Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Τελετουργία και όργια μητραγυρτών απο το Χρυσό γάιδαρο ή μεταμορφώσεις του Απουλήιου


....Στα χρονια της Ρωμαικής αυτοκρατορίας φτάνουν απο διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας ιερείς νέων θεοτήτων και ιδρύουν ιερά σε διάφορες πόλης της Ιταλίας. Κάποιοι απ΄αυτους είναι  ευνούχοι και αφοσιωμένοι στην λατρείας της Μητέρας Θεάς Κυβέλης/Ρέας, αργότερα εμφανίζονται και οι μητραγύρτες ή αγύρτες ...

Όμως, αν ο αυτοευνουχισμός έχει τόσο μακρινές ρίζες, η πρακτική του ευνουχισμού ενός άνδρα από έναν άλλο άνδρα είναι ακό¬μη αρχαιότερη: Σε κάθε χώρα -όχι μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου σε κάθε κουλτούρα και άσχετα από το ποιος έφτιαχνε τους νόμους που ρύθμιζαν τη δημόσια ζωή, τις σχέσεις εξουσίας και τους κανόνες, ο ευνούχος ήταν παρών, ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό.
Μπορούμε να πιστέψουμε, να αμφισβητήσουμε ή να αρνηθούμε ότι ο θεός έπλασε τη γυναίκα από το πλευρό του άνδρα, όμως είναι απόλυτα σίγουρο και αναμφισβήτητο ότι τον ευνούχο τον έπλασε ο άνδρας.
Μπορεί ο Θεός να δημιούργησε τα δύο φύλα, αλλά το έκανε με ήπιο τρόπο. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο με μια βάρβαρη μαχαιριά. Ο Θεός πρόσθεσε υλικό για να φτιάξει τον άνθρωπο με κεφάλι, κορμό, πόδια, χέρια, γεννητικά όργανα. Ο άνδρας αφαίρεσε υλικό για να φτιάξει τον ευνούχο. Ο Θεός εμφύσησε στον άνθρωπο τη ζωτική ανάσα, την ικανότητα της ζωής. Στον ευνούχο, το δημιούργημα του, ο άνδρας προσέδωσε την ανικανότητα. Ο Θεός τοποθέτησε το δημιούργημά Του στο φως, στο κέντρο ενός πανέμορφου κόσμου. Ο άνδρας δημιούργησε τον ευνούχο μέσα στο αίμα και στην πιο φρικτή οδύνη, στον εξευτελισμό και την κοινωνική απαξίωση. Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο για να είναι ελεύθερος. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο για να τον κάνει σκλάβο του.

 Δημιούργημα για να χρησιμοποιηθεί αμιγώς ως «κατοικίδιο», παρόμοιο με τον στερημένο από τη βαρβατοσύνη του ταύρο, προκειμένου να περιοριστεί στο αλέτρι, αρκετά χρησιμότερο από το σκύλο, ο οποίος υπακούει βέβαια στο σφύριγμα του κυνηγού, αλλά  δεν είναι ικανός παρά μόνο για να οσμίζεται τη λεία και να φυλάει το κοπάδι, ο ευνούχος βαδίζει από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα με το βήμα του βαρύ από τη μόνιμη πληγή που τον σακατεύει. Τα πιο αρχαία κείμενα τον αναφέρουν σαν δεδομένη και μόνιμη παρουσία σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα. Μας διηγούνται για άνδρες και γυναίκες. Και πάντα στο πλευρό τους, νά και ο ευνούχος.
Η αναπηρία του τον καθιστά ανίκανο να διεκδικήσει τη δόξα του κυρίου και αφέντη του, ακόμη και σε εποχές όπου οι ευνούχοι ζούσαν μέσα στη λάμψη, όπως στην Κίνα της δυναστείας των Μινγκ, στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στο Παλέρμο της αραβικής κυριαρχίας του 10ου αιώνα.
Παρότι «κατασκευασμένος» από τον άνδρα, ο ευνούχος των αρχαίων κειμένων παραδόξως θεωρεί ότι υπεύθυνος της τερατώδους καταγωγής του δεν είναι παρά τα χέρια της γυναίκας ευνουχίστριας. Από την αρχή ακόμη, ήταν ο άνδρας που ευνούχιζε. Κι όμως, η αρσενική φαντασία έπλασε μια μεγαλοφυή εκτροπή στην ιστορία, απαλλάσσοντας τον άνδρα από το κρίμα του εφευρέτη του ευνουχισμού.



Οι ιστορικοί μάς διηγούνται ότι η θρυλική Σεμίραμις, η φιλήδονη ασσύρια βασίλισσα, επέβαλε τον πρώτο ευνουχισμό. Όπως η Εύα, που έδωσε στον Αδάμ τον καρπό της Γνώσης, έτσι και η Σεμίραμις έφερε στον κόσμο το «τρίτο φύλο» χρησιμοποιώντας το μαχαίρι.
Η γυναίκα ήταν η μεγάλη ευνουχίστρια μας πληροφορούν οι ιστορικοί.


 Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, όπως μας τη μεταφέρει ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, η Σεμίραμις νυμφεύθηκε τον Νίνο, ιδρυτή της Νινευί και του βασιλείου των Ασσυρίων.

Υπήρξε σύζυγος πιστή για σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια. Όμως μια φθινοπωρινή νύχτα έπνιξε τον άνδρα της και του πήρε την εξουσία. Λένε πως στα χέρια της το βασίλειο ήκμασε και μεγάλωσε, πως αυτή ίδρυσε τη Βαβυλώνα, πόλη ασύγκριτη σε δόξα, στολισμένη με τους κρεμαστούς της κήπους, ολόγιομους με σπάνια, ευωδιαστά λουλούδια- σε αυτή την πόλη, περίπου δυο αιώνες μετά, ξεψύχησε ο Μέγας Αλέξανδρος, νέος και ωραίος ακόμη...
Αυτή η τόσο αισθησιακή γυναίκα, που όμως ντυνόταν ανδρικά, παρουσιάστηκε και από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη σαν ευνουχίστρια, όχι στρατιωτών, αλλά εραστών. Ο ιστορικός μάς διηγείται ότι η Σεμίραμις διέταζε τη φρουρά της να σκοτώνει κάθε άνδρα μετά τις νυχτερινές τους περιπτύξεις.
Το χάραμα, ενώ ο εραστής ένιωθε ακόμη στο δέρμα του το χάδι της μαγευτικής βασίλισσας, οδηγείτο χωρίς έλεος για εκτέλεση. Αργότερα συνεπέραναν ότι δεν τους εκτελούσαν, αλλά τους ευνούχιζαν. Η Σεμίραμις, ακρωτηριάζοντας τους, τους έσωζε τη ζωή. Τους έσωζε από τη ζήλια και τη χωρίς όρια κτητικότητά της.Κάθε εραστής της, φεύγοντας από το κρεβάτι της, δεν έπρεπε να ποθήσει άλλη γυναίκα. Θα ήταν η τελευταία του. Για να του μείνει αξέχαστη, η Σεμίραμις άφηνε σε κάθε άνδρα της ανεξίτηλο το σημάδι της με τον ευνουχισμό. Σημάδι φρικτό και μη αναστρέψιμο σε κάθε ανδρικό σώμα που είχε κατακτήσει. Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν το θάνατο της Σεμιράμιδος στη μαχαιριά ενός ευνούχου: το μοιραίο χτύπημα ήρθε από το δημιούργημα της.  (περισσότερα στα κείμενα περί Σεμιράμιδος εδώ ) (αποσπάσματα απο το βιβλίο (Οι Ευνούχοι: Η εκπληκτική και απόκρυφη ιστορία τους /Βάννα Ντε Αγγέλις )


Απο ένα σημείο και μετά απαγορεύουν στους μητραγύρτες - ευνούχους ιερείς να περιφέρονται ασκόπως μέσα στην πόλη και η παρουσια τους επιβάλλεται μονο κάποιες συγκεκριμένες μέρες. Κατά τούς χρόνους της ελληνικής παρακμής περιέφεραν  ξόανα (ξύλινα αγάλματα) θεών ή άλλα ιερά αντικείμενα και τα εξέθεταν εις λαϊκό προσκύνημα.Ταυτοχρόνως επωφελούντο από την συγκέντρωση του πλήθους και του προσέφεραν έναντι δήθεν αμοιβής ή εις ανταπόδοση τής συνεισφοράς των υπέρ του δήθεν ιερού σκοπού ιατρικές συμβουλές, φάρμακα, προφητείες, όχι σπανίως δε έκαμναν και καλώς προετοιμασμένα «θαύματα»- τα ειδαμε όλα αυτά στο προηγούμενο κείμενο  


Με αφορμή αυτους τους μητραγύρτες και τους αγύρτες γενικότερα ο Απουλήιος γράφει και καταγγέλει στην ουσία την εμφάνισή τους με τα μελανώτερα χρώματα στον Λούκιο ή  Χρυσό όνο. Το έργο του, εν μέρη θεωρείται βιογραφικό, καθώς θεωρούν οι μελετητές του, οτι πολλά απο τα στοιχεία του ακολουθούν την πορεία του καθως και τα ταξίδια  του ιδιου του συγγραφέα για να μυηθεί στις λατρείες της 'Ισιδος και του 'Οσιρη. Ο ίδιος ξόδεψε σχεδόν ολοκληρη την πατρική του περιουσία ταξιδεύοντας για να σιγάσει το πάθος και την δίψα του για γνώση και στην αναζήτηση της αληθινής θρησκεία.

Ο Λούκιος ή Όνος είναι μια μυθιστοριογραφία ή αν θελετε μια μορφή της παρωδίας με πολλά λαϊκά στοιχεία, με φραστική ελευθεροστομία και σκαμπρόζικες σκηνές. Σατιρίζονται η μαγεία, η μετεμψύχωση, οι περιπλανώμενοι «ιερείς» της «Συρίας θεού» που τους συναντούμε και στο ομώνυμο έργο καθως και η σεξουαλική απληστία μερικών γυναικών.

 Ακολουθει απόσπασμα απο τον Χρυσό 'Ονο ή τις μεταμορφώσεις του Απουλήιου:

"Έτσι ο πουλητής μου κορόιδευε αυτόν τόν γερο- παραλυμένο εκείνος όμως τό κατάλαβε και του φωνάζει, τάχα θυμωμένος:
- Άντε νά μού χαθείς, πού νά βουβαθείς καί νά κουφαθείς, πού δεν ξέρεις τί λές, ηλίθιε! Μπά πού νά σέ τυφλώσει η παντοδύναμη μητέρα, η Συριακή Θεά, κι ο αγιος Σαβάζιος. Κι η Ένυώ, η θεά των πολέμων, κι η μητέρα της Ίδης μέ τόν Άττι της κι η κυρία Αφροδίτη μέ τόν καλό της 'Αδωνη, εσένα λέω, βλάκα, πού τόσην ώρα πας νά μέ κοροϊδέψεις. Θαρρείς λοιπόν, κρετίνε, πώς θά εμπιστευτώ εγώ τή θεά βάζοντάς την στή ράχη ενός γρουσούζικου γαϊδάρου, γιά νά τή ρίξει χάμω καί νά σπάσει τό ιερό άγαλμα, κι έπειτα εγώ νά τρέχω σάν τρελός γιά νά βρω γιατρό γιά τήν κατάκοιτη θεά μου;
Ακούγοντάς τον νά λέει τέτοια, μού ’ρθε ν’ άρχίσω νά κλωτσάω πρός όλες τίς κατευθύνσεις σάν φρενόπληκτος, γιά νά φοβηθεί καί νά μή μ’ αγοράσει. 'Ομως αυτός, πολύ ανυπόμονος νά με αποχτήσει, πρόλαβε τό σχέδιό μου καί μετρούσε κιόλας στόν πουλητή μου τή συμφωνημένη τιμή, δεκαεφτά δηνάρια, πού ό κύριός μου τα τσέπωσε πανευτυχής, τόσο ήθελε νά μέ ξεφορτωθεί. Αμέσως μού πέρασε ένα σκοινί άπ’ τό λαιμό καί μέ παρέδωσε στόν κύρ-Φίληβο: έτσι ονομάζονταν ό ανθρωπος αυτός, που στό εξης γινόταν ό νέος αφέντης μου.
26.   Αυτός λοιπόν, μιά καί δυό τραβάει τό νέο υπηρέτη του στό σπίτι, καί φτάνοντας μπρος στό κατώφλι, φωνάζει:
-      Κορίτσια, τρεχάτε! σάς φέρνω έναν σκλάβο κούκλο, πού μόλις τόν αγόρασα άπ’ τό παζάρι.
Καί νά ’σου βγαίνουν τά κορίτσια, καί τί κορίτσια,’θεέ μου! Ένα τσούρμο από βρωμοευνούχους, πού βάλθηκαν νά χοροπηδούνε βγάζοντας χαρούμενα ξεφωνητά μέ βραχνές, θηλύπρεπες φωνές, γιατί προφανώς uπέθεταν οτι ό καινούργιος σκλάβος θά ’ταν κανένας λεβέντης πού θά χρησίμευε γιά τίς ξαδιάντροπες δουλειές τους. Μά μόλις, αντί γιά άνθρωπο είδαν ένα τετράποδο, έκαμαν κάτι μορφασμούς κι άρχισαν τά πειράγματα γιά τό αφεντικό τους: «Καθώς βλέπουμε, δέν αγόρασε δούλο, παρά γαμπρό γιά πάρτη του», κι έπειτα, δυνατά σ’ αυτόν: «Ίε, αφεντικό, δέν θά τό ξεκοκκαλίσεις μόνος σου αυτό τό τρυφερούδι, θά μάς τό περνάς καί μάς πότε-πότε». Λέγοντας τέτοια αισχρόλογα, μέ δέσανε στό παχνί.
Μεταξύ τους ήταν κι ένας βαρβάτος νεαρός, πού έπαιζε τέλεια τή φλογέρα τόν είχαν αγοράσει συνεταιρικά έξω στην περιοδεία πήγαινε πάντα μπρος άπό κείνους πού σήκωναν τή θεά, κι έπαιζε τή φλογέρα. Μέσα στό σπίτι παραδινόταν κι αυτός, όπως κι οί άλλοι, στίς έκφυλες κι άνομες ηδονές. Μόλις μέ είδε, έτρεξε καί μού έδωκε άφθονη τροφή.
-      Επί τέλους, είπε γεμάτος χαρά, θά μέ βοηθήσεις στίς δύσκολες ασχολίες μου ό Θεός νά δώσει νά ζήσεις πολύ, ν’ αρέσεις στούς παραφεντάδες καί νά ξεκουράσεις τά νεφρά μου.
’Από τά λόγια αυτά μάντεψα τά βάσανά μου. 


Τήν άλλη μέρα βγήκαν ντυμένοι χρωματιστά καί γελοία, μέ τό πρόσωπο αλειμμένο λάσπη, τά φρύδια βαμμένα καί στό κεφάλι μίτρες. Φορούσαν φουστάνια μεταξωτά κίτρινα, μέ ζώνη στη μέση καί σάνδαλα• φορτώνουν στη ράχη μου τή θεά, σκεπασμένη μ’ ένα μεταξωτό πέπλο, καί μέ τό μπράτσο γυμνό ως τόν ώμο, σχίζοντας τόν αέρα μέ τσεκούρια καί σπαθιά απειλητικά, ξεκινούν μέ τόν ήχο τής φλογέρας πηδώντας καί ούρλιάζοντας σάν βάκχες μαινόμενες.
Αφού προσπέρασαν πολλές καλύβες, φτάνουν στό εξοχικό σπίτι κάποιου πλουσίου• μόλις μπήκαν, διπλασιάζοντας τά παράφωνα ουρλιάσματά τους, άρχισαν νά χορεύουν σά φρενιασμένοι, γέρνοντας τό κεφάλι, σχηματίζοντας μέ τούς λαιμούς των λάγνους σπασμούς, κάμνοντας μέ τά μαλλιά τους τά ξέπλεκα κύκλους μεγάλους, κι από καιρό σέ καιρό δαγκάνοντας τά μπράτσα τους ή κόβοντάς τα μέ κάτι πού ήταν σάν -ψαλίδι. Ό ένας άπ’ αύτούς, ο πιό δαιμονισμένος απ’ όλους, έβγαζε βαθιούς άναστεναγμούς καί φαινόταν στό τέλος ότι κατέχονταν από τό θείο πνεύμα κι ότι μέθυσεν από θεϊκή μανία: λές κι η παρουσία των θεών, αντί νά κάνει καλό, έκανε τόν άνθρωπο τρελό κι άρρωστο.
 


26.   Ω, θεία Πρόνοια, κοιτάχτε τί του στοίχισε αυτό! Πρώτα, μέ φωνή βροντερή καί προφητική αρχίζει νά κατηγορεί τόν εαυτό του γιά κάποιο έγκλημα θρησκευτικό, ενάντια στούς ιερούς κανόνες, ξορκίζοντας τά χέρια του νά πάρουνε εκδίκηση γιά τό ανόμημά του. Έπειτα παίρνει ένα μαστίγιο, συνηθισμένο εργαλείο αυτών τών έκφυλων, κατασκευασμένο από μακριές μάλλινες πλεξούδες μέ κόμπους καί μικρά κοκκαλάκια, άρχίζει νά χτυπιέται δυνατά, κι άντεχε ο άθλιος στούς πόνους φοβερά. Τό χώμα είχε κοκκινίσει άπό αίμα όταν ξεκίνησε πάλι ή συνοδεία κι έξακολουθούσαν διαρκώς νά χτυπιώνται, πράγμα πού μού προξενούσε τρόμο• γιατί βλέποντας τό αίμα νά τρέχει ποτάμι άπό τά τόσα χτυπήματα,  ετρεμα μή τυχόν, όπως στην αδιαθεσία τους οί άνθρωποι πίνουν τό αίμα τής γαϊδάρας, παρόμοια καί τό στομάχι τής περίεργης αυτής θεάς είχεν ανάγκη από τό αίμα ενός γαϊδάρου. Αμα κουράστηκαν, ή καλύτερα άμα χόρτασαν από χτυπήματα, έπαψαν αυτό τό μακελειό. Τότε πολλοί άρχισαν νά τούς πετουν διάφορα νομίσματα κι εκείνοι τά μάζευαν στούς μανδύες τους• άλλοι τούς έδωκαν ένα βαρέλι κρασί, άλλοι γάλα, τυρί κι αλεύρι. Άλλοι έφεραν κριθάρι γιά τό γάιδαρο πού σήκωνε τή θεά οι γελοίοι άφεντάδες μου μάζευαν σάν τρελοί τά δώρα, γέμισαν σακούλια καί μου τά φόρτωσαν• τώρα τό φορτίο μου είχε γίνει διπλό, δηλαδή βωμός καί αποθήκη μαζί.


26.    Έτσι λοιπόν τριγύριζαν καί χαράτσωναν όλη τή χώρα. Μιά μέρα, φτάνοντας σ’ ένα χωριό πάνω στά βουνά, χαρούμενοι πού είχαν κάνει μιά γενναία είσπραξη, αποφάσισαν νά οργανώσουν γλέντι. Παριστάνοντας λοιπόν πώς έλαβαν μιά προφητεία εντελώς φανταστική, ζητούν από έναν χωρικό ένα τετράπαχο κριάρι, γιά νά τό θυσιάσουν καί νά χορτάσουν τάχα τήν πείνα τής Συριακής θεάς. Μόλις τελείωσαν μέ τίς προετοιμασίες, τραβούν γιά τά λουτρά• έπειτα φρέσκοι-φρέσκοι γυρνούνε πίσω φέρνοντας μαζί τους, γιά νά πάρει κι αυτός μέρος στό γλέντι, έναν χωρικό, έναν άντρα ρωμαλέο, πρώτο μπόϊ, πού εφάνταζε από μακριά ό ανδρισμός του κι ή τρανή του διάπλαση• δέν είχαν προφτάσει καλά-καλά νά φάνε κάτι σαλατικά πού είχαν γιά ορεχτικό, κι ευθύς, τά άθλια υποκείμενα, εκεί μπροστά στά πόδια τού τραπεζιού, αρχίζουνε τά βδελυρά τους όργια καί τίς πιό αισχρές στάσεις τού παρά φύση έρωτα: βάζοντας στή μέση τό νέο ξαπλωμένο μπρούμυτα γυμνό, αρχίζουν νά τόν παρακαλούν νά ενδώσει μέ τά σιχαμερά τους στόματα.

Μήν μπορώντας νά βαστάξω πιά αυτό τό φριχτό θέαμα, προσπάθησα νά φωνάξω: «’Ώ! Βοήθεια! Πολίτες», μά δεν κατάφερα νά προφέρω παρά ένα «Ω!», κι ότι άλλο βγήκε ήταν ένα σκέτο «νΩ», δίχως τά λοιπά γράμματα καί τίς συλλαβές• ωστόσο αυτό τό «’Ώ» υπήρξε ιδιαιτέρως ισχυρό καί δραστικό, κι άντιστοιχοΰσε σέ ό,τι καλύτερο μπορεί νά φωνάξει ένας γάιδαρος σέ τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Γι’ αυτό καί κάποιοι νέοι άπ’ τό γειτονικό χωριό, πού ψάχναν ένα γάιδαρο χαμένο από τή νύχτα καί γιά τό λόγο αυτό τριγύριζαν όλα τά γύρω χάνια, μέ άκουσαν πού γκάριζα, καί βέβαιοι πώς ό γάιδαρος τους ήταν κρυμμένος εκει μέσα, όρμησαν ξαφνικά κι αντίκρυ - σαν τά τέρατα εκείνα πάνω στις ακόλαστες απολαύσεις τους. Φώναξαν όλη τή γειτονιά νά θαυμάσει τό ωραίο εκεινο θέαμα καί την αγνότητα των άγιων αυτών ανθρώπων."


συνεχίζεται...







Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Μητραγύρτες οι αγύρτες της μεγάλης μητρός Κυβέλης



Αγυρμός. 'Η πρώτη ήμερα των  Ελευσίνιων Μυστηρίων, επειδή κατ’ αυτήν συνέρχονται οι εορταστές(από την λέξιν άγυρις, ή όποια σημαίνει συγκέντρωσης συνάθροισης). Η ημέρα αυτή ήταν κατ’ άλλους μέν ή 5η, κατ’ άλλους δε ή 15η του μηνός Βοηδρομιώνος (περί τα τέλη του σημερινού Σεπτεμβρίου) .


Ή λέξις αγυρμός σημαίνει και τήν δι’ εράνου συλλογή χρημάτων ή ειδών (συνήθως τροφίμων)

Η λέξις αγυρτεία είναι αρχαία ελληνική παραγομένη από τόν αιολικό τύπον «άγυρις», πού σήμαινε συνάθροισιν, αγορά ή — κατ’ άλλην εκδοχή — από το συγγενές με αυτήν ρήμα αγυρτάζω, πού σήμαινε «συνάζω χρήματα» ή και ζητώ ελεημοσύνην. 
Αρχικά εμφανίσθηκαν οι αγύρτες ως ιερείς, οι οποίοι περιερχόμενοι διαφόρους τόπους συνέλεγαν χρήματα διά την λατρεία των θεών. Κατά τούς χρόνους της ελληνικής παρακμής περιέφεραν  ξόανα (ξύλινα αγάλματα) θεών ή άλλα ιερά αντικείμενα και τα εξέθεταν εις λαϊκό προσκύνημα. Ταυτοχρόνως επωφελούντο από την συγκέντρωση του πλήθους και του προσέφεραν έναντι δήθεν αμοιβής ή εις ανταπόδοση τής συνεισφοράς των υπέρ του δήθεν ιερού σκοπού ιατρικός συμβουλές, φάρμακα, προφητείας, όχι σπανίως δε έκαμναν και καλώς προετοιμασμένα «θαύματα». Συγχρόνως απέβαλαν οι αγύρτες και τον θρησκευτικό χαρακτήρα, με τον οποίο συγκάλυπταν το επάγγελμα τους και παρουσιάζονται απλώς ως θαυματοποιοί δυνάμενοι να θεραπεύσουν διά μαγείας με βότανα ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον κάθε ασθένεια. Από πολύ νωρίς προσέλαβε η ομηρική έκφραση «χρήματα αγυρτάζειν» δυσφημιστική σημασία, επεκτάθηκε δε υπό κακήν έννοια και ο χαρακτηρισμός «αγύρτης» διά τα κάθε είδους υποκείμενα, πού μετέρχονται τεχνάσματα αποβλέποντα εις την εξαπάτηση των αφελών προς τον σκοπό τής αργυρολογίας.

Arsenius Paroemiogr., Apophthegmata
Centuria 1, section 19a, line 2

<Ἀγύρτης εἶ:> ἐπὶ τῶν ἔργον ποιουμένων περινοστεῖν τὰς
ἀγυιὰς καὶ φλυαρίας συνείρειν· μητραγύρται δὲ οἱ τῇ μητρὶ τῶν
θεῶν τῇ Ῥέᾳ ἀνακείμενοι, γοητειῶν καὶ φίλτρων κατασκευασταὶ,
οὓς καὶ πάλλους καλοῦσιν, ἀποκόπους ὄντας τῶν γεννητικῶν
μορίων, καὶ πρὸς τὰ ἀσχήμονα πάθη ἑτοιμοτάτους.


 Οι πλέον περιβόητοι εκ των αγυρτών ονομάζονται «μητραγύρται» ή «αγύρτες τής μεγάλης μητρός Κυβέλης». 'Ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης αποκαλεί «αγύρτην» καί «μητραγύρτην» τον άσωτο Καλλίαν υπαινισσόμενος τό γεγονός ότι ό ευγενούς καταγωγής πολιτικός του αντίπαλος ήτο δαδούχος τής Κυβέλης (αξίωμα περίβλεπτον καί κληρονομικό κατά την εποχή εκείνην). ’Αλλ’ ό Ιφικράτης χρησιμοποίει τον χαρακτηρισμό με την κακήν του έννοια.

 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ρητορική (1405a-1405b)
            ἀλλὰ δεῖ σκοπεῖν, ὡς νέῳ φοινικίς, οὕτω γέ-
ροντι τί (οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ πρέπει ἐσθής), καὶ ἐάν τε κοσμεῖν
βούλῃ, ἀπὸ τῶν βελτίστων τῶν ἐν ταὐτῷ γένει φέρειν τὴν  
μεταφοράν, ἐάν τε ψέγειν, ἀπὸ τῶν χειρόνων· λέγω δ' οἷον,
ἐπεὶ τὰ ἐναντία ἐν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φάναι τὸν μὲν πτω-
χεύοντα εὔχεσθαι τὸν δὲ εὐχόμενον πτωχεύειν, ὅτι ἄμφω αἰ-
τήσεις, τὸ εἰρημένον ἐστὶ ποιεῖν, ὡς καὶ Ἰφικράτης Καλλίαν
μητραγύρτην ἀλλ' οὐ δᾳδοῦχον, ὁ δὲ ἔφη ἀμύητον αὐτὸν
εἶναι· οὐ γὰρ ἂν μητραγύρτην αὐτὸν καλεῖν, ἀλλὰ δᾳδοῦχον
·
ἄμφω γὰρ περὶ θεόν, ἀλλὰ τὸ μὲν τίμιον τὸ δὲ ἄτιμον. 

 Η σκέψη μας πρέπει να λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: αν στον νέο ταιριάζει το κόκκινο ρούχο, ποιό ρούχο ταιριάζει στον ηλικιωμένο; Γιατί, βέβαια, δεν ταιριάζει και στους δύο το ίδιο ρούχο. Αν, επομένως, θέλουμε να λαμπρύνουμε κάτι και να το αναδείξουμε, η μεταφορά μας πρέπει να ξεκινά από τις καλύτερες από τις έννοιες που ανήκουν στο ίδιο γένος· αν, πάλι, θέλουμε να το κατηγορήσουμε και να το μειώσουμε, τότε από τις χειρότερες. Θέλω, π.χ., να πω ότι, επειδή τα αντίθετα ανήκουν στο ίδιο γένος, το να πούμε γι᾽ αυτόν που ζητιανεύει ότι παρακαλεί ή γι᾽ αυτόν που παρακαλεί ότι ζητιανεύει, καθώς και στις δύο αυτές περιπτώσεις το πρόσωπο για το οποίο μιλούμε ζητάει κάτι, κάνουμε στην πραγματικότητα αυτό που είπαμε παραπάνω. Έτσι και ο Ιφικράτης ονόμασε τον Καλλία «ζητιάνο της μητέρας των θεών» και όχι δαδούχο· η απάντηση του Καλλία ήταν ότι ο Ιφικράτης ήταν απλώς αμύητος· αλλιώς δεν θα τον ονόμαζε «ζητιάνο της μητέρας των θεών», αλλά δαδούχο. Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές λέξεις δηλώνουν ανθρώπους που είναι στην υπηρεσία της θεάς, μόνο που η μια τους έχει τιμητικό περιεχόμενο, η άλλη ατιμωτικό. Επίσης: κάποιους ανθρώπους ορισμένοι τους λένε Διονυσοκόλακες, ενώ οι ίδιοι ονομάζουν τον εαυτό τους καλλιτέχνες (και στις δυο αυτές λέξεις έχουμε μεταφορά, μόνο που η πρώτη μεταφορά επιδιώκει να αμαυρώσει, ενώ η δεύτερη το αντίθετο).


  Μεταξύ των περίφημων αγυρτών τής αρχαιότητος αναφέρεται ό Εύδαμος, λαχανοπώλης εξελιχτείς εις βοτανολόγο, ό όποιος χρησιμοποίει όχι μόνον τά βότανα, άλλα και διάφορα μαγικά άσματα λεγόμενα «επωδαί», με τα όποια _ ισχυρίζεται ότι μπορούσε νά θεραπεύσει κάθε νόσον, νά διώξει τά πονηρά δαιμόνια, νά προφυλάσσει από τά δηλητηριώδη φίδια κλπ. Ίσως απ΄ αυτόν ονομάσθηκαν οι αγύρτες  καί «επωδοί». Άλλος διαβόητος αγύρτης ήτο ό Χαρίτων, ο οποίος θεράπευε μέ μαγικά μέσα τήν επιληψίαν.

Η τέτοιου είδους ιατρική αγυρτεία καταπολεμήθει από τούς αρχαίους σοφούς καί προ πάντων από τον Ιπποκράτη, ο οποίος χαρακτήριζε τούς αγύρτες ως κοινούς αργυρολόγους (δεκαρολόγους) . Αλλά καί ό Πλάτων κατεφέρθη έναντίον των, όταν είπε ότι «ό ακριβής ιατρός σωμάτων είναι άρχων, άλλ’ ού χρηματιστής». 

Κατά τον Κέλσο στον Αληθή λόγο του διαβάζουμε :
Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος
Chapter 1, section 9, line 4

  .. προσποιεῖται κρεῖττόν τι τοῦ γηΐνου εἶναι ἐν ἀνθρώπῳ
συγγενὲς θεοῦ
καί φησιν ὅτι οἷς τοῦτο εὖ ἔχει, τουτέστιν ἡ ψυχή,
πάντῃ ἐφίενται τοῦ συγγενοῦς, λέγει δὲ τοῦ θεοῦ, καὶ ἀκούειν ἀεί
τι καὶ ἀναμιμνήσκεσθαι περὶ ἐκείνου ποθοῦσιν.

 Μετὰ ταῦτα προτρέπει ἐπὶ τὸ λόγῳ ἀκολουθοῦντας καὶ λογικῷ
ὁδηγῷ παραδέχεσθαι δόγματα
ὡς πάντως ἀπάτης γιγνομένης τῷ
μὴ οὕτω συγκατατιθεμένῳ τισί·
καὶ ἐξομοιοῖ τοὺς ἀλόγως πιστεύοντας  
μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις, Μίθραις τε καὶ Σαβαδίοις,
καὶ ὅτῳ τις προσέτυχεν, Ἑκάτης ἢ ἄλλης δαίμονος ἢ δαιμόνων φάς-
μασιν.
ὡς γὰρ ἐν ἐκείνοις πολλάκις μοχθηροὶ ἄνθρωποι ἐπιβαίνοντες
τῇ ἰδιωτείᾳ τῶν εὐεξαπατήτων ἄγουσιν αὐτοὺς ᾗ βούλονται, οὕτω
φησὶ καὶ ἐν τοῖς Χριστιανοῖς γίγνεσθαι. φησὶ δέ τινας μηδὲ βουλο-
μένους διδόναι ἢ λαμβάνειν λόγον περὶ ὧν πιστεύουσι χρῆσθαι τῷ
’μὴ ἐξέταζε ἀλλὰ πίστευσον’ καὶ ‘ἡ πίστις σου σώσει σε’. καί
φησιν αὐτοὺς λέγειν· ‘κακὸν ἡ ἐν τῷ βίῳ σοφία ἀγαθὸν δ' ἡ μωρία’·
 Εἶτ' ἐπεί φησιν ὁ Κέλσος αὐταῖς λέξεσιν· εἰ μὲν δὴ θελή-
σουσιν ἀποκρίνεσθαί μοι ὡς οὐ διαπειρωμένῳ – πάντα γὰρ οἶδα –  
ἀλλ' ὡς ἐξ ἴσου πάντων κηδομένῳ, εὖ ἂν ἔχοι· εἰ δ' οὐκ ἐθελήσουσιν,
ἀλλ' ἐροῦσιν, ὥσπερ εἰώθασι, ‘μὴ ἐξέταζε’ καὶ τὰ ἑξῆς, ἀνάγκη
αὐτοὺς ταῦτά γε, φησί, διδάξαι, ὁποῖ' ἄττα ἐστίν, ἃ λέγουσι, καὶ
ὁπόθεν ἐρρύηκε.  

Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει η ψυχή που όντας ανώτερη από το γήινο στοιχείο, συγγενεύει με τον θεό. Κι οι καλόψυχοι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, λαχταρούν τον συγγενή τους αυτόν, και διαρκώς τον φέρνουν στο νου τους και πάντα ποθούν κάτι να μαθαίνουν γι' αυτόν. Όμως, αν πρόκειται να ενστερνιστούν κάποιο θρησκευτικό δόγμα, πρέπει να έχουν για οδηγό τους τη λογική. Γιατί όποιος πιστεύει χωρίς πρώτα να ελέγξει λογικά ένα δόγμα, είναι βέβαιο πως θα απατηθεί. Έχουμε πολλά σημερινά παραδείγματα άλογης πίστης: Τους ζητιάνους ιερείς της Κυβέλης, τους μάγους που δίνουν προφητείες παρατηρώντας ουράνια φαινόμενα, τους λάτρεις του Μίθρα και του Σαβαδία κι όσους βλέπουν φαντάσματα της Εκάτης ή κάποιας άλλης θεότητας θηλυκής ή αρσενικής. Ακριβώς όπως οι τσαρλατάνοι αυτών των λατρειών εκμεταλλεύονται την αφέλεια των εύπιστων και τους τραβούν από τη μύτη, έτσι γίνεται και με τους χριστιανούς δασκάλους· κάποιοι από αυτούς δεν θέλουν καν να διατυπώσουν ούτε να ακούσουν ένα επιχείρημα πάνω σ' αυτά που πιστεύουν, προτιμώντας τα "πίστευε και μη ερεύνα" και "η πίστη σου θα σε σώσει", και "η σοφία αυτού του κόσμου είναι κακό πράγμα, ενώ το να 'σαι απλοϊκός είναι καλό". Αν κάνουν τον κόπο να μου δώσουν κάποια απάντηση, αντιμετωπίζοντάς με όχι σαν κάποιον που σκίζεται να μάθει απ' αυτούς (έτσι κι αλλιώς μού είναι γνωστά όλα αυτά), αλλά σαν κάποιον που ενδιαφέρεται εξ ίσου για το κάθε τι, τότε έχει καλώς· αν όμως δεν θελήσουν και μου πουν, καθώς το συνηθίζουν, "μη εξέταζε" και τα παρόμοια, θα πρέπει να τους διδάξω, ώστε να δουν κι οι ίδιοι, τι πραγματικά είναι και από πού πηγάζουν τα όσα υποστηρίζουν.


 Οι αγύρτες οργίαζαν κυριολεκτικώς κατά τούς ρωμαϊκούς χρόνους, αναγκάστηκε  ή τότε κρατική εξουσία να λάβει εναντίον των μέτρα ανώδυνα, άλλως τε, έφ’ όσον περιορίζεται απλώς ό χρόνος και ή ημέρα τής ασκήσεως της αγυρτείας. 

 Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., Antiquitates Romanae
Book 2, chapter 19, section 4, line 4

θυσίας μὲν γὰρ αὐτῇ καὶ ἀγῶνας ἄγουσιν ἀνὰ πᾶν
ἔτος οἱ στρατηγοὶ κατὰ τοὺς Ῥωμαίων νόμους, ἱερᾶται
δὲ αὐτῆς ἀνὴρ Φρὺξ καὶ γυνὴ Φρυγία καὶ περιάγου-
σιν ἀνὰ τὴν πόλιν οὗτοι μητραγυρτοῦντες, ὥσπερ
αὐτοῖς ἔθος, τύπους τε περικείμενοι τοῖς στήθεσι καὶ
καταυλούμενοι πρὸς τῶν ἑπομένων τὰ μητρῷα μέλη
καὶ τύμπανα κροτοῦντες· Ῥωμαίων δὲ τῶν αὐθιγενῶν
οὔτε μητραγυρτῶν τις οὔτε καταυλούμενος πορεύεται
διὰ τῆς πόλεως ποικίλην ἐνδεδυκὼς στολὴν οὔτε ὀρ-
γιάζει τὴν θεὸν τοῖς Φρυγίοις ὀργιασμοῖς κατὰ νόμον  
καὶ ψήφισμα βουλῆς. 

Εις τό Βυζάντιον επίσης αναφάνηκαν κατά καιρούς διάσημοι αγύρτες, περιφημότεροι των οποίων υπήρξαν ό Παμπρέπιος καί ό Σεβηριανός (5ος αιών), οι όποιοι ήσαν προς τούτοις και πραγματικοί σοφοί, κατόρθωσαν δε διά τής αγυρτείας, μολονότι «εθνικοί» (δηλαδή ειδωλολάτρες), να αναμιχτούν ενεργώς εις την πολιτική ζωή του βυζαντινού κράτους. 'Ο μεταγενέστερος ιστοριογράφος Ζωναράς καταφέρεται επίσης εναντίον των αγυρτών τής εποχής του. Σημειωτέον όμως ότι κατά τούς βυζαντινούς χρόνους οι επιφανέστεροι αγύρτες ήσαν ταυτοχρόνως και πραγματικοί σοφοί. 

 Clemens Alexandrinus Theol., Paedagogus
Book 3, chapter 4, subchapter 28, section 3, line 2

Περιφέρονται δὲ αὗται ἀνὰ τὰ ἱερὰ ἐκθυόμεναι καὶ
μαντευόμεναι, ἀγύρταις καὶ μητραγύρταις καὶ γραίαις
βωμολόχοις οἰκοφθορούσαις ὁσημέραι συμπομπεύουσαι καὶ
τοὺς παρὰ ταῖς κύλιξι ψιθυρισμοὺς γραϊκοὺς ἀνεχόμεναι,
φίλτρα ἄττα καὶ ἐπῳδὰς παρὰ τῶν γοήτων ἐπ' ὀλέθρῳ
γάμων ἐκμανθάνουσαι. 

Οι επωδές, οι οποίες συνήθως συνοδεύονταν από διάφορες πράξεις, εκτελούνταν κυρίως από γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Ο Μ. Αθάνασιος αναφέρεται σε «γραίαν επάδουσαν»,  ενώ σε σύγγραμμα του ίδιου ιεράρχη δίνεται ρητή απαγόρευση για την προσφυγή σε οποιοδήποτε μαγικό μέσο για θεραπεία: «Μὴ μαγεύειν, μὴ φαρμακεύειν, μήτε ἄλλον σοι ταῦτα πράττειν ἐπὶ νόσῳ ἢ πάθους ἀλγήματι. Μὴ ἀπέρχεσθαι πρὸς ἐπαοιδόν, μήτε φυλακτήριον ἑαυτῷ περιτιθέναι, μήτε περικαθαίρειν, μήτε μὴν ταῦτά σοι ποιεῖν, μήτε ὑπὸ ἄλλου σοι γένηται». Ο Μ. Αθανάσιος προτρέπει τους ανθρώπους σε περιπτώσεις ασθενείας να προσεύχονται στο Θεό, γιατί «τὰ περίαπτα καὶ αἱ γοητεῖαι μάταια βοηθήματα ὑπάρχουσιν». Όποιος χρησιμοποιεί αυτά τα μέσα, γίνεται «ἀντὶ πιστὸς ἄπιστος, ἀντὶ δὲ Χριστιανὸς ἐθνικὸς, ἀντὶ δὲ συνετὸς ἀσύνετος, ἀντὶ δὲ λογικὸς ἀλόγιστος». Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρεται επίσης στις γριές που ασχολούνται με μαγικές πρακτικές και επωδές, φλυαρούν ακατάσχετα και ζητούν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Οι ευκολόπιστοι στέκονται ως «ὄνοι χασμώμενοι», φορώντας στο λαιμό τους «τὴν ῥυπαρίαν τῶν τετραπόδων», αρνούμενοι τη σφραγίδα του σωτήριου σταυρού. Τη σφραγίδα του σταυρού δεν τη φοβούνται μόνο τα νοσήματα αλλά και το πλήθος των δαιμόνων. Και καταλήγει ότι κάθε γόης είναι ασφράγιστος. Για τη χριστιανική σκέψη και διδασκαλία οι επωδές που επαγγέλλονται τη θεραπεία ασθενειών που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα τέχνασμα του διαβόλου με σκοπό την παραπλάνηση των πιστών, αφού ακόμα και μία ενδεχόμενη θεραπεία προέρχεται από εκούσια υποχώρηση του διαβόλου. Στην ερώτηση για το πώς οι φαρμακοί μπορούν να διώχνουν τους δαίμονες, ο Μ. Αθανάσιος απαντά ότι ο φαρμακός δεν διώχνει το δαίμονα, αλλά ο δαίμονας που κατοικεί σε δαιμονισμένο άνθρωπο εκουσίως υποχωρεί για να εξαπατήσει τους ανθρώπους, και έτσι αντί οι άνθρωποι να προστρέχουν στο Θεό, τους πείθει να προστρέχουν στους φαρμακούς. (Το αίτημα της ίασης των ασθενών στη λαική θρησκευτικότητα / Παρασκευή Κιζιρίδου)

 Κατά τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, μολονότι ή μαγγανεία τιμωρείται διά θανάτου, οι αγύρτες επιδίδονται ελευθέρως στα τεχνάσματά των. ’Από χρονικά τής εποχής εκείνης πληροφορούμεθα ότι οι αγύρτες έφθαναν εις τοιούτον σημείο αναιδούς συμπεριφοράς έναντι των θυμάτων των, ώστε ένας από αυτούς έλεγε απροκαλύπτως: «Τό ελιξίριον μου, καλοί άνθρωποι, φέρει το όνομα «απλοϊκότης». Έφ’ όσον λοιπόν θα υπάρχουν μεταξύ σας απλοϊκοί, δεν πρόκειται να μετακινηθώ από την θέση μου».
Στην μεγάλη της ακμή είχε φθάσει ή αγυρτεία κατά τό τέλος του 16ου αιώνος εις την Γαλλία. Οι αγύρτες είχαν αποτελέσει τότε οργανωμένες ομάδας με διάκριση κατά «ειδικότητα» και με καταμερισμό εργασίας διά την καλυτέρα και ασφαλεστέρα εξαπάτηση των απλοϊκών. 'Έφεραν πολύχρωμους και περιέργους ενδυμασίας, ταξιδεύον με πολλές αποσκευές  και συνοδεύονταν από μουσικούς, σαλτιμπάγκους και άλλα Θεάματα, με τα όποια προσέλκυαν τα πλήθη, εις τα όποια πωλούν ύστερα τα φάρμακα και τις συνταγές τους. Περίφημοι αγύρτες τής εποχής ήσαν ό Φίλιππο Ζιράρ, ό Ταιμπαρέν, ό Καλλιόστρο καί άλλοι.


  Σήμερα χαρακτηρίζεται ως αγύρτης το πρόσωπον εκείνο, το οποίον μη έχον επάγγελμα και μόνιμη κατοικίαν περιέρχεται διαφόρους τόπους και διά ψευδών παραστάσεων και ενεργειών και προ παντός διά τού λόγου εξαπατά τούς αμόρφωτους και μικρής πνευματικής αναπτύξεως ανθρώπους. Ή εξαπάτησης συνίσταται κυρίως εις υπόσχεση θεραπείας σωματικών και ψυχικών ασθενειών έναντι αμοιβής εις χρήμα ή εις άλλους είδους παροχές. Προς καλυτέρα και ασφαλεστέρα επιτέλεση τού έργου των παρουσιάζονται οι αγύρτες εις διαφορετικά πάντοτε μέρη και ενδεδυμένοι αναλόγως του σκοπού, τον όποιον επιδιώκουν. "Όταν παριστάνουν τον οδοντίατρο, είναι ευπρεπώς ενδεδυμένοι καί φέρουν μαζί των τα σχετικά εργαλεία. "Όταν υποδύονται τον μάγο, αφήνουν μακριά μαλλιά και γενειάδα και ενδύονται κατά τρόπον δυνάμενο νά προκαλέσει την έκπληξη ή και μικρόν φόβο. Αγύρτες συναντιόνται εις όλα τα σημεία του κόσμου, άλλα ό λαός δεν τρέφει δι’ αυτούς καμίαν πλέον εκτίμησαν, έφ’ όσον δε προχωρούν ή πνευματική ανάπτυξης και ή μόρφωση του λαού επί τοσούτον βαίνει και ό αριθμός τους ελαττωμένος, μέχρις ότου εκλείψουν τελείως.


συνεχίζεται…