Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

ὅτι Γλαῦκός τις Σάμιος πρῶτος σιδήρου κόλλησιν ἐξεῦρε.



Κάποιες άλλες εκδοχές μιλούν για την μοναδική τέχνη του Γλαύκου του Χίου ή του Σάμιου καθώς είναι  αυτός που βρήκε την κόλληση του σιδήρου, ένα τεχνίτης Γλαύκος που γνωρίζει το σίδηρο την επεξεργασία του και την κατεργασία του. Η αρχαιότατη ανακάλυψη της κατεργασίας του σιδήρου ανήκει στους Έλληνες.


Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum
Centuria 5, section 49, line 1

 <Γλαύκου τέχνη:> π τν μ ῥᾳδίως κατεργαζομένων.
π τν πάνυ πιμελς κα ντέχνως εργασμένων· πειδ
οτος ερε σιδήρου κόλλησιν, Χος ν

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 10, chapter 16, section 1, line 4

                                      τοτο <Γλαύκου>
μέν στιν ργον το Χίου, σιδήρου κόλλησιν νδρς ερόντος·

 
Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 376, line 2

τι Γλακός τις Σάμιος πρτος σιδήρου κόλλησιν ξερε.
«Γλαύκος γαρ Χίος σιδήρου κόλλησιν εύρεν, στον Φαίδωνα του Πλάτωνος .

Ο Γλαύκος ο Χίος ή ο Σάμιος κατά το λεξικό του Σουίδα είναι ο πρώτος που ανακάλυψε την κόλληση του Σιδήρου Ο πρωταρχικός ρόλος του σιδήρου και των μετάλλων γενικότερα στην εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας. Κόλληση σιδήρου αλλά και η μετατροπή του σε σκληρό χάλυβα. Σκλήρυνση μέσω της ενανθράκωσης, θερμαίνοντας δηλαδή στον σίδηρο μέσα σε διάπυρη χόβολη από ξυλοκάρβουνα και κατόπιν μέσω  θερμικής κατεργασίας –βαφής – και την επαναθέρμανσής του σε χαμηλή πλέον θερμοκρασία.


Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum
Centuria 5, section 49, line 1

 <Γλακος πιν μέλι, νέστη:> π τν κηρυχθέν-
των, τι πέθανον, ετα φανερουμένων⁝ <Γλαύκου πο-
θανόντος,> ο το Σισύφου, π τ μέλιτι, Μίνως ν
τ τύμβ κατώρυξε τν το Κοιράνου Πολύειδον, ς ν
κ το ργους. ς δν δράκοντι πόαν πιθέντα τεθνετι
κα ναστήσαντα ατν, κα οτος τ ατ ποιήσας ες
τν Γλακον νέστησε. Τοτο δ δύνατον. γένετο δ  
τοιόνδε τί· Γλακος πιν μέλι, ταράχθη· χολς δ πλείο-
νος ατ κινηθείσης λυποθύμησεν Γλακος. φίκοντο
ον ο τε λλοι ατροί, τε δ χρήματα ληψόμενοι, λλ
δ κα Πολύειδος. ς δν τν πόαν ν μαθε παρά τινος
ατρο, νομα ν Δράκων, κα ταύτ τ βοτάν χρη-
σάμενος, γι ποίησε τν Γλακον. λεγον ον τινες, τι
Πολύειδος τν Γλακον π μέλιτος θανόντα νέστησεν·
φ' ν τν μθον πλάσσαντο. 
 
Οι Παροιμιογράφοι, Μυθολόγοι, νθολόγοι όπως ο Μιχαλ ποστόλιος δίνουν τις δικές τους εκδοχές, κατά τον 15ο αιώνα, για τις μυθικές θεότητες όπως ο Γλαύκος.

Οτι ο Γλαύκος τρώγοντας/πίνωντας μέλι  αναστήθηκε και ότι ο Δράκων ήταν ο γιατρός που τον εφερε στη ζωή μετα από την λυποθυμία που είχε…και κάπως έτσι πλασθηκε ο μύθος για την επαναφορά του στη ζωή- ενώ στην ουσία ειχε λυποθυμήσει  και ότι  ανεστήθει, ενώ θεωρούσαν ότι ήταν νεκρός, και επανήλθε στη ζωή.

Δεν στεκομαι στις θεραπευτικές και μοναδικές ιδιότητες του μελιού, αυτά μπορειτε να τα βρείτε σε διάφορα site : http://www.meli-kalavrita.gr/properties.html

Ούτε στην σύνδεση του μελιού και των Εσσήνων- ιερέων  ή της Μέλισσοθεάς στην Κρήτη, αυτα θα αναφερθούν σε κάποιο μελλοντικό κείμενο
 


 <Γλακος φαγν πόαν οκε ν θαλάττ:> μοία
τ προτέρ⁝ <Αδεται> τι Γλακος θαλάττιος φαγν
πόαν, θάνατος γένετο κα νν ν θαλάττ οκε. τ δ
τ πό ταύτ μόνον Γλακον ντυχεν, κα λίαν νι γε
εηθές, τό τε νθρωπον ν θαλάσσ λλο τι τν χερ-
σαίων ζν. χει δ τ ληθς οτως· Γλακος ν νρ
λιες νθηδόνιος· ν δ κολυμβητής, ν τούτ περ-
φέρων πάντων κολυμβητν. κολυμβντα δ ν τ λιμένι
ρώντων ατν τν πολιτν, ατς διακολυμβήσας ες
τινα τόπον, κα μ φθες τος οκείοις μέρας κανάς,
διακολυμβήσας πάλιν, φθη ατος. πυνθανομένων δ τν
οκείων, πο διέτριβεν, ατς ψευδόμενος φη, ν τ θα-
λάττ· κα συγκλείων ες ατν χθύας, πότε χειμν γέ-
νοιτο κα μηδες τν λλων λιέων χθς δύναιτο λαμ-
βάνειν, λέγετο τος πολίταις, τίνας βούλοιντο τν χθύων
ποκομισθναι ατος· κα κομίζων ος ν θελον, Γλα-
κος θαλάσσης κλήθη. κα περιτυχν θηρί θαλαττί πώ-
λετο· μ λθόντος δ ατο κ τς θαλάττης μύθευσαν
ο νθρωποι, ς ν θαλάττ οκε κκε μένει.

Και ανάμεσα στις τόσες αναφορές, των βυζαντινών ανθολόγων, διαβάζουμε και το ότι ο Γλαύκος ήταν δεινός κολυμβητής και έλεγε ψέματα στους άλλους κολυμβητές ότι διαμένε στην θαλασσα. Κι όταν κάποια στιγμή  συνάντησε κάποιο θαλάσσιο θηριο χάθηκε και  μην επιστρέφοντας από τη θάλασσα οι άνθρωποι θεώρησαν ότι– μεταμορφώθηκε  σε θαλάσσια θεότητα.

Ενώ κατά τον κατά τον Νικόλαο Γ. Πολίτη …

Η τροφή ή το ποτό που δίνει υπερφυσικές δυνάμεις είναι μυθολογικό στοιχείο. Κατά τον Ψευδοκαλλισθένη, έτσι μετα­μορφώθηκαν σε γοργόνες οι αδελφές του Αλέξανδρου (βλ. ππ.552, 651), αλλά και στον βοιωτικό μύθο ο Γλαύκος που βρήκε κατά τον Αισχύλο την «αείζων άφθιτον πόαν» (απόσπ. 28) ή την αθάνατη πηγή —το αθάνατο βοτάνι ή το αθάνατο νερό των νεότερων λαϊκών παραδόσεων— και ρίχτηκε στη θά­λασσα. Γλαύκου πήδημα, όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας (9.22.7), έδειχναν ακόμη την εποχή του σ' ένα σημείο της ακτής στην Ανθηδόνα. Στενά συγγενικός είναι όμως και ο μύθος της Ινώ., που ρίχτηκε στο πέλαγος μαζί με τον γιο της, τον Μελικέρτη: η Ινώ έγινε η Νηρηίδα Λευκοθέα, και ο Μελικέρτης ο ήρωας Παλαίμων. Η λατρεία των θεοτήτων αυτών, όπως και του Γλαύ­κου, ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, γι' αυτό σε ορισμέ­νες παραλλαγές οι δύο μύθοι συγχωνεύονται: άλλοτε ο Μελικέρτης μετονομάζεται Γλαύκος, άλλοτε αναφέρεται ότι ο Γλαύκος και ο Μελικέρτης ήταν εραστές, και άλλοτε ότι ο Γλαύκος καθιέρωσε πρώτος τα Ίσθμια προς τιμήν του Μελικέρτη. (Άλλος τύπος της Ινώς-Λευκοθέας ήταν επίσης η θεά Αλία-Λευκοθέα της Ρόδου.) Κατά τον ίδιο τρόπο ο Τέννης της Τενέδου ταυτί­στηκε με τον Παλαίμονα, και η αδελφή του η Λευκοθέα ή Ημιθέα με τη Λευκοθέα — αλλά στον τενέδιο μύθο ο πατέρας τους παρασύρθηκε από τις συκοφαντίες της μητριάς τους και «ένέβαλε τούς αδελφούς εις λάρνακα καί άφηκε φέρεσθαι εν τη Θαλάσση» (Σχολιαστής Λυκόφρονος, 232).

Στην ίδια κατηγορία ανήκει ίσως και ο μύθος για τους Τυρρηνούς, που η οργή του Διονύσου τούς έκανε να πέσουν μαινό­μενοι στη θάλασσα και να μεταμορφωθούν σε δελφίνια. Τον σύνδεσμο με τους υπόλοιπους μύθους μαρτυρούν δύο άλλες εκδοχές: ότι ο Γλαύκος στη Νάξο τιμωρήθηκε από τον Διόνυσο «ένδεθείς δι' άμπελίνου δεσμού», αλλά έπειτα αφέθηκε ελεύθερος γιατί ο θεός τον συχώρεσε, καθώς και το ότι ο Γλαύκος κυβερνούσε την Αργώ όταν ο Ιάσονας πολεμούσε με τους Τυρρηνούς (Αθηναίου Δειπνοσοφισταί, 7).
Ο αρχικός μύθος για τη μεταμόρφωση των Τυρρηνών σε δελφίνια πρέπει, κατά τον Ν.Γ.Π., να έχει αλλοιωθεί από τις πολλές ποιητικές διασκευές του, «διότι ή μεταμόρφωσις εις τό φιλάνθρωπον καί θαυμάσιον ένάλιον θηρίον έχει χαρακτήρα αμοιβής μάλλον ή τιμωρίας». Ο μύθος ανήκει στον κύκλο τον διηγήσεων για τους ανθρώπους που έπεσαν στη θάλασσα αλλά σώθηκαν από δελφίνια, γι' αυτό απεικονίζονται συνήθως πάνω στη ράχη ενός δελφινιού: ας σημειωθεί ότι και ο ήρωας Παλαίμων παρουσιάζεται καβάλα σε δελφίνι, και σε καλλιτεχνικά μνημεία και σε νόμισμα της Κορίνθου. Σε παραλλαγή τού μύ­θου τού Παλαίμονα, ο Διόνυσος τον έσωσε μαζί με τη μητέρα του, και αυτός τούς έδωσε τα ονόματα Λευκοθέα και Παλαίμων.

Έτσι, και ο μύθος των Τυρρηνών είναι, εντέλει, παραλλαγή (του μύθου του Παλαίμονα.
Άλμα στη θάλασσα και αποθέωση αναφέρουν και οι Κρητικοί και οι αιγινητικοί μύθοι για τη Βριτόμαρτη (Παυσανίας, ' 30.3). Σημαντική μοιάζει μια λεπτομέρεια από τον Καλλίμαχο (Αίτια, 3.200-203): στις γιορτές που τελούσαν προς τιμήν της, τα στεφάνια ήταν πλεγμένα από πεύκο ή σκίνο, και Ποτέ από μυρτιά —κάτι που γεννά το ερώτημα αν κάποιο από / φυτά αυτά έπαιξε στον μύθο ρόλο ανάλογο με την περίφημη πόα του Γλαύκου. Το άλμα επίσης μοιάζει να είναι χαρακτηριστικό της μετάβασης από τον κόσμο των θνητών στον κόσμο των ηρώων, όπως φαίνεται από τους μύθους για τον Σάρωνα και τον Αιγέα


Στην παράδοση αυτή, η καρδιά του στοιχειού είναι κάτι ανάλογο με την πόα του Γλαύκου· πρόκειται, κατά τον Ν.Γ.Π., για απόρροια «της παλαιότατης καί παγκοίνου δοξασίας, καθ' ην αί ιδιότητες τας οποίας είχε πάν σώμα προτού μεταβληθη εις τροφήν, μεταδίδονται εις τον γευόμενον, διότι φαντάζονται ότι διά της γεύσεως απορροφάται καί ή ενοικούσα έως τότε  εις τό έσθιόμενον ψυχή αυτού». Στη δοξασία αυτή αναφέρεται και η παροιμία «Όφις αν μή φάγη οφιν, δρά­κων ού γενήσεται», που καταγράφεται από τον Μιχαήλ Αποστόλη τον 15ο αιώνα· δεν είναι όμως αρχαία, αλλά παράφραση της δημώδους. Η παροιμία σχετίζεται ωστόσο με την παμπάλαιη δοξασία για τον βασιλίσκο, που έλεγαν πως γεννιέται από το  φίδι που θα επικρατήσει στο αλληλοφάγωμα πολλών πεινασμένων φιδιών. Παραλλαγές της παροιμίας αυτής μνημονεύουν θεριό αντί για δράκοντα — «Όποιος δε φάει θεριό, δε θεριεύει» — και άλλες λιοντάρι ή στοιχειό — «Αν δε φας από στοιχειό, δε στοιχειώνεις» ή «Αν δε φας από στοιχειό, ποτέ δε μεγαλώνεις». Ας προστεθεί ότι η δοξασία αυτή πέρασε και στις προλήψεις και στα παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια: εκεί, όποιος φάει γλώσσα προβάτου γίνεται φλύαρος, όποιος φάει μυαλό πετεινού γίνεται πετεινόμυαλος, ένας σκύλος «ήτανε σα θεριό μεγάλος, γιατί ήφαε εκείνο το θεριό και θέριεψε», και τα όρνια που τρώνε τις σάρκες του αντρειωμέ­νου βγάζουνε «πήχη το φτερό και πιθαμή το νύχι»…

Συνεχίζεται…