Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Νεβρώδ γίγας κυνηγός ...




Η ‘Ελικα  ή Ελιξ ή Κισσός υπάρχει κι ακόμα μία λέξη που δηλώνει πολύ συχνά τον νέο κλάδο ή το βλαστάρι με την έννοια του νέου γόνου σε πάμπολα αρχαία κείμενα. Αυτή είναι η έννοια και του‘Ερνου που ερμηνεύεται ως βλαστάρι, βλαστός, εκβλάστημα, ξεμασκαλίδι, παιδί, απόγονος, γέννημα, γέννα, γόνος.

Μπορώ κάλλιστα ν’ αναφέρω και τον χρυσό κλώνο ή έρνο που περιγράφετε στην Αινειάδα του Βιργιλίου Βιβλίον έκτον (Παρότι η κτίση της Ρώμης από τον Αινεία ή από άμεσο απόγονό του δεν συμφωνεί ούτε χρονολογικά ώστε να υπάρχει στοιχειώδης αληθοφάνεια, ο μύθος έδωσε την αφορμή για να γράψει ο Βιργίλιος το σημαντικότερο έπος που γράφτηκε ποτέ στη λατινική γλώσσα, την «Αινειάδα», κατά μίμηση της ομηρικής Ιλιάδας, η οποία διηγείται με περισσότερες λεπτομέρειες τις περιπέτειες του Αινεία )

..Λήθει πυκνοκόμω επί δέντρω χρύσεον έρνος…

Παρακάτω δίδω την μετάφραση εκ του λατινικού κειμένου. Ο Αινείας κατεβαίνει στον Άδη μετά από την επαφή του με την Σίβυλλα που τον προτρέπει να θάψει πρώτα τον άταφον φίλο του και κατόπιν μετα απο θυσία να αποδρέψει τον χρυσόν κλώνον και να τον προσφέρει στην Περσεφόνη. Μετά την ταφή του Μισηνού εμφανίζονται δύο περιστερές που οδηγούν, τον Αινεία, μέσω της βραδείας πτήσεώς τους στο δάσος όπου ανεβρίσκει και αποσπά τον χρυσόν κλάδον. Πετώντας πάνω από την 'Αορνον λίμνη της Αβερνης- ‘Αβερνου (άορνος (αρχικά α ϝ ορνος) 

Εις πυκνής (φυλλωσιάς) δένδρον κρύπτεται κλώνος χρυσούς και κατά τά φύλλα και κατά τό λυγηρόν στέλεχος, αφιερωμένος εις τήν καταχθόνιον "Ηραν τούτον καλύπτει όλον τό άλσος και αί σκιαί (τόν) κλείνουν εις τάς σκοτεινάς κοιλάδας.
Άλλά δέν δίδεται (ή άδεια) νά εισέλθει (κα­νείς) Από τα βάθη ( τά μυστικά τής γής), πριν ή άποδρέψη τις άπό τό δένδρον τόν χρυσόκομον κλάδον.
Τούτο ώρισεν ή ωραία Περσεφόνη νά προσ­φέρεται εις αυτήν ώς δώρόν της. 'Αφού άποσπασθή ό πρώτος (κλώνος), δέν παραλείπει (νά βλάστηση) δεύτερος χρυσούς, και ό κλάδος νά φυλλοφορή εκ του ομοίου μετάλ­λου.
Λοιπόν, ανίχνευε διά των οφθαλμών (σου) υψηλά και αφού (τόν) άνευρης, κόψε (αυτόν) διά τής χειρός διότι, κατά το έθιμον θα άκολουθήση ό ίδιος (ό κλάδος) εκουσίως και ευ­κόλως (τήν χείρα σου), εάν τα πεπρωμένα σε καλούν (εις τόν 'Αδην)· άλλως ούτε μέ όλας σου τάς δυνάμεις θά δυνηθής νά (τόν) νικήσης ούτε διά του σκληρού σιδήρου να τον απόσπασης…..
…..…
Μόλις είχεν είπει αυτά, οπότε πετώσαι αιφνι­δίως εις τον ουρανόν δύο περιστεραί ήλθον κάτω άπό τούς οφθαλμούς του ανδρός, και κάθισαν είς τό χλοερόν έδαφος. Τότε ό μέγιστος ήρως ανεγνώρισε τά μητρικά (του) πτηνά και ικετεύει μέ χαράν :
«Ή, εάν ύπάρχη κάπου οδός, ας είσθε οδη­γοί (μου) και την πορείαν κατευθύνατε διά των αύρων πρός τά δάση, όπου ό πλούσιος ( : τιμαλφής) κλάδος σκιάζει τό παχύ χώ­μα.
Και σύ, ώ θεία μήτερ, μή άποστής (άπ'  έμού)-είς τήν αβεβαιότητα (μου)». "Ετοι αφού είπεν έπέσχε τά βήματα ( = έσταμάτησε) παρατηρών ποία σημεία φέρουν, πού τείνουν νά κατευθυνθούν.
Έκείναι βόσκουσαι έπροχώρουν μέ πτήσιν τόσον μόνον, όσον θά ήδύναντο νά (τάς) παρατηρούν διά τής όξύτητός (των) οί οφ­θαλμοί των άκολουθούντων (Αίνειου κ.λπ.).
Άπ' έδώ, όταν ήλθον παρά τό στενόν του βα­ρέως δύσοσμου 'Αόρνου, ανυψώνονται ταχέ­ως και αφού ώλίσθησαν διά μέσου του καθα­ρού άέρος, κάθηνται επάνω είς τό δίδυμον δένδρον, τήν ποθητήν (διά τόν Αινείαν) θέσιν, άπό όπου άνέλαμψε διά μέσου των κλάδων ή δίχρωμος στίλβη του χρυσού.
"Οπως συνήθως ζει εις τα δάση κατά το χειμερινόν ψύχος ό Ιξός με νέον φύλλωμα, τό
όποιον δεν άναβλαστάνει τό δένδρον του,και μέ κροκόχρουν καρπόν περιβάλλει τούς
στρογγυλούς κορμούς, τοιαύτη ήτο ή όψις του χρυσού του φέροντος φύλλα έπί τής σκιερας πρίνου, έτσι έκροτάλιζον τά πέταλα του χρυσού ένεκα του ελαφρού ανέμου.
Αμέσως ο Αινείας αρπάζει και απλήστως αποσπά τον αργοκίνητον (κλάδον) και υπο την στέγην της μάντιδος Σιβύλλης φέρει…
  Βέβαια το κόψιμο του χρυσού κλώνου/κλαδιού/έρνου και η μορφή που έχει η λατρεία του, την αποκοπή του, κατόπιν θυσίας, από το ιερό δέντρο και η προσφορά του στην Περσεφόνη,  αποτελούν ένα αξιοσημείωτο κείμενο πάνω στο οποίο ο Sir James George Frazer βασίστηκε για να συγγράψει το γνωστό του έργο τον «Χρυσό κλώνο».

Σε διάφορες άλλες εκδοχές μιλάμε για το κόψιμο των χρυσών μήλων των Εσπερίδων, για το κόψιμο του απαγορευμένου καρπού από την Εύα στον παράδεισο και μια σειρά άλλων κατάλληλα διαμορφωμένων κειμένων ανάλογα με τις παραλλαγές που έχουν διασωθεί κατά καιρούς από διάφορους συγγραφείς.

Μερικοί ενδεικτικοί λεξάριθμοι περί έρνου …

ΕΡΝΟΣ = 425 = ΓΟΝΑΤΑ (ο κόμπος του κλαδιού, ο ρόζος ) αλλά και το γόνατο, γόννα, γόνυ και γόνος, γένος καταγωγή, γέννημα, τέκνο, απόγονος, μικρός βλαστός κλπ – Ο εν γόνασιν  θεωρείτε ο αστερισμός του Ηρακλής  που σε απεικονίσεις φέρει και τα χρυσά μήλα των εσπερίδων  – ενώ στην Φοινίκη ταυτίζεται με τον θαλάσσιο Θεό Μελκάρθ και με την ελληνορωμαική ταύτιση του με τον ομοηχο Μελικέρτη-Παλαίμονα.
  
Eratosthenes et Eratosthenica Philol., Catasterismi Chapter 1, section 4, line 1
Το ν γόνασιν.

 Οτος, φασίν, ρακλς στιν π το φεως βε-
βηκώς· ναργς δ στηκε τό τε όπαλον νατετακς
κα τν λεοντν περιειλημένος· λέγεται δέ, τε
π τ χρύσεα μλα πορεύθη, τν φιν τν τεταγμέ-
νον φύλακα νελεν· ν δ π ρας δι' ατ τοτο
τεταγμένος πως νταγωνίσηται τ ρακλε· θεν
πιτελεσθέντος το ργου μετ <μεγίστου> κινδύνου
ξιον Ζες κρίνας τν θλον μνήμης ν τος στροις
θηκε τ εδωλον· στι δ μν φις μετέωρον χων
τν κεφαλήν, δ' πιβεβηκς ατ καθεικς τ ν
γόνυ, τ δ' τέρ ποδ π τν κεφαλν πιβαίνων,  
τν δ δεξιν χερα κτείνων, ν τ όπαλον, ς
παίσων, τ δ' εωνύμ χειρ τν λεοντν περιβεβλημένος.

= ΔΙΑΚΟΝΟΣ – υπηρέτης, θεράπων, άγγελος, αγγελιοφόρος, υπηρέτης της εκκλησίας κλπ

 = ΔΙΚΤΑΙΟΙ = ΕΖΗΣΕΣ = ΘΝΗΤΗΝ =

= ΘΥΙΑΔΑ – Θυία εορτή του Διονύσου στην Ηλεία, Θυιάς η μαινάδα, η αγριογυναίκα, η δαιμονισμένη, ή ακόμα ακόμα και η ερωτομανής…

 = ΙΕΡΟΠΟΙΟΙ – εκλεγμένοι επιστάτες που φροντίζουν την ποιότητα των θυμάτων και τις ιερές τελετές…

 = ΙΕΡΑΠΟΛΙΝ – Ιεραπολέω είμαι πρωθιερέας, ο πρώτος τον ιερέων,  η ιερά Πόλην (αρχαία ελληνική πόλη της Φρυγίας )

= ΙΣΙΔΑΣ – Ισιδα η Αιγυπτιακή θέα περί ταυτίσεων της με ελληνικές θέες δες παλαιότερα κείμενα.

= ΜΕΡΟΠΙΟΝ (μέροπες οι άνθρωποι έχοντες έναρθρο λόγο και λογική)

= ΝΑΡΔΟΣ (φυτόν πολυετές αρωματικόν Nardus Linnaei – λάδι νάρδου (το άρωμά του χρησιμοποιείτε για την Παρασκευή του Αγίου Μύρου )

Η εύρεση του χρυσού κλάδου, στην περίπτωση του Αινεία μέσω δύο περιστερών αντιστοιχεί στην εύρεση από το Δία του σημείου όπου ιδρύθηκε το μαντείο των Δελφών, ή η ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης από τις Πελείες, (δες παλαιότερα κείμενα)..

Στο συγκεκριμένο κείμενο της Αινειάδας ο χρυσός κλώνος δεν είναι κισσός αλλά ιξός και πάλι έναν φυτό ξενιστής.  Με την λατινική ονομάσία VISCUS όπως και η ελληνική λέξη  Ιξός αναφέρονται στο γλοιώδη υφή των καρπών του. Αυτές οι λέξεις συνδέονται με τις λέξεις vis και ισχύς, που σημαίνουν δύναμη.
Το γκι της ιερής βελανιδιάς ήταν ιδιαίτερα ιερό για τους αρχαίους Κέλτες Δρυίδες. Την έκτη νύχτα του φεγγαριού, λευκοντυμένοι Δρυίδες ιερείς έπρεπε να κόψουν το γκι από την ιερή βελανιδιά με χρυσά δρεπάνια. Δύο λευκοί ταύροι έπρεπε να θυσιαστούν εν μέσω προσευχών που έλεγαν οι λαμβάνοντες το γκι.
Αργότερα, το τελετουργικό, της κοπής των γκι από την βελανδιά έφτασε να συμβολίζει την αποδυνάμωση του γέρου βασιλιά από τους διαδόχους του.. Συλλεγόταν κατά το θερινό αλλά και κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, και το έθιμο του στολισμού των σπιτιών τα Χριστούγεννα επιβίωσε από τους Δρυίδες και άλλες προχριστιανικές παραδόσεις.

Όλα τα παραπάνω καθαρά πληροφοριακά για να μπορέσουμε να περάσουμε και από την ανατολική πλευρά και τις ιστορίες που διασώζονται για τον κλάδο κλώνο του Χους… 

Είδαμε ότι ο Διόνυσος είναι κατά κύριο λόγο ο κρατών το ποτήρι/κύπελο  ή Δίνο,  (δείτε σχετικά παλαιότερα κείμενα), λατρεύεται ως Κίσσιος ή Κισσεύς αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και τον γιο του Ποτηριού ή  του όρου και της γής του Χους.
 Ενώ ο Απόλλων ονομάζετε κι εκείνος Χουσαίος ή Χουσεύς
Όμως Χους ή  Κους ή Cush  ( στα εβραικά כּוּשׁ Kus) ήταν, σύμφωνα με τη Βίβλο, ο μεγαλύτερος γιος του  Χαμ, ο αδελφός του Mizraim, Χαναάν και ο πατέρας των Βιβλικών χαρακτήρων του  Nimrod, και Raamah. 


 Ο Jones μάλλον απρόθυμα παραδέχεται ότι Χαμ ήταν ο παππούς του πρώτου αυτοκράτορα του κόσμου Νimrod, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί και δηλώνει ότι, «χωρίς καμία αμφιβολία ο [Χαμ] ήταν ο μοναδικός εισηγητής της λατρείας του ήλιου, και βροντή," ακόμη και ενώ το χέρι του Θεού θα τον φέρει με ασφάλεια στην κιβωτό από ξύλο, το προζύμι της φρικτή ειδωλολατρία του δούλευε στο στήθος του. "

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.]
Page 756, line 20

  Εσ δ υο το Χμ οδε· Χος, ξ ο Χουσαοι, ο νν Αθίοπες…

Ο Χούς είναι ένας γιος του Χαμ, και ο πατέρας του Nimrod του μεγάλου κυνηγού.
H  Γη του Χους ή του όρους Χους στην Παλαιά Διαθήκη δηλώνει το νότιο όριο της Αιγύπτου την Αιθιοπία ή Cush με την οποία συνδέεται…Ενώ Αιθιοπία ή Χους ονομάζεται γενικότερα από τους Έλληνες η Ασία αλλά και η γνωστή σε μας ως Νουβία και την Αβησσυνία.
 Στις αρχαίες αιγυπτιακές επιγραφές η Αιθιοπία ονομάζεται Kesh.
Όμως οι Χουσαίοι ονομάζονται και Κισσίτες ή Κουσίτες, ή Κασσίτες…ή Κασσαίοι ή Κοσσαίοι ήταν αρχικά ένας νομαδικός λαός. Ενώ η αρχική πατρίδα των Kassites είναι ασαφής, αλλά φαίνεται να θεωρούν ότι βρίσκεται στο βουνό του Ζάγρου που φέρει το όνομα του πρώτου Διονύσου / Ζαγρέα…
Aeschylus Trag., Fragmenta
Tetralogy 10, play B, fragment 86, line 4
      
  ’ κισσες πόλλων, βακχ<ε>ι{ος}όμαντις .

κισς-εύς, , the ivy-crowned, κ. πόλλων, βακχεύς, μάντις A. Fr.341.
 Κισσήεις οι στεφανωμένοι με κισσό
Κισσηρεφής ο σκεπασμένος με κισσό
Κισσοδέτας – στεφανωμένος με κισσό, επίθετο του Βάκχου, Διονύσου
Κισσοχίτων ντυμένος με κισσό, επίθετο του Βάκχου, Διονύσου
Κισσών ο τόπος ο κατάφυτος από κισσούς/κιττούς
Κισσός ή κιττός ή ιψός, ή καγχαμος, ή κισσαρος, ή κλύμενον ή ΧΕΝ-ΟΣΙΡΙΣ (ο)

Ενώ ο Κισσός (Χέδερα η έλιξ -Hedera helix), ονομάζεται και ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ, γιατί είναι αφιερωμένο στον Διόνυσο… βλέπε παλαιότερο κείμενο (Χαρ' να κισσε Διόνυσε )


Μετά την μικρή σύνδεση με τα προηγούμενα κείμενα περνάω στον Νεμρώδ –Nimrod  και σε μεγαλύτερη ανάλυση των στοιχείων που έχουμε στην διάθεση μας από τα αρχαία κείμενα…


Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In Genesim (homiliae 1-67)
Vol 53, pg 272, ln 22

                                                            Ετα
ντεθεν διηγουμένη θεία Γραφ τος κ τν παίδων
τεχθέντας, φησί· Χμ δ γέννησε τν Χούς· κα πάλιν·
Χο
ς δ γέννησε τν Νεβρώδ.

Hippolytus Scr. Eccl., Chronicon
Section 54, line 2

   Νεβρδ δ γίγας, υἱὸς
Χος το Αθίοπος, οτος ες τν βρσιν ατος
κυνηγν χωρήγει θηρία φαγεν.

Hippolytus Scr. Eccl., Chronicon
Section 105, line 1

         (12)
κα Νεβρδ γίγας Αθιοψ.

Hippolytus Scr. Eccl., Chronicon
Section 109, line 1

   [
γέγραπται γάρ· κα Χος γέννησε
τν Νεβρδ τν Αθίοπα γίγαντα κυνηγόνς
Νεβρδ γίγας κυνηγός.

Georgius Monachus Chronogr., Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)
Volume 110, page 53, line 14

     
Περ το Νεβρώδ.

 Μετ δ τατα γέγονέ τις γίγας, τονομα
Νεβρδ, υἱὸς Χος το Αθίοπος, κ φυλς Χάμ·
ς κτίσας τν Βαβυλνα πόλιν κα πρτος κατα-
δείξας
κυνηγίαν κα μαγείαν, Περσν πρώτευσε,
διδάξας
ατος στρονομίαν κα στρολογίαν, τ
ο
ρανί κινήσει τ περ τος τικτομένους πάντα
δ
θεν σημαίνοντα.

Joannes Malalas Chronogr., Chronographia (eclogae e cod. Paris. gr. 1336)
Page 233, line 32

Γίνονται ον π δμ ως τς πυργοποιΐας τη <͵βϡκβ>· κα
λοιπν ο τν πύργον οκοδομοντες σαν θνη <ο>, ο κα ες γλώς-
σας διεμερίσθησαν π προσώπου πάσης τς γς· δ Χος
Αθίοψ κ τς φυλς το Σμ γέννησε τν Νεβρδ τν  
γίγαντα
, τν τν Βαβυλνα κτίσαντα, ν λέγουσιν ο Πέρσαι,
ποθεωθέντα κα γενόμενον ν τος στροις το ορανο.

Συνεχίζεται…

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

'Ερνος : φυτόν, κλάδος το εκ της έρας γινόμενον



Στις παραστάσεις των υπαίθριων ιερών, των τεμένων, υπάρχει πάντοτε τουλάχιστον ένα δέντρο, στο οποίο υποτίθεται ότι θα κατήρχετο η θεότης όταν θα απεφάσιζε να παραστεί εις την τελετή ιλασκόμενη τοις λατρεύουσι, για ν’  ακούσει τα αιτήματά των.

Το ιερό δέντρο μετά του βωμού ήταν το απαραίτητο στοιχείο εκάστου υπαίθριου ιερού, στο οποίο λατρεύονταν οι παραγωγικές δυνάμεις της Γής και της Φύσεως. Προ του δέντρου και του βωμού γίνονταν ιερουργίαι και οργιαστικοί χοροί. Σπανίως το ιερόν δέντρο φυλάγουν μυθικά ζώα. Σε γνωστό χρυσό δακτυλίδι εκ Μυκηνών, τον γνωστό και ως δακτύλιον με κίονα fleur de lys, έχουμε πράγματι ιερόν δέντρο ως κεντρικόν στοιχείον κι όχι κίονα. Εκατέρωθεν αυτού εικονίζεται ανά μία κατακείμενη σφίγξ. Η χρήση δέντρων θωρούμενων ως ιερών στην λατρεία είναι βεβαία.
Το πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζουν, είναι αν όντως κατά την λατρεία οι προσκυνητές, ιδίως οι χορευτές φθάνουν τους κλάδους του ιερού εκείνου δέντρου και προσπαθούν να τους σύρουν προς τα κάτω και να τους χαμηλώσουν, ή και αν κάποτε προσπαθούν να εκριζώσουν αυτό τούτο το δέντρο. Δακτυλίδια με ανάλογες παραστάσεις βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο Αθηνών και στο Μουσείο του Ηρακλείου.

Οι κλάδοι δέντρων χρησιμοποιούνται  στην λατρεία ή αποτελούν και οι ίδιοι  αντικείμενο λατρείας. Οι κλάδοι αυτοί διακρίνονται ευκόλως από τα εικονιζόμενα ιερά και άλλα δέντρα, διότι μέχρι της ρίζας των καλύπτονται με φύλλα, ενώ τα δέντρα χαρακτηρίζονται από τον υψηλό τους κορμό.
Ένα χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Πύλο,  γνωστό ως δαχτυλίδι του Νέστορος παρουσιάζει αυτό που θα λέγαμε σήμερα ως Δέντρο του Κόσμου, οι κλάδοι του είναι αυτοί που ρίχνουν την σκιά τους στον βασιλιά -λέοντα και ταυτίζονται με τον ιερό κισσό, που ανεβαίνει στους βραχώδεις γκρεμούς. Συνήθως ο κισσός ζεί ως ζιζάνιο ή ως παρασιτικό φυτό πάνω σε άλλα δέντρα όταν γαντζώνεται πάνω στους κορμούς και τα κλαριά –όπως συμβαίνει σε αρκετές ιτιές Είναι ένα πολυετές ξυλώδες αειθαλές αναρριχητικό θαμνώδες φυτό, το οποίο αναπτύσσεται είτε αναρριχόμενο σε στηρίγματα όπως δέντρα, βράχια ή ανθρώπινες κατασκευές, είτε έρποντας στο έδαφος εάν δεν υπάρχει κάποιο στήριγμα. Οι νεαροί βλαστοί του είναι μακριοί και ευλύγιστοι. Στην επιφάνειά τους βγαίνουν μικρές εναέριες ρίζες οι οποίες βοηθούν στη συγκράτηση του φυτού στα στηρίγματα (απτικές ρίζες). Όταν βρεθούν σ’ επαφή με το χώμα, αναπτύσσονται λίγο περισσότερο. Ο κισσός  δε χρησιμοποιεί αυτές τις ρίζες για παρασιτισμό σε άλλα φυτά, αλλά μόνο για στήριξη. 

Κοινός κισσός ή (hedera helix) είναι το περισσότερο διαδεδομένο και γνωστό είδος κισσού. Ανήκει στο γένος hedera της οικογένειας των αραλιιδών.  Τη μεγαλύτερη εξάπλωση την έχει ο h. helix, όπου hedera=κισσός στα λατινικά και helix (ελληνική λέξη) η έλικα. Είναι αυτοφυής της χώρας μας καθώς και της υπόλοιπης νότιας, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και ενός μέρους της δυτικής Ασίας. Φύεται κυρίως σε δάση, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε ποικίλα περιβάλλοντα
Όμως εκτός από την Ελικα  ή Ελιξ ή Κισσό υπάρχει κι ακόμα μία λέξη που δηλώνει πολύ συχνά τον νέο κλάδο ή το βλαστάρι με την έννοια του νέου γόνου σε πάμπολα αρχαία κείμενα. 
Αυτή είναι η έννοια του‘Ερνου που ερμηνεύεται ως βλαστάρι, βλαστός, εκβλάστημα, ξεμασκαλίδι, παιδί, απόγονος, γέννημα, γέννα, γόνος.
Ερα = γή,
Θάλλω = είμαι φουντωμένος βλαστάρια, φύλλα, από φύλλα ή άνθη και καρπούς, πρασινίζω, ανθίζω, ανθώ, βλασταίνω, κάνω κάτι να βλαστήσει, ή να πρασινίσει, ακμάζω, ευημερώ, υγιαίνω, ευδοκιμώ, σφύζω από ζωή…

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter epsilon, page 898, line 1

                εθαλς, βλαστός. ρνος γρ κλάδος.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 376, line 50

<ρνος>: Φυτν, κλάδος· τ κ τς ρας γινόμενον. 

Έτσι εκτός από τον Διόνυσο που αποτελεί νέο κλάδο του Διός υπάρχουν και τα αντίστοιχα κείμενα που δηλώνουν και τον νέο έρνο – γιό του Διός τον Απόλλωνα ..

Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., De compositione verborum
Section 16, line 54

   Δήλ δήποτε τοον πόλλωνος παρ βωμ
  φοίνικος νέον ρνος νερχόμενον νόησα.
 
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Odysseam
Volume 1, page 246, line 4
Θάλος δ, ς π φυτο επε. κα στι τοτο
φορμ κα ρχ τς φεξς πρς φοίνικος ρνος συγκρίσεως. πε κα ταυτν ρνος κα θάλος. δέ γε παρ τος στερον θαλλς ν δυσ λάμβδα κα ξυτόνως, δηλο μν κα ατς πν τ θάλλον καθ κα τ θάλος, θέλει δ χειν προσθήκην. δι κατ Αλιον Διονύσιον, προστιθέασιν, λάας λλου τινός. κα θαλλοφόροι δέ τινες σαν ν θήναις. τοιοτοι δ ν τισιν ορτας ο γεραίτατοι.

Όμως έρνοι θεωρούνται όχι μονο τα βλαστήματα αλλα και τα κέρατα.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter epsilon, entry 5968, line 1

<ρνη>· κέρατα. *βλαστήματα Av
<ρνος>· *κλάδος. στέλεχος Avgn. δένδρον εθαλές. *βλάστημα
 Avgn. φυτόν (Ρ 53)
<ρνυγας>· ρνη. βλαστήματα. κλάδοι

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter phi, entry 701, line 1

*<φοίνικος ρνος>· περιφραστικς τν φοίνικα

<φονιξ>· τ δένδρον
   “φοίνικος νέον ρνος”
 κα καρπός. κα πυῤῥὸς τ χρώματι
<φοίνισσα>· εδος μπέλου

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter chi, entry 801, line 1

<χρυσορ(ρ)αγς ρνοςπεῤῥηγμένον πεστραμμένον π το
 δένδρου 

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii Nazianzeni (ordine alphabetico) (e cod. Paris. Coislin. 394)
Alphabetic letter epsilon, lemma 328, line 1

<ρνεϊ>· βλαστήματι
<
ρνος>· βλάστημα

Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia vetera) (= D scholia)
Book of Iliad 17, verse 53, line of scholion 2

<ρνος.> Φυτόν. <Οον δ τρέφει ρνος νήρ.>
Ποσειδν κα θην περ τς ττικς
φιλονείκουν. κα Ποσειδν μν π τς
κροπόλεως τς ττικς κρούσας τ τρι-
αίν κμα θαλάσσης ποίησεν ναδο-
θναι, θην δ λαίαν. κριτς δ α-
τν γενόμενος Κέκροψ, τν τόπων τς
ττικς βασιλες, τ θε προσένειμε
τν χώραν επν, τι θάλασσα μέν στι
πανταχο, τ δ φυτν τς λαίας διον
θηνς. στορία παρ Καλλιμάχ.

Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia vetera et recentiora)
Vita-scholion 391d, line 1

<*ρνος>· κλάδον, φύλλον d φυτόν, κλάδον, τ κ
τ
ς ρας γινόμενον v κλάδον f



Scholia In Oppianum, Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et recentiora)
Hypothesis-book 4, scholion 268, line 3

θηναίης ρνεα· τς θηνς λέγεται τ φυτν,
πειδ φέρεται μθος, ς τι πρτον ν τ τν θη-
νν κροπόλει θηνς προνοί βλάστησεν. ρνος κυ-
ρίως
κλάδος τς γρίας συκς· ρινες γρ γρία
συκ
, καταχρηστικς δ κα πς κλάδος. 

Τα έρνεα της Αθηνάς θεωρούνται τα φυτά της Αθηνάς δηλαδή οι Ελιές όμως γενικότερα ως  κλάδος και κάθε βλάστημα εκ της Μεγάλης Μητέρας Γής θεωρείται ως έρνος. Το παραπάνω κειμενο όμως αναφέρει και διαχωρίζει ότι κυρίως ο κλάδος της άγριας συκής λαμβάνει αυτό το όνομα καθώς η άγρια συκιά φέρει ονομάζετε  ερ(ι)νεός και ο έρνος θεωρείτε το νέο βλάστημα της άγριας συκιάς… και καταχρηστικά το όνομα έρνος του νέου βλασταριού ή του νέου κλάδου ή του νέου κλαδιού αλλά  και κάθε νέου βλαστήματος, γόνου, γέννας λαμβάνει το όνομα ως ΕΡΝΟΣ …

Ενώ ακόμα και «Ες τ γενέσιον τς περαγίας ∆εσποίνης μν Θεοτόκου» αναφέρετε :

 Χαρε, άβδος, τ θεόφυτον ρνος, μόνη πασν παρθένων τεκνοφόρος, ξ σπορίας νθήσασα υέα τν τν πάντων Θεν κα εράρχην.

Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι ο Ευριπίδης αναφέρει : Μέσα από το στόμα του Αγαμέμνωνα :

Λήδας ρνος˙δηλ. μια τρυφερ προσφώνηση =βλαστάρι της Λήδας …

Στον Ορφικό ύμνο του Άδωνη μερικά από τα επίθετα που τον χαρακτηρίζουν είναι το Ερνος Έρωτος = βλαστάρι, βλαστός, παιδί, γέννημα, γόνος έρωτα



Συνεχίζετε ..