραν
θυρός· κα πλεονασμ το ε, θυρες, θύρας τάξιν
χων.
 <Θυσσανόεσσα>: Κροσσος χουσα. π το
θύω, τ ρμ κα κιν, γίνεται θύσανος θυσανόεις·
κα τ θηλυκν, θυσσανόεσσα.
 <Θύσθλα>: Θυρσο κλάδοι, ος α βάκχαι κατ-
έχουσιν. τ φύλλα τς μπέλου· τ π τν
θυσίαν φερόμενα. Παρ τ θύω, τ ρμ, μέλλων
θύσω, γέγονε θύσθλον. λιάδος ζʹ,
 Θύσθλα χαμα κατέχευαν.
Ο μν, τος κλάδους· ο δ, τος θύρσους, τουτέστι
τς βακχικς δράκας· στι διονυσιακ μυστήρια·
νιοι δ πάντα κοινς τ πρς τν τελετήν.
 <Θυσιαστήριον>: Τ τν θυσίαν τηρον.
 <Θυραυλεν>: Τ παρ τας θύραις τινς αλί-
ζεσθαι κα προσεδρεύειν κα περιμένειν.


 <Θύρσος>: κλάδος παρ Διονύσ· παρ τ
συνεχς τας μαινάσι κινούμενος· οονε θύειν (
στιν ρμν) ρθς, οκ γκεκλιμένος.
 <Θύρσος>: νομα κύριον· <θυρσς> τ στέμμα
τν γάμων.

 Η «αναμόρφωση» , ή, αυτή η έξωση φαίνεται να έβλαψε τον Διόνυσο, ο οποίος δεν λειτουργησε και δεν υπήρξε μαντικός θεός στους Δελφούς, ισως μονο κατά τους χειμερινούς μήνες. Όμως η μαντεία φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τις ψυχές και με τις Βάκχες και η ιερή μανία με  την Βακχεία, αλλα και με την μαντική καθώς θεωρείτε όπως ειδαμε στο προηγούμενο κείμενο –  Η Θεία μανία ή ιερή μανία  χωρίζεται στην μαντική, την τελεστική αλλα και την ποιητική/δημιουργική των λογίων, λογοτεχνών, ποιητών κλπ

…Ενώ δε οι ψυχές φαίνεται να συνδέονται με τις αναθυμιάσεις και την μαντική αναθυμίαση όπως αυτή της ιέρειας Πυθίας …


Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 432, section E, line 9

   
               ’τ γρ βακχεύσιμον κα τ μανιδες μαντικν πολλν χει’
      

Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 433, section A, line 9

…οτως οδν πέχει τν μαντικν ναθυμίασιν οκεόν τι
τας ψυχας κα συγγενς χουσαν ναπληρον τ μαν
κα συνέχειν ναρμόττουσαν.


Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 433, section E, line 5

                ξάπτει γρ κα προάγεται κα συνεξορμ
τς ασθήσεως τν ρατικν δύναμιν οτος ς τς ψυχς
τν μαντικν κενος.


Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 435, section B, line 7

πλν κενος μν ο φησι θύειν τος θεος λλ' αυτ κα
’τ μεγίστ γαστρ δαιμόνων,’ μες δ κα θύομεν κα
προσευχόμεθα τί παθόντες π τος χρηστηρίοις, ε δύνα-
μιν μν ν αυτας μαντικν α ψυχα κομίζουσιν, δ
κινοσα ταύτην έρος τίς στι κρσις πνεύματος;

Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 436, section E, line 10

                                        ο γρ θεον ποιο-
μεν οδ' λογον τν μαντικήν, λην μν ατ τν ψυχν
το νθρώπου τ δ' νθουσιαστικν πνεμα κα τν
ναθυμίασιν οον ργάν [] πλκτρον ποδιδόντες· πρ-
τον μν γρ γεννήσασα γ τς ναθυμιάσεις τε
πσαν νδιδος κράσεως τ γ κα μεταβολς δύναμιν
λιος νόμ πατέρων θεός στιν μν· πειτα δαίμονας
πιστάτας κα περιπόλους κα φύλακας οον ρμονίας τς  
κράσεως ταύτης τ μν νιέντας ν καιρ | τ δ' πιτεί-
νοντας κα τ γαν κστατικν ατς κα ταρακτικν
φαιροντας τ δ κινητικν λύπως κα βλαβς τος

Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 411, section E, line 9

              τ γρ λλα τί δε λέγειν, που γε τν Βοιω-
τίαν νεκα χρηστηρίων πολύφωνον οσαν ν τος πρότερον  
χρόνοις νν πιλέλοιπε κομιδ καθάπερ νάματα, κα πολς
πέσχηκε μαντικς αχμς τν χώραν;


Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 411, section F, line 2

                                           οδαμο γρ
λλαχόθι νν περ Λεβάδειαν Βοιωτία παρέχει τος
χρζουσιν ρύσασθαι μαντικς, τν δ' λλων τ μν
σιγ τ δ παντελς ρημία κατέσχηκε.

Plutarchus Biogr., Phil., De defectu oraculorum (409e-438d)
Stephanus page 435, section A, line 7

                                                νυν δέ μοι
δοκομεν ατος πάλιν κείνους ξωθεν κα πελαύνειν
νθένδε το χρηστηρίου κα το τρίποδος ες πνεύματα κα
τμος κα ναθυμιάσεις τν τς μαντικς ρχν μλλον
δ τν οσίαν ατν κα τν δύναμιν ναλύοντες.

Plutarchus Biogr., Phil., De fato [Sp.] (568b-574f)
Stephanus page 574, section E, line 10

                  
κατ δ τν ναντίον μάλιστα μν κα
πρτον <ν> εναι δόξειε τ μηδν ναιτίως γίγνεσθαι
λλ κατ προηγουμένας ατίας, δεύτερον δ τ φύσει
διοικεσθαι τόνδε τν κόσμον σύμπνουν κα συμπαθ
ατν ατ ντα, τρίτον δέ, πρς τούτοις μαρτύρια
μλλον οικεν εναι· μαντικ μν πασιν νθρώποις ε-
δόκιμος ς ληθς θε <συν>υπάρχουσα, δ τν σοφν
πρς τ συμβαίνοντα εαρέστησις, ς πάντα κατ μοραν
γιγνόμενα, δευτέρα, τρίτον δ τ πολυθρύλητον τοτο,
τι πν ξίωμα ληθές στιν ψευδές.


Η επιστροφή του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς μήνες και στις ιεροτελεστείες που σχετίζονται με την στιγμή που επιστρέφουν οι ψυχές των νεκρών, μας δίνει ξεκάθαρα την λατρεία του ως χθόνιου Θεού.

Εξ ου και ο τάφος του ήρωος με την περίεργη επιγραφή εντός του ναού του Θεού, οι γυναίκες του Ιερού ή της λατρείας του οι Θυιάδες είναι αυτές που «αφυπνίζουν» ξυπνούν και περιφέρουν, κατά την παράδοση τον χθόνιο θεό και τον λικνίζουν και τον λατρεύουν ως Λικνίτη, ή ως θεού του Λίκνου της ζωής (λίκνο και η κούνια του μικρού παιδιού, αλλα και το κάνιστρο προσφοράς καρπών στον θεό, που το έφεραν στο κεφάλι, ή η φάτνη αργότερα θα  χρησιμοποιηθεί ως λίκνο.
 
Ο Ευρυπίδης στα κειμενά του θα τους ταυτίσει και τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα με τον παρακάτω στίχο :

Euripides Trag., Fragmenta
Fragment 477, line 1

Τευθράντιον δ σχμα Μυσίας χθονός
δέσποτα φιλόδαφνε Βάκχε, παιάν  πολλον ελυρε  θριάζει

Θεέ, πού τήν δάφνη αγαπάς, Βάκχε, Παιάν, Απόλ­λωνα, τής λύρας κύριε».


Η εκδοχη του στις Βάκχες, προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Δηλώνει  ότι ο Διονυσος δεν ράφθηκε κι ουτε γεννήθηκε από τον μηρό,  μετα τον θανατο της Σεμέλης, αλλα ο ίδιος ο Δίας τον φυλάκισε, με τέχνασμα, στον ΑΙΘ(ε)ΗΡΑ, και τον χάρισε όμηρο  στην ΗΡΑ… 

Ακολουθεί το κείμενο που δίνει όλες τις λεπτομερειες μιλά ο Μάντης Τειρεσίας και αναφέρει τον Διονυσο πρώτα απ΄όλα σαν το αντίπαλο δέος της Θεάς Δήμητρας, της Μεγάλης μητέρας Γαίας που φέρνει την παρηγοριά των ανθρώπων και το φάρμακο των πονων…


{Τε.} ταν λάβηι τις τν λόγων νρ σοφς
 καλς φορμάς, ο μέγ' ργον ε λέγειν·
 σ δ' ετροχον μν γλσσαν ς φρονν χεις,
 ν τος λόγοισι δ' οκ νεισί σοι φρένες.
 θράσει δ δυνατς κα λέγειν οός τ' νρ
 κακς πολίτης γίγνεται νον οκ χων.
 οτος δ' δαίμων νέος, ν σ διαγελις,
 οκ ν δυναίμην μέγεθος ξειπεν σος
 καθ' λλάδ' σται. δύο γάρ, νεανία,
 τ πρτ' ν νθρώποισι· Δημήτηρ θεά –  
 Γ δ' στίν, νομα δ' πότερον βούληι κάλει·
 ατη μν ν ξηροσιν κτρέφει βροτούς·
  ς δ' λθ' πειτ', ντίπαλον Σεμέλης γόνος
 βότρυος γρν πμ' ηρε κσηνέγκατο
 θνητος, παύει τος ταλαιπώρους βροτος
 λύπης, ταν πλησθσιν μπέλου ος,
 πνον τε λήθην τν καθ' μέραν κακν
 δίδωσιν, οδ' στ' λλο φάρμακον πόνων.
 οτος θεοσι σπένδεται θες γεγώς,
 στε δι τοτον τγάθ' νθρώπους χειν.
 κα διαγελις νιν ς νερράφη Δις
 μηρι; διδάξω σ' ς καλς χει τόδε.
 πεί νιν ρπασ' κ πυρς κεραυνίου
 Ζεύς, ς δ' λυμπον βρέφος νήγαγεν νέον,  
 ρα νιν θελ' κβαλεν π' ορανο,
 Ζες δ' ντεμηχανήσαθ' οα δ θεός·
 ήξας μέρος τι το χθόν' γκυκλουμένου
 αθέρος, δωκε τόνδ' μηρον, κτιθες
 Διόνυσον ρας νεικέων· χρόνωι δέ νιν
 βροτο αφναί φασιν ν μηρι Διός,
 νομα μεταστήσαντες, τι θει θες
 ραι ποθ' μήρευσε, συνθέντες λόγον.
 μάντις δ' δαίμων δε· τ γρ βακχεύσιμον
 κα τ μανιδες μαντικν πολλν χει·

ΤΕΙΡ.     Σαν ένας άνθρωπος με γνώση αφορμή πάρει
 για να μιλήσει, δύσκολο γι' αυτόν δεν είναι
να πει σωστά, μα εσύ πού κάνεις πώς τα ξέρεις όλα
 κι έχεις καλά τη γλώσσα ακονισμένη,
ή φρονιμάδα από τα λόγια σου απολείπει.
 Κι όσο γι' αυτό το νέο θεό πού περιπαίζεις,
δέν μπορώ να σου παραστήσω μέ τά λόγια
 πόση τιμή θα λάβει σ' όλη τήν Ελλάδα.
 Δυό αγαθά είναι, παλικάρι μου, στον κόσμο
τά πιο μεγάλα: Ή θεά Δήμητρα —ή γη— τό 'να
 —πές την εσύ όπως θέλεις— γιατί ετούτη τρέφει
 μέ τά ώριμα καρπίσματά της τούς ανθρώπους
 και τ άλλο, αυτός πού αργότερα ήρθε,  της Σεμέλης
 ο γιός, πού βρήκε ισάξιο δώρο στους ανθρώπους
τό υγρό πιοτό του σταφυλιού, πού σαν χορτάσουν
 άπ' τα’ αμπελιού τ" απόσταγμα οι δυστυχισμένοι
άνθρωποι, αποξεχνούν τις λύπες και τούς φέρνει
τόν ύπνο και τη λησμονιά άπ' της κάθε μέρας
τά βάσανα, κι άλλο καλλίτερο δέν είναι
γιά τούς καημούς μας γιατρικό.
Κι αυτός, θεός όντας,  σπονδή προσφέρεται
για τούς θεούς τούς άλλους,
κι από τη χάρη του έχουν τά καλά οί άνθρωποι.
Κι άν περιπαίζεις πώς έράφτηκε στου Δία τό μηρό,
τό πώς έγινε θα σου εξηγήσω:
Άπ' τ' αστροπελεκιού τή λάμψη σάν τόν πήρεν
ο Δίας και βρέφος - θεό στον 'Όλυμπο τόν πήγε,
 θέλησε ή "Ήρα άπ' τά επουράνια νά τον διώξει.
Μά τότε ο Δίας, σά θεός, στήν πονηριά της
έκαμε μιά άλλη πονηριά: Άπό τόν αιθέρα,
πού ζώνει ολόγυρα τή γη, άνοιξε ένας μέρος
και τό Διόνυσο όμηρο έκλεισε εκεί μέσα,
κι έτσι από' της "Ηρας πιά ξεγλύτωσε τις γρίνιες
 μέ τόν καιρό πλάσανε οί άνθρωποι τό μύθο
κι' είπαν πώς ήταν στό μηρό του Δία ραμένος,
ξεγελασμένοι άπ' τ' άνομα του, πού, θεός όντας,
τόν είχε κάποτε όμηρο της ή θεά "Ηρα.
Μά είναι και μάντης ο θεός αύτος, γιατί έχουν     
μαντική δύναμη ή βακχεία κ' ή μανία

συνεχίζετε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου