Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ετιμάτο εν τη Τενέδω, ένθα και βρέφη αυτώ εθυσίαζον


Πριν περάσουμε στα αναλυτικά κείμενα περί  Λευκοθέα και στους χώρους λατρείας της ας δούμε δούμε αναλυτικότερα  την ερμηνεία του πρώτου ονόματος της Ινούς. 
 
Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Partitiones (= πιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)
Page 49, line 13

ι συλλαβ πρ το ν δι το ἰῶτα γράφεται· οον·
νίον, τ νερον· ν, κύριον, θηλυκόν· ναχος, κύριον·
 ν, τ νδυναμ, κα νόω·

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter iota, page 1109, line 15
<νις>. πας νέος, βρέφος. παρ τ ς νς, νις·
 δύναμις γρ τν πατέρων υοί. παρ τ αί-
 νειν κα εφραίνειν τος πατέρας.
<ννοί>. ο κολοβο τν ππων. νάννοι δ κα ναν-
 νοφυες ο κολοβο τν νθρώπων.
<ναχος>. νομα ποταμο.
<νωπός>. νομα ποταμο. †παρ τ ς νς,
 σημαίνει τν δύναμιν, κα το πς, σημαίνει
 τν φωνν, γέγονεν νωπς κατ' κτασιν το
 <ο> ες <ω> μέγα.†
<νωψ>. κύριον. νοψ δ μέγας, <η> κα μικρόν.  
<νες>. δυνάμεις νερα. κα κλίνεται ν, τς
 νς, α νες. τ γρ νερα ατια το έναι.
 παρ τ ς, σημαίνει τν δύναμιν, γίνεται
 νες τ πληθυντικόν.
<νις>. χώρα.
<να>. τν δύναμιν. κα να νομα πόλεως.
<νώ>. νομα θες.
<νδαλμα>. φαντασία, ναρ, μοίωμα. [παρ
 τ εδω, τ μοι, εδάλλω κα ποβολ το <ε>
 κα πλεονασμ το <ν>, νδαλμα.]

<νίον>. νερον, π τς το γκεφάλου βάσεως
 π τ πλατέα νερα, τν σχν μν χειν
 δοκε. [ς παρ τ σφξ, σφηκς, σφηκίον, ο-
 τως κα παρ τ ς, νς, νίον.]
<νάχειον στυ>. τ το νάχου.

<νάσσω>. σχν παρέχω. 
 
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter iota, entry 664, line 1
<ν>· ατ. ατήν. ατόν n. Κύπριοι
*<ινα>· που. πως. κα πίῤῥημα. νερον r. vgn
<να γνώωσιν>· να πιγνσιν (Α 302)
<ναία>· δύναμις
<νας>· νερα
<νάχεια>· ορτ Λευκοθέας ν †Κρήτεσιν, π νάχου
*<ναχος>· ποταμός rA <Θεσσαλίας> A
*<νες>· νερα (λ 219) ASgn  
<νεύει>· τείνει
 [<νία>· λρα]
<νίον>· τ πισθεν το τραχήλου νερον (Ε 73) r. κα συνα-
 γωγ τν χειρν πρς λλήλας. μέτρον. υόν
*<νις>· υἱὸς νέος, πας, βρέφος, πόγονος νήπιος (Eur. Troad.
…<ννην>· κόρην μικράν· κα τν ν τ φθαλμ

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod. Barocc. 50)
Page 222, line 13
 
 <να>: στιν δ νόματος, δι το ι· π γρ το ς νς γέγονεν.
 <χανόω>: ι κατ τν φαίρεσιν το λ παρ τ λίαν χε-
σθαι, σχανόω ν, κα π τ νδεί το σ τέταται τ ι, ς
κα τ γινώσκω, γνώσκω.
 <νωπός>: στιν δ νομα ποταμο, δι το ι γράφεται·
παρ γρ τ ς νς, σημαίνει τν δύναμιν, κα παρ τ ψ
πς, σημαίνει τν φωνν, γέγονεν νωπς κτάσει το ο πα-
ρακολούθως ες τ ω.
 <ναχος>: νομα ποταμο, δι το ι γράφεται· παρ γρ
τ ς νς, τ σημανον τν δύναμιν, κα τ χεύεσθαι γέγονεν
ναχος· οονε, μετ δυνάμεως χεόμενος. 
 
Georgius Choeroboscus Gramm., De spiritibus (excerpta)
Page 204, line 31
 Τ Ι πρ το Ν ψιλοται. ναχος, ποταμός. ν,
νομα θες. νίον, τ νερον. ν, νς, δύναμις. ν,
τ νδυναμ. πλν το να, ατιολογικο συνδέσμου. κα
να, ντ το που, τοπικο πιῤῥήματος. 
 
Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωροςμαι)
Alphabetic entry iota, page 279, line 12
<ν>, ες τ κτίς.
<να>, σημαίνει δ. τν δύναμιν ν' πόλεθρον χοντες.
 τ πως να γνωσι κα οδε. τ νερον, να τάμς
 πσαν δι πρό. σημαίνει δ κα τ που, να γάρ
 σφιν πέφραδον γερέεσθαι. στι δ κα πίῤῥημα το-
 πικόν· κα ες τ κιν.
<να κρατοντος>, γίνεται κ το ς νς, σημαίνει τν
 τν νευρν δύναμιν
<ν>, δι το ι. παρ τ ς νός. παρ τ δύνειν
 γέγονε δύνω κατ' κα ποβολν το δ νω, κα τροπ
 το υ ες ι ν, σπερ δύφρος δίφρος· κα γρ ες
 θάλασσαν δυσεν νώ.
<νίον>, δι το ι γράφεται. στέον δ, σπερ π το
 σφξ, σφηκς γίνεται σφήκιον, σημαίνει δ τν μι-
 κρν σφκα, οτω παρ τ ς νς νίον, σημαίνει δ
 τ πλατ νερον.
<ναχος>, νομα ποταμο, παρ τ ς νς κα τ
 χέεσθαι γίνεται, οονε μετ δυνάμεως φερόμενος
 κα χεόμενος. 
 
Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 500, line 52

<Σιν >, νομα ρους, π το ς, σημαίνει τν γν-
 σιν,
να, τι κε εδεν Μωσς τν θεόν· π
 το ς νς, σημαίνει τν δύναμιν, να κα πλεο-
 νασμ το σ, Σιν, τι κε ν το νόμου δύναμις.

 
Η ελληνική γλώσσα μας δίνει τον κώδικα και μας οδηγεί να ερμηνεύσουμε ακομα και τις ερμηνείες των Ιερών και των τόπων, σε διαχρονικό επίπεδο…
 
Η Ινώ/Λευκοθέα όμως λατρεύεται σε διάφορες περιοχές νησιωτικές κυρίως
Στα Μέγαρα υπήρχε και ιερό της Λευκοθέας με λίθινο θριγκό. Οι Μεγαρείς έλεγαν ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν την Ινώ Λευκοθέα και προς τιμή της τελούσαν κάθε χρόνο θυσία.
Στην Κόρινθο, στο ισθμιακό ιερό του Ποσειδώνα, έστεκαν αγάλματα της Λευκοθέας και του Μελικέρτη. Σε κορινθιακά νομίσματα της εποχής του Σεπτιμίου Σεβήρου παριστάνεται η Λευκοθέα με τον μικρό Μελικέρτη στην αγκαλιά.
Στην Αθήνα, η επιγραφή «Λευκοθέα Σώτειρα Ελλιμενία» είναι χαραγμένη σε καθίσματα του Θεάτρου του Διονύσου, η μεν Λευκοθέα ως « Σώτειρα» και «Ελλιμένια », ο δε Μελικέρτης ως «νεών φύλαξ».

Το όνομα του Μελικέρτη θυμίζει φωνητικά το όνομα του θεού Μελκάρτ των Φοινίκων- θ΄ακολουθήσει κείμενο- μορφή ανάλογη με τον Μολόχ των Χαναναίων, και σαφώς υπάρχουν αντιστοιχίες ανάμεσα στη λατρεία του φοινικικού Μελκάρτ και εκείνη του Μελικέρτη-Παλαίμονα στον ελληνικό χώρο. Ο τελευταίος λατρευόταν στην Τένεδο με θυσίες βρεφών· ΟΜΩΣ η έννοια του βρέφους δεν εχει την έννοια του ανθρώπινου βρέφους αλλα βρέφος θεωρούνταν το θρέμμα δηλ ο νεογνός του άγριου ζώου αλλά και του οικόσιτου καθώς και των ψαριών, ο νεοσσός δηλ, το νεογέννητο πουλί, το κλωσσόπουλο, αλλα και το νεογέννητο παιδί, ο νεοπός, ο νοπός, το ράριον ή ράρος δηλ το πρόωρο βρέφος – Ράριον πεδίον η πεδιάδα της Ελευσίνας όπου καλλιεργήθηκε στάρι για πρώτη φορά,  ο σκύμνος δηλ. ο νεογνός του ζώου κυρίως του λιονταριού, ή το κουτάβι, το τρέφος κλπ
Μάλιστα οι γυμνικοί αγώνες αγοριών προς τιμήν του στην Ισθμία -και προς τιμήν της Λευκοθέας στη Μίλητο- ξεκίνησαν ως επιτάφιοι αγώνες για το νεκρό παιδί. Η σύνδεση, εξάλλου, του Mελικέρτη-Παλαίμονα με τους αγώνες των Ισθμίων και κυρίως με την πάλη -κάτι που υπαινίσσεται άλλωστε και το δεύτερο όνομά του- απορρέει από την κοινή ιδιότητα όλων των θαλασσινών δαιμόνων να είναι ακαταμάχητοι στην πάλη. Εξάλλου έχει κληρονομήσει εκ της μητέρας του την Δύναμη ως γιός της ΙΝΟΥΣ = ΙΝΑΣ = ΔΥΝΑ-ΜΗΣ
.
 Στην Επίδαυρο Λιμηρά υπήρχε «ύδωρ της Ινούς», μέσα στο οποίο κατά την εορτή της θεάς έβαζαν ζυμαρικά από αλεύρι κριθαριού. Αν αυτά βυθίζονταν, ήταν καλός οιωνός, αν όχι, τότε το θεωρούσαν «κακοσημαδιά»
Στις Θαλάμες υπήρχε ιερό της Ινούς μαζί με μαντείο. Στην Κρήτη τελούσαν προς τιμή της ομώνυμη εορτή, τα ΙΝΑΧΕΙΑ που είχε καθιερώσει ο Ιναχος προς τιμήν της Λευκοθέας ΙΝΟΥΣ, παρόλο που η κόρη του Ινάχου ονομάζεται ΙΩ …και όχι Ι(Ν)Ω
Λατρεία της μαρτυρείται επίσης στα Λεύκτρα, στη Ρόδο, στην Τένεδο, στη Δήλο, στην Κολχίδα, στους Πύργους της Ετρουρίας, ακόμα και στην Αίγυπτο.
Περνάμε στην ιστορία όμως του Κύκνου και του γιου του Τέννη που κλείνεται σε λάρνακα μαζί με την αδερφή του Ημιθέα ή Αμφιθέα ή Λευκοθέα είναι μια ακόμα χαρακτηριστική, αντιγραφή της ιστορίας όπου η Σεμέλη ή η Δανάη κλείνονται σε λάρνακα και ρίχνονται στο πέλαγος, ξεβράζονται δε στην Τέννεδο.
 Ας μην ξεχνούμε ότι στην Τένεδο – που πριν ονομαζόταν Λευκόφρυς – τιμούν με τελετές και γιορτές τον Μελικέρτη/Παλαίμωνα με θυσίες βρεφών- κυρίως δε αγριόχοιρων.
Τα αρχαία κείμενα και η ονομασία του Λιμένος της Τενέδου όπου υπάρχει και ναός της Αρτέμιδος μας δίδουν την πραγματική εικόνα  των θυσιών και των τελετών.
 
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 1, page 54, line 28

                
ἔστι δ μὲν Τένεδος νῆσος Αἰολικὴ ποτ μὲν Λεύκοφρυς
καλουμένη δι τ λευκὰς ἔχειν ὀφρῦς ἤγουν ἐξοχὰς περ τοὺς αἰγιαλούς· δι δ
τὸν Τρωϊκὸν Τένην, οπερ ἕδος ἤτοι κατοικητήριον γέγονε, μετακληθεῖσα
Τένεδος· ὅντινα Τένην διαβολ μὲν μητρυιᾶς Φυλονόμης Πολυβοίας συγκατ-
έρριψε δι το πατρὸς Κύκνου εἰς θάλασσαν τ ἀδελφῇ Λευκοθέ ἐγκλείσασα λάρνακι· δ Δίκη περισωσαμένη τῆς νήσου βασιλέα κατέστησεν
 
Όπως κατά μία εκδοχή η Σεμέλη- Βλέπε παλαιότερα κείμενα-  καθώς και η Δανάη κλείνονται σε λάρνακα έτσι και η Λευκοθέα ως Αδερφή του Τέννη και κόρη του Κύκνου, η συνονόματη Λευκοθέα κλείνεται σε Λάρνακα !!! για να αφανισθεί στον αφρό των κυμάτων της Τενέδου νήσου…
Όμως εκτός από Λευκοθέα, ονομάζεται στον Παυσανία  Ημιθέα ή Αμφιθέα με αδερφό και πάλι τον Τέννη και πατέρα τον Κύκνο…
 
Pausanias Attic., ττικν νομάτων συναγωγή
Alphabetic letter tau, entry 19, line 5

  δ λάρναξ νέχθη π τν πρότερον καλουμένην Λεύκοφρυν, στερον δ Τένεδον π' κείνου. 
 
Τενέδιος νθρωπος> (Men. fr. 176 Kö.)· Κύκνον τν Ποσειδνος γενόμενον
πατέρα μιθέας κα Τέννου πιγμαι τούτοις. κα κατηγορηθναι τν Τέννην π τς μητρυις, ς πειρντα ατήν. πεισθέντα δ Κύκνον ες λάρνακα βαλεν τν νεανίαν. λομένης δ τς μιθέας συγκινδυνεύειν τ δελφ κατέρους κατεπόντωσεν. δ λάρναξ νέχθη π τν πρότερον καλουμένην Λεύκοφρυν, στερον δ Τένεδον π' κείνου. ς κα βασιλεύσας τς νήσου νομοθέτησε τος τ ψευδ κατηγοροσιν πισθεν παρεστάναι τν δήμιον πέλεκυν πρμένον <χοντα>, ς λεγχθέντας παραχρμα ναιρεσθαι. π δ το φοβερο θεάματος κείνου λέγεσθαι ‘Τενέδιος νθρωπος’. ερηται ον παροιμία π τν φοβερν τς ψεις

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
 
<Τένεδος> – π Τένου κα μφιθέας μιθέας
τν Κύκνου παίδων. καλετο δ Λεύκοφρυς. Steph.   
 
Η νήσος από Λευκοφρύς ονομάζεται πλέον Τένεδος από την σωτηρία του Τέννη και της Ημιθέας/Αμφιθέας /Λευκοθέας
 
Hecataeus Hist., Fragmenta
Volume-Jacobyʹ-F 1a,1,F, fragment 139, line 2

            π Τέννου κα μφιθέας μιθέας, τν Κύκνου παίδων,
Οι πρώτοι που εχουν κατοικίσει την Τένεδο είναι οι Αστέριοι, οι κάτοικοι της Κρήτης ή της Δήλου …
Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter alpha, entry 7838, line 1
<στερίη>· Κρήτη κα Δλος οτως καλοντο
<
στέριοι>· ο πρτοι τν Τένεδον κατοικήσαντες
<στερίς>· νομα νήσου (δ 846)
 
Ενώ ο λιμένας της Τενέδου ονομάζεται Σίγριον
 
Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 712, line 15
 <Σίγριον>: Λιμν Τενέδου, ρον χων σίγρου ρτέμιδος. Οτως ρος.
Σίγραι είναι οι μικροί αγριόχοιροι  που θυσιάζονται στους βωμούς της Αρτέμιδος
 
 
 
 
 
 
 
 
Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 177bis, line 1
τ δ Παλαίμων> Παλαίμων Μελικέρτης,
τς νος υός. οτος σφόδρα τιμτο ν τ Τενέδ,
νθα κα βρέφη ατ θυσίαζον
Οι θυσίες βρεφών που αναφέρονται δεν είναι θυσίες ανθρώπινων βρεφών αλλά θυσίες σιγρών, μικρών αγριοχοιρών ή ακόμα και ταύρων…σε περιοχές όπου λατρεύεται η Λευκόφρυς Αρτέμιδα..
 
 
Συνεχίζετε…

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

μύστιδι τέχνῃ ὄργια νυκτελίοιο διδασκομένη Διονύσου



τότε Βάκχον λοσα θεοτρεφέων π μαζν
προϊδ ζοφόεντι κατεκλήισε βερέθρ·
κα Δις ατοβόητος παγγέλλουσα λοχείην
μαρμαρυγ σελάγιζε καταυγάζουσα προσώπου·
τοχοι δ' χλυόεντες λευκαίνοντο μελάθρου,
κα ζόφον κρυφε φέγγος θηήτου Διονύσου.
κα Βρομί παίζοντι παρέζετο πάννυχος νώ·
πολλάκι δ' στήρικτος ναθρσκων Μελικέρτης
χείλεσιν ντιτύποισιν νέσπασε γείτονα θηλν  
εια παππάζοντι παρερπύζων Διονύσ.
 κα θεν τρεφε Μύστις ἑῆς μετ μαζν νάσσης
μμασιν γρύπνοισι παρεδρήσσουσα Λυαί·
κα πινυτ θεράπαινα φερώνυμα μύστιδι τέχν
ργια νυκτελίοιο διδασκομένη Διονύσου
κα τελετν γρυπνον πεντύνουσα Λυαί
πρώτη όπτρον σεισεν, πεπλατάγησε δ Βάκχ
κύμβαλα δινεύουσα περίκροτα δίζυγι χαλκ·
πρώτη νυκτιχόρευτον ναψαμένη φλόγα πεύκης
ειον σμαράγησεν κοιμήτ Διονύσ·
πρώτη καμπύλον νθος ναδρέψασα κορύμβων
πλοκον μπελόεντι κόμην μιτρώσατο δεσμ,
ατ δ' πλεκε θύρσον μόζυγον ονοπι κισσ,
κροτάτ δ σίδηρον πεσφήκωσε κορύμβ
κευθόμενον πετάλοισιν, πως μ Βάκχον μύξ,
κα φιάλας γυμνοσιν π στέρνοισι καθάψαι
χαλκείας νόησε κα ξύι δέρματα νεβρν,
κα τελετς ζαθέης γκύμονα μύστιδα κίστην,
παίγνια κουρίζοντι † διδασκομέν Διονύσ·
πρώτη χιδνήεντα κατ χρος ψεν μάντα
σύμπλοκον, ελικόεις δ δράκων περ δίπλακα μίτρην  
μματα κυκλώσας φιώδεϊ κάμπτετο δεσμ.
 τν δ πολυκλήιστον π σφρηγδα μελάθρου
μμασιν πλανέεσσιν δεν πανεπόψιος ρη
Μύστιδος φράστοιο μυχ πεφυλαγμένον οκου·
κα Στυγς στερόποινον πώμνυε νέρτερον δωρ
παντοί κακότητι κατακλύζειν δόμον νος.
καί νύ κεν μάλδυνε Δις γόνον· λλά μιν ρμς
ρπάξας κόμισσε Κυβηλίδος ες άχιν λης·
ρη δ' κυπέδιλος πέδραμεν εποδι ταρσ
ψόθεν στήρικτος· δ δρόμον φθασεν ρης,
πρωτογόνου δ Φάνητος τέρμονα δύσατο μορφήν·
κα θεν ζομένη πρωτόσπορον εκαθεν ρη
 ψευδομένας κτνας ποπτήσσουσα προσώπου,
οδ νόθης νόησε δολοπλόκον εκόνα μορφς·
κουφοτέροις δ πόδεσσιν ρειάδα πέζαν μείβων,
χερσ περιπλεκέεσσι κερασφόρον υα κομίζων,
μητρ Δις γενέταο λεοντοβότ πόρε εί,
καί τινα μθον ειπεν ριστώδινι θεαίν·
 “δέξο, θεά, νέον υα τεο Διός, ς μόθον νδν
θλεύσας μετ γααν λεύσεται ες πόλον στρων.
ρ χωομέν μεγάλη χάρις· ο γρ ἐῴκει,
ν Κρονίδης δινεν, χειν κουροτρόφον νώ.
μαα Διωνύσοιο Δις γενέτειρα γενέσθω,
μήτηρ Ζηνς οσα κα υωνοο τιθήνη.”


 
Εκείνη τότε παίρνοντας το Βάκχο από τα ιερά στήθια της Ινούς τον κλείδωσε σε κρυφό σκοτεινό βάραθρο. Μια λάμψη που ακτινοβολούσε το πρόσωπο του φεγγοβολούσε μαρτυρώντας αμέσως ότι είναι γιος του Δία και οι σκοτεινοί τοίχοι του παλατιού λεύκαιναν και το φως του κρυμμένου Διονύσου έκρυβε το σκοτάδι. Και στο Βρόμιο, που έπαιζε, καθόταν κοντά όλη τη νύχτα η Ινώ. Πολλές φορές αναπηδώντας και χωρίς στήριγμα ο Μελικέρτης τραβούσε τη γειτονική θηλή του στήθους της Ινούς, για να βάλει τα χείλη του και σερνόταν κοντά στο Διόνυσο που φώναζε «Ευοί»!.
Και η Μύστιςη γνωρίζουσα  τς το θεο πιστήμης, ή  Σοφία, η  [ψυχ] τν τελείων μ. τελετν, η μεμυημένη εκ του μύω, εκείνη που κατηχεί, που τελεί και εκ-τελεί τις τελετές, έτρεφε το θεό Λυαίο μαζί με την κυρία της καθισμένη με άγρυπνα μάτια κοντά του. Και η έξυπνη υπηρέτρια διδάσκοντας στο Διόνυσο τη Μυστική τέχνη, όπως ταίριαζε στο όνομα της και τα όργια της νύχτας και προετοιμάζοντας για το Λυαίο την τελετή της αγρύπνιας πρώτη έσειε τα ροκανά της, χτυπούσε για το Βάκχο τα κύμβαλα, κινώντας με δίνη, για να ακουστεί ολόγυρα ο ήχος του χαλκού και ανάβοντας πρώτη τον πυρσό χόρευε όλη νύχτα και φώναζε «Ευιον» τον ξύπνιο Διόνυσο. Αφού πρώτη έκοψε το καμπύλο άνθος του κισσού, έζωσε τα λυμένα της με κλήμα, ενώ έπλεκε σκουρόχρωμο κισσό σε κούφιο καλάμι και σφήνωσε στην άκρη του σίδερο καλυμμένο με φύλλα, για να μην πληγώσει το Βάκχο και σκέφθηκε να ακουμπήσει στο γυμνό στήθος χάλκινα αβαθή αγγεία και στη μέση δέρματα από ελάφι. Διδάσκοντας το Διόνυσο που μεγάλωνε να παίζει τη μυστική κιβωτό τη γεμάτη με της θεϊκής τελετή, πρώτη αυτή έβαλε στο σώμα της ιμάντα "πλεκτό με φιδίσιο δεσμό, όπως ένας ελικοειδής δράκος έκανε δύο κύκλους τη ζώνη στη μέση και έληγε σε κόμπο. Αλλά αυτόν που είχε κλειστεί καλά στο ανάκτορο είδε η παντεπόπτης Ήρα με μάτια που πλανιόντουσαν να το φυλά η Μύστις στο υπόγειο του παράδοξου σπιτιού. Και ορκίστηκε στο υποχθόνιο εκδικητικό νερό της Στύγας να κατακλύσει το σπίτι της Ινούς με κάθε είδους συμφορά. Και τότε ίσως να σύντριβε το γιο του Δία. Αλλά ο Ερμής, αφού τον άρπαξε, τον έφερε στην πλαγιά του δάσους της Κυβέλης. Η Ήρα με τα γρήγορα πέδιλα έτρεξε γρήγορα από ψηλά ακατάστατα. Ο Ερμής, όμως, έφτασε την Ήρα και ντύθηκε τη μορφή του πρωτογέννητου και αιώνιου Φάνητα και έκπληκτη η Ήρα βλέποντας τον πρωτόσπορο θεό υποχώρησε σκύβοντας το κεφάλι στις ακτίνες του προσώπου ούτε κατάλαβε τη δολοπλόκο, απατηλή εικόνα της μορφής. Με πόδια ελαφρά ανεβαίνοντας το όρος, φέρ­νοντας στην αγκαλιά του το γιο με τα κέρατα, το έδωσε στη λιονταροτρόφα Ρέα, τη μητέρα του Δία του γεννήτορα του και μίλησε έτσι στη βασιλομήτορα θεά:
Δεξου, θεά, το νέο γιο του Δία σου ο οποίος, αφού κάνει άθλο στον πόλεμο των Ινδών στη γη, θα έρθει στον αστρικό ουρανό, μεγάλη χαρά για την οργισμένη Ήρα. Γιατί δεν ταίριαζε, αυτός που γέννησε ο Κρονίδης να έχει για παραμάνα του την Ινώ. Ας γίνει μαία του Διονύσου, αυτή που γέννησε το Δια που είναι μητέρα του Δία και παραμάνα του εγγονού της…

Ο Βάκχος μετα την Σεμέλη και την Ινώ,  μεγαλώνει κρυμμένος μαζί με την Μυστιδα σε σκοτεινό υπόγειο του Παλατιού…Η Μύστιδα όπως δηλώνει και τ΄ονομά της θα του διδάξει την μυστική και απόκρυφη τέχνη των ιερών μυστηρίων. Ομοια όμως πρέπει να μυεί και την Ινώ στις βακχικές νυκτερινές τελετές…
Πρώτη η Μυστιδα θα ετοιμάσει το ρόπτρο, το μουσικό όργανο των Κορυβάντων, ή κάποιο μικρό τύμπανο χάλκινο που στροβιλίζεται ή στρέφεται, εκ του ρέπω = στρέφομαι. Θα ετοιμάσει τον θύρσο με σίδερο καλυμμένο από κλαδιά κισσού, θα δέσει και στην μέση της ζώνη με διπλό κόμπο από κεφάλια δράκων/οφεων …
Η πλήρης εξάρτηση μιας ιέρειας της Βακχείας καθώς όλες οι κόρες του Κάδμου ηγούνται  βακχικών ομάδων - θα το δούμε παρακάτω,
Η λατρεία του Βάκχου, η μυστική κύστη που την παίρνει από βρέφος στα χέρια του και γνωρίζει το απόρρητα και τις μυστικές τελετές μέσα σε σκοτεινό βάραθρο … από την τρυφερή του ηλικία… όμως θα πρέπει να μεταβεί στην ίδια την θεά την πρωτόγεννη για να βαπτιστεί/γαλουχηθεί, «παρ εί ρτιθαλς τι κορος ρίτροφος»  Μεγαλώνει κοντά στη Ρέα, τη φίλη των βουνών, ο ολάνθιστος νέος ως βουνίσιος, και να λάβει την ευλογία της για να εδραιωθεί ως Ο νέος θεός που θα λάβει την θέση του Λυαίου, που διαλύει τις φροντίδες και θα ελευθερώσει τον άνθρωπο…
Θα λάβει πλήρη  εκπαίδευση του από την ίδια την Ρέα/Κυβέλη την γιαγιά του και μητέρα του πατέρα του στις κορυφές της Ίδης και θα γαλουχηθεί με την ίδια την στοργή που δόθηκε και στον Κρονίδη…

Θα γίνει αυτός που κρατά τα χαλινάρια του άρματος της Ρέα που είχε  ζεμένα λιοντάρια Και η Σεμέλη θα περηφανευθεί για τον γιό που έφερε στον κόσμο, αυτή μια θνητή στον ιερό γάμο με τον Αθάνατο…

ρη, συλήθης· Σεμέλης τόκος στν ρείων·
Ζες μν υα λόχευσε κα ντ' μέθεν πέλε μήτηρ,
σπερε πατρ κα τικτε, τν ροσεν, ατοτόκ δ
γαστρ νόθ τέκε παδα, φύσιν δ' λλαξεν νάγκ.
Βάκχος νυαλίου πέλε φέρτερος· μέτερον γρ
ροσε μονον ρηα κα ο τεκνώσατο μηρ.
Θήβη δ' ρτυγίης κλέος κρυφεν· ορανίη γρ
λάθριον πόλλωνα διωκομένη τέκε Λητώ·
Λητ Φοβον τικτε, κα οκ δινε Κρονίων·
ρμείαν τέκε Μαα, κα οκ λόχευσεν κοίτης·
μφαδίην δ' μν υα πατρ τέκεν. μέγα θαμα,
δέρκεο σς Διόνυσον ν γκαλίδεσσι τεκούσης
πήχεϊ παιδοκόμ περικείμενον· ενάου δ
ταμίη κόσμοιο, θεν πρωτόσπορος ρχή,  
παμμήτωρ, Βρομίου τροφς πλετο· νηπιάχ γρ
Βάκχ μαζν ρεξε, τν σπασεν ψιμέδων Ζεύς.
τίς Κρονίδης δινε, τίς τρεφεν ρεα είη
παδα τεόν; Κυβέλη δ φατιζομένη σέο μήτηρ
Ζνα τέκεν κα Βάκχον νέτρεφεν εν ν κόλπ·
μφοτέρους ειρε κα υέα κα γενετρα.

«Ήρα, έχασες! Ο γιος της Σεμέλης έγινε ανώτερος σου. Ο Δίας εγκυμόνησε το γιο του και ήταν σα μητέρα  του δίπλα αντί για μένα, ο πατέρας του έσπειρε, ο πατέρας του γέννησε αυτόν που είχε. σπείρει, γέννησε σε απατηλή μήτρα γρήγορα φτιαγμένη το παιδί και άλλαξε τη φύση από ανάγκη. Ο Βάκχος ήταν πιο γενναίος από τον Ενυάλιο. Γιατί έσπειρε μόνο το δικό σου Αρη και δεν το γέννη­σε από το μηρό. Η Θήβα αμαύρωσε τη φήμη της Ορτυγί­ας. Γιατί η ουράνια Λητώ κυνηγημένη γέννησε κρυφά τον Απόλλωνα. Η Λητώ γέννησε το Φοίβο και δεν πόνεσε ο Κρονίωνας. Τον Ερμή το γέννησε η Μαία και δεν εγκυμό­νησε ο άντρας της.
 Ο πατέρας γέννησε το γιο μου από τα σπλάχνα του. Μεγάλο θαύμα, δες το Διόνυσο στην αγκα­λιά της μητέρας σου να κείτεται στα τρυφερά της χέρια! Η οικονόμος του αιώνιου κόσμου, η πρωτογεννημένη, η αρ­χή των θεών, η μητέρα όλων, έγινε η τροφός του Βρομίου. Γιατί πρόσφερε στο μικρό Bάκχο το μαστό της, τον οποίο βύζαξε ο παντοκράτορας Δίας. Ποιος γιος του Κρόνου πόνεσε σε γέννα, ποια Ρέα έθρεψε τον Άρη το παιδί σου: Η Κυβέλη, που καλείται μητέρα σου γέννησε το Δια και ανάθρεψε το Βάκχο σε μία αγκαλιά. Και τους δύο ανά­στησε και το γιο και το γονιό.

Όμοια και οι δυο αδερφές και η Σεμέλη και η Ινώ βρίσκονται στην ίδια θέση. Και οι δυο θ΄απολαύσουν λατρευτικές τιμές. Σύμφωνα με το μύθο και οι δύο θνητές και οι δύο φέρουν δεύτερο όνομα που διακρίνει τη θνητή γυναίκα από την θεά, μολονότι το άλλο μπορεί πολύ καλά να χαρακτηρίζει και τις δύο..

Η μια η Σεμέλη θα χαθεί μέσα στην γέννηση από τον κεραυνό αλλά και η Ινώ θα κατατρομαγμένη από την ίδια την Ήρα θα καταφύγει πηδώντας ξυπόλητη πάνω από τα κοφτερά βουνά, ορμώντας συνεχώς, μήπως βρει ίχνος του κρυμμένου Διο­νύσου, πέρασε περιπλανώμενη η νύμφη από το ένα βουνό μετά το άλλο, μέχρι που μπήκε στις χαράδρες της Δελφι­κής Πειθούς. Και με δυσκολία έκαμψε το βήμα της στο δρακοντοτρόφο φαράγγι περιφερόμενη ασυγκράτητη σαν τρελή. Κομματιάζοντας το χιτώνα πάνω στο γυμνό στήθος ως άγγελο πένθους γύριζε τρελαμένη. Έτρεμε ο βοσκός ακούγοντας τον άναρθρο θρήνο της αλλοπαρμένης νύμφης. Πολλές φορές στο  θεϊκό τρίποδα συνάρμοσε το φίδι πλέκοντας το τρεις σειρές τυλιγμένο με την αιχμηρή χαίτη σφίγγοντας το λε­πτό κεφάλι της, έζωσε με δρακόντειο δεσμό τα μακριά μαλλιά της. Και κατεδίωξε τις παρθένες του ναού. Δε γί­νονταν τότε σπονδές ούτε έρχονταν άτομα για θυσίες, δε χόρευε άντρας από τους Δελφούς κοντά στο ναό. Οι γυ­ναίκες μαστιγώνονταν με στριφογυριστές καλά πλεγμένες λουρίδες κισσού που έτρωγαν τα μέλη. Τα θηρία χάνονταν βλέποντας την Ινώ να περπατάει στα βουνά, αφήνοντας άδεια τα δολερά δίχτυα των κυνηγών. Από ψηλά κατέβα­σαν οι βοσκοί τις γίδες τους στις προστατευτικές σπηλιές και ο  γερο-γεωργός που οδηγούσε τα ιδρωμένα βόδια του κάτω από το ζυγό τους, έφριξε από τα πηδήματα της Iνούς. Και πνίγοντας η αλλόγλωσση ηχώ την επίγεια βοή της έτρεχε η κόρη σα μάντισσα Πυθιάδα μέσα από το βου­νό, κουνώντας στο κεφάλι τη συνηθισμένη Πανοπηίδα δάφνη. Γέρνοντας το κεφάλι μέσα στο βαθύ γκρεμνό ζη­τούσε τη Δελφική σπηλιά από φόβο για τη λυσσασμένη Ινώ. Αλλά τρέχοντας στα μονοπάτια του δάσους με τις πολλές στροφές, δεν ξέφυγε από την προσοχή του Απόλ­λωνα, που όλα τα βλέπει. Κοντά στο φαράγγι τη λυπήθηκε και ήρθε γρήγορα και αλλάζοντας τη μορφή του σε αν­θρώπινη, πλησίασε τη νύμφη και στα μαλλιά της με προ­στατευτικά χέρια έπλεξε σοφή Δάφνη. Και έστειλε σε αυ­τήν αμέσως γλυκό ύπνο. Με αμβροσία άλειψε όλο το σώ­μα της κοιμισμένης και πένθιμης Ινούς δροσίζοντας τα μαινόμενα μέλη της με σταγόνες, που ε­λαφρύνουν τον πόνο. Και έμεινε εκεί ώρα μέσα στο δάσος του Παρνασσού, τέσσερα χρόνια και κοντά στην προφητι­κή πέτρα, στο μαντείο του Φοίβου θέσπισε χορούς για χά­ρη του μικρού ακόμα Βάκχου. Με άγρυπνους δαυλούς ακολουθούσαν τις οργιαστικές θυσίες οι Κωρυκίδες Μαι­νάδες και με τα ιερά τους χέρια μάζευαν φάρμακα, που διώχνουν τη λύσσα και γιάτρεψαν τις γυναίκες…

Με την εντολή του Αθάμαντα οι δούλοι του περιπλα­νούνταν ψάχνοντας παντού….. Και το παλάτι βυθισμένο στο θρήνο βογκούσε κι έστελνε πολλές κραυγές μέσα στην πόλη. Και περισσότερο δέχτηκε την πίεση η πολυμήχανη Μύστις, γιατί είχε διπλό πόνο, αφού χάθηκε και ταλαιπωρήθηκε η καημένη Ινώ και αρπάχτηκε ο Διόνυσος.


συνεχίζετε …