Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν «εξαιρετικά σπάνιο» πήλινο αγαλματίδιο του θεού Ερμή – Τα μυστικά που κρύβει

 Το κεφάλι από ένα πήλινο αγαλματίδιο 2.000 ετών που απεικονίζει τον θεό Ερμή της Ρωμαϊκής Εποχής αποκαλύφθηκε στο Κεντ της Αγγλίας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, το σώμα του αγάλματος δεν βρέθηκε παρά τις προσπάθειές τους.

«Ήταν εξαιρετικά σπάνιο να βρούμε το κεφάλι από το αγαλματίδιο του Ερμή, φτιαγμένο από λευκό πηλό», δηλώνει η αρχαιολόγος για την οργάνωση της πολιτιστικής προστασίας National Trust, Nathalie Cohen. «Το κεφάλι, που είναι μόλις 5 εκ., απεικονίζει ξεκάθαρα τον θεό Ερμή, φορώντας τη χαρακτηριστική περικεφαλαία με τα φτερά»

Ο Ερμής είναι ο ρωμαϊκός θεός των χρημάτων, των ταξιδιών, της καπατσοσύνης, και του εμπορίου. Αντίστοιχος με τον Ερμή της ελληνικής μυθολογίας, αγγελιαφόρο των θεών.

Το σημείο της ανακάλυψης

Οι ερευνητές ανακάλυψαν το τεχνούργημα στην περιοχή Smallhythe, έναν αρχαιολογικό τόπο κοντά στον ποταμό Rother, και έδρα ενός σημαντικού ναυπηγείου κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Αγγλία. Η νέα αυτή έρευνα υποδεικνύει ότι, ο χώρος υπήρξε επίσης σημείο ενός ρωμαϊκού οικισμού μεταξύ του 1ου και 3ου αιώνα. «Παρότι επρόκειτο για έναν ταπεινό οικισμό κοντά στο λιμάνι, η περιοχή θα μπορούσε να είναι κομβικής σημασίας για τις εξαγωγές ξυλείας και σιδήρου από τη νοτιοανατολική Αγγλία και την εισαγωγή υλικών από την ηπειρωτική Ευρώπη», εξηγεί η Cohen στην Esther Addley της εφημερίδας Guardian.

Η Coher παρατηρεί ότι, εκτός από τα αγαλματίδια, η ομάδα της ανακάλυψε «πλακίδια με τη σφραγίδα του ρωμαϊκού στόλου, κεραμικά, μεταξύ των οποίων ένα άθικτο αγγείο και ευρήματα από οικήματα, οριοθετήσεις χώρων και λάκκους, όλα τους στοιχεία εντυπωσιακά που μαρτυρούν τη φύση της παραποτάμιας αυτής κοινότητας».

Ενδιαφέρουσα η προέλευση του υλικού τους

Απ’ τον θησαυρό των αντικειμένων, το αγαλματίδιο του Ερμή είναι το πιο ασυνήθιστο. «Γενικά, όταν οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν αγαλματίδια αναπαριστώντας θεότητες, χρησιμοποιούσαν συνήθως μέταλλο, όμως το πρόσφατα ανακαλυφθέν αγαλματίδιο, είναι φτιαγμένο από λευκό πηλό-το υλικό που χρησιμοποιείται για τις πίπες», αναφέρει η Laura Geggel στο Live Science. Το υλικό παραγόταν κυρίως στην αρχαία Γαλατία, ενώ είναι ένα από τα -λιγότερα από δέκα συνολικά-, πήλινα αγαλματίδια που έχουν ανακαλυφθεί στη Ρωμαϊκή Βρετανία.

To γεγονός ότι το αγαλματίδιο απεικονίζει έναν άντρα θεό είναι ασυνήθιστο, καθώς οι περισσότερες θεότητες είναι γένους θηλυκού, όπως η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα.

Αναπαραστάσεις και συμβολισμοί των αγαλμάτων

Στο μικρό αγαλματίδιο αναπαρίσταται ο κεντρικός ρόλος της θρησκείας στην αρχαία ρωμαϊκή ζωή.

«Τα αγαλματίδια του λευκού πηλού χρησιμοποιούνταν κυρίως από ιδιώτες, σε κλειστές θρησκευτικές τελετές σε ναΐσκους των σπιτιών, και περιστασιακά σε ναούς και τάφους, συχνά άρρωστων παιδιών», αναφέρει ο Matthew Fittock, ειδικός στα κεραμικά αγαλματίδια της Ρωμαϊκής Βρετανίας.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ολόκληρη η μορφή του αγάλματος κάποτε απεικόνιζε τον θεό σε όρθια θέση, είτε φορώντας έναν κοντό μανδύα ή γυμνό, κρατώντας κάποιο κηρύκειο περιβεβλημένο από δύο φίδια.

O αναπάντεχος λόγος της θραύσης των αγαλμάτων

Ο λόγος που το αγαλματίδιο είναι σπασμένο, δεν είναι επακριβώς γνωστός, αν και ενδέχεται να μην πρόκειται για ατύχημα. «Υπάρχουν ενδείξεις που μαρτυρούν ότι έσπαγαν σκόπιμα τα κεφάλια από κάποια αγαλματίδια, στο πλαίσιο κάποιου σημαντικού τελετουργικού, ενώ άλλα ανακαλύφθηκαν σε τάφους», εξηγεί ο Fittock.

To κεφάλι του Ερμή, μαζί με άλλα νεό-ανακαλυφθέντα αντικείμενα, διατίθεται σε έκθεση από τις 28 Φεβρουαρίου στο Smallhythe Place.

Πηγή

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Θα μπορούσε η Λερναία Ύδρα να είναι ο Λεβιάθαν;

Εντυπωσιακή ανακάλυψη στο Ισραήλ: Βρέθηκε μικροσκοπικό γλυπτό που συνδέει την ελληνική μυθολογία με την Βίβλο! Θα μπορούσε η Λερναία Ύδρα να είναι ο Λεβιάθαν; Μία εντυπωσιακή ανακάλυψη προέκυψε από ανασκαφές στο Ισραήλ όπου βρέθηκε ένα μικροσκοπικό γλυπτό που θεωρείται καθοριστικό για την εξήγηση ύπαρξης ενός κοινού μοτίβου που εντοπίζεται σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς και σε πολλές μυθολογίες. 

 Από τους αρχαιολόγους θεωρείται ο συνδετικός κρίκος που συνδέει τις θρησκευτικές ιστορίες πολλών λαών. To τεχνούργημα, το οποίο ανακαλύφθηκε το 2022 σε αρχαιολογικό λάκκο της πόλης Χαζόρ του βόρειου Ισραήλ, είναι μία σφραγίδα που βυθιζόταν σε μπογιά και χρησιμοποιούνταν για την τύπωση εικόνας σε πηλό ή κερί σφραγίσματος και έχει μήκος μόλις 3.8 εκατ. 

Ο Christoph Uehlinger, καθηγητής συγκριτικής θρησκειολογίας στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, θεωρεί το αρχαιολογικό εύρημα τον «κρίκο που έλειπε» για τη σύνδεση ενός κοινού μοτίβου της ελληνικής μυθολογίας και της Βίβλου, σε σχετικό του άρθρο στο περιοδικό Near Eastern Archaeology .

https://www.pronews.gr/wp-content/uploads/2024/03/01/Lernaean_Hydra_Louvre_CA7318-1024x824-1.jpeg

 Στο γλυπτό αναπαρίσταται ένας άνδρας με δόρυ να μάχεται με ένα ερπετό με επτά κεφάλια που στέκεται όρθιο. Πίσω από τον ήρωα, απεικονίζεται το μυθικό πλάσμα γρύπας, ένας ουραίος, αρχαίο αιγυπτιακό σύμβολο της εξουσίας του Φαραώ σε μορφή φιδιού, και ένας σκαραβαίος. 

Η παρουσία των μυθικών πλασμάτων τονίζει την υπερβατική φύση της σκηνής, σημειώνει ο Uelhinger. Επίσης, απεικονίζονται δύο καθιστές μαϊμούδες, το αρχαίο Αιγυπτιακό σύμβολο ανκχ, και ένα ακόμη σύμβολο που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί.Πιθανολογείται ότι το έργο δημιουργήθηκε από κάποιον Ισραηλίτη ή Φοίνικα, και χρονολογείται στην Εποχή του Σιδήρου (περ. 840-732 π.Χ.). Το μοτίβο του ήρωα που παλεύει με ένα επτακέφαλο ερπετό χρονολογείται ακόμη πιο παλιά, στην τρίτη χιλιετία π.Χ. στην Μεσοποταμία. 

Γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., ταξίδεψε στην βόρεια ακτή της Συρίας, και ύστερα στην Εβραϊκή Βίβλο, όπου ο Γιαχβέ πολεμά έναν Λεβιάθαν. Εμφανίζεται και στη χριστιανική Βίβλο, όπου ένα ερπετοειδές τέρας παλεύει με έναν άγγελο στο Βιβλίο της Αποκάλυψης. Το μοτίβο απεικονίζεται και σε ένα ελληνικό αγγείο, χρονολογούμενο περί το 540 π.Χ., όπου ο Ηρακλής και ο Ιόλαος παλεύουν με τη Λερναία Ύδρα.

 https://www.pronews.gr/wp-content/uploads/2024/03/01/Lernaean_Hydra_Louvre_CA7318-1024x824-1.jpeg 

 To ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών προσελκύει η επανάληψη του μοτίβου σε τόσο μακρινές περιοχές και ανά τον χρόνο. Η σφραγίδα της Χαζόρ «προσφέρει χειροπιαστή τη σύνδεση της Φοινίκης με το Ισραήλ», δήλωσε ο Uehlinger στο δίκτυο McClatchy News. «Οι Φοίνικες ακαδημαϊκοί και μελετητές, πιθανώς να διατήρησαν και να μετέδωσαν την παράδοση που κληρονόμησαν από την αρχαία πόλη-κράτος της Συρίας Ουγκαρίτ, από την ύστερη εποχή του Χαλκού». Ο Ουέλινγκερ χαρακτηρίζει το εύρημα «εντυπωσιακό», και εξηγεί ότι «καταλαμβάνει μία ξεχωριστή θέση στην γενικά άγνωστη ιστορία της μετάδοσης των μύθων». Επαφίεται στους μελλοντικούς ερευνητές να ανακαλύψουν πως ακριβώς η απεικόνιση ταξίδεψε προς τα δυτικά και συνδέθηκε με τον χαρακτήρα του Ηρακλή.

 https://www.pronews.gr/istoria/entyposiaki-anakalypsi-vrethike-mikroskopiko-glypto-pou-syndeei-tin-elliniki-mythologia-me-tin-vivlo

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

εἰμὶ δ' ἐγὼ μέσση τε θεῶν, εἰποῦσα, μέσση τε ἀνθρώπων

 Η σύνδεση των Σιβυλλων και των Βάκχων (Βάκχιδων) και δύο ονόματα Βάκις και Σίβυλλα συναντώνται σπάνια στα κείμενα και είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, καθώς και στις δυο περιπτώσεως είναι γυναίκες που εν μέσω έκστασης προφητεύουν τα μελλούμενα. Ο κατάλογος των μάντεων κλίνει με μια ιστορική φιγούρα που ερμήνευε σωστά τους χρησμούς.

Callimachus Philol., Iambi
Fragment 195, line 31

 …ἐγὼ Βάκις τοι καὶ Σίβυλλα [καὶ] δάφνη

καὶ φηγός. ἀλλὰ συμβαλεῦ̣

τᾤνιγμα, καὶ μὴ Πιτθέως ἔχε χρείην·

....]τι καὶ κωφεῖ λόγος.

 

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata 

Book 1, chapter 21, section 108, subsection 1, line 1

  Καὶ οὔτι γε μόνος οὗτος, ἀλλὰ καὶ Σίβυλλα Ὀρφέως παλαιο-

τέρα· λέγονται γὰρ καὶ περὶ τῆς ἐπωνυμίας αὐτῆς καὶ περὶ τῶν

χρησμῶν τῶν καταπεφημισμένων ἐκείνης εἶναι λόγοι πλείους, Φρυ-

γίαν τε οὖσαν κεκλῆσθαι Ἄρτεμιν καὶ ταύτην παραγενομένην εἰς

Δελφοὺς ᾆσαι·

   ὦ Δελφοί, θεράποντες ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος,

   ἦλθον ἐγὼ χρήσουσα Διὸς νόον αἰγιόχοιο,

   αὐτοκασιγνήτῳ κεχολωμένη Ἀπόλλωνι.

ἔστι δὲ καὶ ἄλλη Ἐρυθραία Ἡροφίλη καλουμένη· μέμνηται τούτων

Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἐν τῷ Περὶ χρηστηρίων...

Στο παραπάνω κείμενο ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο έργο του Στρωματείς αναφέρει :

"Και όχι μόνον αυτούς αλλά και η Σίβυλλα είναι αρχαιότερη από τον
Ορφέα. Λέγεται ότι οι περισσότεροι λόγοι εκείνης

είναι με αυτήν την ονομασίαν και με αυτούς τους χρησμούς διατυπωμένοι.Λένε ότι ήταν από τη Φρυγία, ονομάστηκε Άρτεμις και όταν παρευρισκόταν εις τους Δελφούς έψαλλε:"ω Δελφοί, υπηρέτες τον τοξοβόλου Απόλλωνος, ήλθα εγώ δια να χρησιμοποιήσω τον ναόν τον Διός που ρίχνει κεραυνούς, εξοργισμένη με τον ίδιο τον αδελφόν μου Απόλλωνα.

Υπάρχει και άλλη μία που λέγεται Ερυθραία Ηροφίλη, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θυμάται αυτές σε κάποιο χωρίο του τον σχετικό με τις μαντείες- στο "Περί Χρηστηρίων"

Proclus Phil., In Platonis Timaeum commentaria 
Volume 3, page 282, line 2

                                    τοῦτο μὲν οὖν καὶ ἀπὸ 
τῆς ἱστορίας δῆλον· ⟦εἰ⟧ ἡ γάρ τοι <Σίβυλλα> προελθοῦσα 
εἰς φῶς καὶ τὴν τάξιν ἑαυτῆς καὶ ὡς ἐκ θεῶν ἥκει δεδήλωκεν· 
 <εἰμὶ δ' ἐγὼ μέσση τε θεῶν> εἰποῦσα <μέσση τε ἀνθρώπων>.

Η Σίβυλλα η οποία ήρθε στο Θείο Φως και στην τάξη του εαυτού της απο τους θεούς δήλωνε : εγώ είμαι διάμεσος των θεών και διάμεσος των ανθρώπων. 

Ότι λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων, αυτή που μεταφέρει και μεσολαβεί το θείο Φως της θεότητος - το ένθεον - στους ανθρώπους. 



Heraclitus Phil., Fragmenta
Fragment 92, line 3
 


1. (18).  
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.

Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2. (93).

ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.

Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3. (92).

Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.

Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4. (79).

ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.

Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5. (78).

ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.

Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6. (1).

τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται. 

7. (72).

ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.

Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

8. (19).

Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.

Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

9. (34).

ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.

Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10. (17).

οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.

Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11. (86).

Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.

Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12. (67).

ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.

Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός. 

13. (113).

ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.

Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

14. (116).

ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.

Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15. (2).

διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση. 

16. (115).

ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.

Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του. 

17. (45).

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.

Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει. 

18. (50).

Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.

Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα. 

19. (32).

ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.

Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία. 

20. (33).

νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.

Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21. (114).

ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.

Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει. 

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αυτό το κείμενο αποτελεί την αρχή του έργου του Ηράκλειτου· Ο σκοτεινός φιλόσοφος μιλά εκ μέρους ή εκ στόματος της Σίβυλλας και αναφέρετε στον αιώνιο λόγο, στον Θεό, ή στο θείο  όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται, μέσα από έναν αντίστοιχα "σκοτεινό λόγο" αυτό της Σίβυλλας. Εκείνη ειναι, "που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού για να γνωρίσει - αν και θνητή, με ανθρώπινες -περιορισμένες-  δυνατότητες γίνεται κτήμα του θείου και το μέσο - η διάμεσος -για να γνωρίσουν οι λοιποί άνθρωποι το Θείο. Άνθρωποι που είναι αιώνια ανίκανοι να κατανοήσουν τον Θείο Λόγο. Άνθρωποι ά-πειροι που όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που η ίδια διηγείται,  όποτε διακρίνει το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτει το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν - όλα αυτά λόγοι και πράξεις - κι όλα όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται...

Για μια συμπαντική αρχή για ένα συμπαντικό λόγο κάνει αναφορά η Σίβυλλα μέσα από το στόμα και την γραφή του "σκοτεινού φιλόσοφου": 

...διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν....

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό....

Δεν θ΄αναλύσω εδώ περισσότερο τον λόγο ή το έργο του Ηράκλειτου.. ή της Σύβιλλας όποιος θέλει μπορεί να το ψάξει και να το αναλύσει επιμέρους κατά τις δυνατότητες του και κατά τα θέματα που τον απασχολούν ...


Theophilus Apol., Ad Autolycum
Book 2, section 36, line 1

 Σίβυλλα δέ, ἐν Ἕλλησιν καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν γενομένη

προφῆτις, ἐν ἀρχῇ τῆς προφητείας αὐτῆς ὀνειδίζει τὸ τῶν ἀνθρώπων

γένος, λέγουσα·

  Ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σάρκινοι, οὐδὲν ἐόντες,

  πῶς ταχέως ὑψοῦσθε, βίου τέλος οὐκ ἐσορῶντες,

  οὐ τρέμετ' οὐδὲ φοβεῖσθε θεόν, τὸν ἐπίσκοπον ὑμῶν,

  ὕψιστον γνώστην, πανεπόπτην, μάρτυρα πάντων,  

  παντοτρόφον κτίστην, ὅστις γλυκὺ πνεῦμ' ἐν ἅπασιν

  κάτθετο, χἠγητῆρα βροτῶν πάντων ἐποίησεν;

  εἷς θεός, ὃς μόνος ἄρχει, ὑπερμεγέθης, ἀγένητος,

  παντοκράτωρ, ἀόρατος, ὁρῶν μόνος αὐτὸς ἅπαντα,

  αὐτὸς δ' οὐ βλέπεται θνητῆς ὑπὸ σαρκὸς ἁπάσης.

  τίς γὰρ σὰρξ δύναται τὸν ἐπουράνιον καὶ ἀληθῆ

  ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν θεὸν ἄμβροτον, ὃς πόλον οἰκεῖ;

  ἀλλ' οὐδ' ἀκτίνων κατεναντίον ἡελίοιο

  ἄνθρωποι στῆναι δυνατοί, θνητοὶ γεγαῶτες,

 ἄνδρες ἐν ὀστήεσσι, φλέβες καὶ σάρκες ἐόντες.

  αὐτὸν τὸν μόνον ὄντα σέβεσθ' ἡγήτορα κόσμου,

  ὃς μόνος εἰς αἰῶνα καὶ ἐξ αἰῶνος ἐτύχθη.

  αὐτογενής, ἀγένητος, ἅπαντα κρατῶν διαπαντός,

  πᾶσι βροτοῖσι νέμων τὸ κριτήριον ἐν φαῒ κοινῷ.

  τῆς κακοβουλοσύνης δὲ τὸν ἄξιον ἕξετε μισθόν,

  ὅττι θεὸν προλιπόντες ἀληθινὸν ἀεναόν τε

  δοξάζειν, αὐτῷ τε θύειν ἱερὰς ἑκατόμβας,

  δαίμοσι τὰς θυσίας ἐποιήσατε τοῖσιν ἐν ἅδῃ·

  τύφῳ καὶ μανίῃ δὲ βαδίζετε, καὶ τρίβον ὀρθὴν

  εὐθεῖαν προλιπόντες ἀπήλθετε, καὶ δι' ἀκανθῶν

  καὶ σκολόπων ἐπλανᾶσθε. βροτοὶ παύσασθε μάταιοι

  ῥεμβόμενοι σκοτίῃ καὶ ἀφεγγέϊ νυκτὶ μελαίνῃ,

  καὶ λίπετε σκοτίην νυκτός, φωτὸς δὲ λάβεσθε.

  οὗτος ἰδοὺ πάντεσσι σαφὴς ἀπλάνητος ὑπάρχει.

  ἔλθετε, μὴ σκοτίην δὲ διώκετε καὶ γνόφον αἰεί·

  ἡελίου γλυκυδερκὲς ἰδοὺ φάος ἔξοχα λάμπει.

  γνῶτε δὲ κατθέμενοι σοφίην ἐν στήθεσιν ὑμῶν·

  εἷς θεὸς ἔστι, βροχάς, ἀνέμους, σεισμοὺς ἐπιπέμπων,

  ἀστεροπάς, λιμούς, λοιμοὺς καὶ κήδεα λυγρὰ

  καὶ νιφετούς, κρύσταλλα. τί δὴ καθ' ἓν ἐξαγορεύω;

  οὐρανοῦ ἡγεῖται, γαίης κρατεῖ, αὐτὸς ὑπάρχει.  

καὶ πρὸς τοὺς γενητοὺς λεγομένους ἔφη·

  Εἰ δὲ γενητὸν ὅλως καὶ φθείρεται, οὐ δύνατ' ἀνδρὸς

  ἐκ μηρῶν μήτρας τε θεὸς τετυπωμένος εἶναι.

  ἀλλὰ θεὸς μόνος εἷς πανυπέρτατος, ὃς πεποίηκεν

  οὐρανὸν ἡέλιόν τε καὶ ἀστέρας ἠδὲ σελήνην,

  καρποφόρον γαῖάν τε καὶ ὕδατος οἴδματα πόντου,

  οὔρεα θ' ὑψήεντα καὶ ἀέναα χεύματα πηγῶν·

  τῶν τ' ἐνύδρων πάλι γεννᾷ ἀνήριθμον πολὺ πλῆθος.

  ἕρπετα δὲ γαίης κινούμενα ψυχοτροφεῖται,

  ποικίλα τε πτηνῶν λιγυρόθροα, τραυλίζοντα,

  ξουθά, λιγυπτερόφωνα, ταράσσοντ' ἀέρα ταρσοῖς,

  ἐν δὲ νάπαις ὀρέων ἀγρίαν γένναν θέτο θηρῶν·

  ἡμῖν τε κτήνη ὑπέταξεν πάντα βροτοῖσιν,

  πάντων δ' ἡγητῆρα κατέστησεν θεότευκτον,

  ἀνδρὶ δ' ὑπαίταξεν παμποίκιλα κοὐ καταληπτά.

  τίς γὰρ σὰρξ δύναται θνητῶν γνῶναι τάδ' ἅπαντα;

  ἀλλ' αὐτὸς μόνος οἶδεν ὁ ποιήσας τάδ' ἀπ' ἀρχῆς

  ἄφθαρτος κτίστης αἰώνιος, αἰθέρα ναίων,

  τοῖς ἀγαθοῖς ἀγαθὸν προφέρων πολὺ πλείονα μισθόν,

  τοῖς δὲ κακοῖς ἀδίκοις τε χόλον καὶ θυμὸν ἐγείρων,

  καὶ πόλεμον καὶ λοιμὸν ἴδ' ἄλγεα δακρυόεντα.

  ἄνθρωποι, τί μάτην ὑψούμενοι ἐκριζοῦσθε;

  Αἰσχύνθητε γαλᾶς καὶ κνώδαλα θειοποιοῦντες.

  οὐ μανίη καὶ λύσσα φρενῶν αἴσθησιν ἀφαιρεῖ,

  εἰ λοπάδας κλέπτουσι θεοί, συλοῦσι δὲ χύτρας;

  ἀντὶ δὲ χρυσήεντα πόλον κατὰ πίονα ναίειν

  σητόβρωτα δέδορκε, πυκναῖς δ' ἀράχναις δεδίασται·

  προσκυνέοντες ὄφεις κύνας αἰλούρους, ἀνόητοι,

  καὶ πετεηνὰ σέβεσθε καὶ ἑρπετὰ θηρία γαίης

  καὶ λίθινα ξόανα καὶ ἀγάλματα χειροποίητα,

  καὶ παρ' ὁδοῖσι λίθων συγχώσματα· ταῦτα σέβεσθε

  ἄλλα τε πολλὰ μάταια, ἃ δή κ' αἰσχρὸν ἀγορεύειν,  

  εἰσι θεοὶ μερόπων δόλῳ ἡγητῆρες ἀβούλων

  τῶν δὴ κἀκ στόματος χεῖται θανατηφόρος ἰός.

  ὃς δ' ἔστι ζωή τε καὶ ἄφθιτον ἀέναον φῶς,

  καὶ μέλιτος ⏔ – γλυκερώτερον ἀνδράσι χάρμα

  ἐκπροχέει ⏔ – τῷ δὴ μόνῳ αὐχένα κάμπτειν,



Theophilus Apol., Ad Autolycum 

Book 2, section 38, line 7

Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται, ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ ποιηταὶ
καὶ φιλόσοφοι καὶ αὐτοὶ δεδηλώκασιν περὶ δικαιοσύνης καὶ κρίσεως
καὶ κολάσεως· ἔτι μὴν καὶ περὶ προνοίας, ὅτι φροντίζει ὁ θεὸς οὐ
μόνον περὶ τῶν ζώντων ἡμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τεθνεώτων, καίπερ
ἄκοντες ἔφασαν· ἠλέγχοντο γὰρ ὑπὸ τῆς ἀληθεί

Τα παραπάνω κείμενα είναι του Θεόφιλου στο έργο του "Προς  Αυτόλυκον" απευθυνόμενος στον εθνικό φίλο του Αυτόλυκο,  αναφερόμενος στους προφήτες του Θεού - που τους αποκαλεί πνευματοφόρους πνεύματος Αγίου -μνημονεύει και την Ελληνίδα Σίβυλλα 

«Οι δε του θεού άνθρωποι, πνευματοφόροι πνεύματος αγίου και προφήται γενόμενοι, υπ’ αυτού του θεού εμπνευσθέντες … και ουχ εις ή δύο αλλά πλείονες κατά χρόνους και καιρούς εγενήθησαν παρά Εβραίοις, αλλά και παρά Έλλησιν Σίβυλλα».

Δηλαδή:

«Οι άνθρωποι του Θεού, φέροντας το Άγιο Πνεύμα και αφού έγιναν προφήτες, που εμπνεύστηκαν από αυτόν τον Θεό και αφού έλαβαν σοφία έγιναν θεοδίδακτοι και όσιοι και δίκαιοι…και όχι ένας ή δύο αλλά περισσότεροι κατά τους χρόνους και τους καιρούς γεννήθηκαν στους Εβραίους, αλλά και στους Έλληνες η Σίβυλλα». 

Στο ίδιο έργο, και στο δεύτερο απόσπασμα που παραθέτω,  ο Επίσκοπος Θεόφιλος παραθέτει και μία γνήσια προφητεία της Σίβυλλας η οποία χρονολογείται στην προ Χριστού εποχή.

Η μετάφραση του κειμένου :  

«Η Σίβυλλα στους Έλληνες και στα λοιπά έθνη, αφού κατέστη προφήτισσα, στην αρχή της προφητείας της επιπλήττει το γένος των ανθρώπων λέγοντας: «Άνθρωποι θνητοί και σάρκινοι, που δεν είστε τίποτα, πώς υπερυψώνεστε απερίσκεπτα και δεν βλέπετε το τέλος της ζωής σας, ούτε τρέμετε ούτε φοβάστε τον Θεό, ο οποίος εποπτεύει εσάς, και είναι γνώστης ύψιστος που βλέπει τα πάντα και μαρτυρεί τα πάντα, ο κτίστης που τρέφει τα πάντα, ο οποίος έδωσε το υπέροχο πνεύμα σε όλους και δημιούργησε τον ηγέτη όλων των ανθρώπων;

 Ένας είναι ο Θεός, ο οποίος μόνος του εξουσιάζει, υπέρτατος, αγέννητος, παντοκράτωρ, αόρατος, που μόνον αυτός βλέπει τα πάντα, ενώ ο ίδιος δεν βλέπεται από κανέναν άνθρωπο. Διότι, ποιος άνθρωπος μπορεί να δει τον επουράνιο και αληθινό Θεό με τα μάτια του, τον αθάνατο ο οποίος κατοικεί στον ουράνιο θόλο;» 

 Δύο στίχους της ανωτέρω προφητείας τους για τους στίχους «παντοτρόφον κτίστην, όστις γλυκύ πνεύμα εν άπασιν κατάθετο και ηγητόρα θεών πάντων εποίησεν», οι οποίοι αποδίδονται από τον Λακτάντιο στη Σίβυλλα την Ερυθραία.

Αυτή είναι μία πρόσθετη επιβεβαίωση ότι όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται ανώνυμα σε μία Σίβυλλα εννοούν πάντοτε τη Σίβυλλα την Ερυθραία, την Ελληνίδα προφήτισσα από τις Ερυθρές της Ιωνίας.

Η ανωτέρω προφητεία είναι μείζονος σημασίας, διότι όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας του Trinity College του Δουβλίνου, H. W. Parke, ο Άγιος Θεόφιλος άντλησε την προφητεία από το αυθεντικό αρχαίο κείμενο του 3ου Σιβυλλικού Λόγου (της συλλογής «Σιβυλλιακοί Χρησμοί»), το οποίο κατείχε στην ολοκληρωμένη του πρωτότυπη μορφή. Ενω υποστηρίζει και αυτός ότι η συγκεκριμένη προφητεία χρονολογείται στον 2ο π.Χ. αιώνα.



 Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca 

Codex 166, Bekker page 111a, line 11

          Εἶτα καὶ ὡς ἡ Σίβυλλα τὴν μαντικὴν ἀπὸ Καρμάνου ἀνέλαβε.

Ο Φώτιος δηλώνει ότι Σίβυλλα γνώρισε και ανέλαβε την μαντική τέχνη από τον Καρμάνω(ρα) 

 Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) 

Scholion 1465, line 22

                                         s <Φίκιον τέρας> ἡ
Σφίγξ· καὶ αὕτη γὰρ αἰνιγματωδῶς διελέγετο ὥσπερ καὶ ἡ
σίβυλλα καὶ ἡ Κασάνδρα καὶ αἱ βάκχαι.

Στα σχόλια στον Λυκοφρονα η Σφίγγα, το φίκιον τέρας, όπως αποκαλείτε θέτει αινίγματα και συνομιλεί με τους συνανθρώπους όπως και η Σίβυλλα, η Κασσάνδρα άλλα και οι Βάκχες.. Γυναίκες ολες  με μαντικές ικανότητες που δίνουν παράξενες πολλές φορές ακατάληπτες απαντήσεις (χρησμούς ) σε ερωτήματα, πάντα βρισκόμενες σε θεία έκσταση. 

Περισσότερα περί Σφίγγας εδώ 

 

συνεχίζετε 

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Σίβυλλα Δελφίς, ἣν καὶ Ἄρτεμιν προσηγόρευσαν

Οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες οι οποίες, όπως η Κασσάνδρα ή η Δελφική Πυθία, προφήτευαν σε κατάσταση καταληψίας. Δέκα τοποθεσίες στο χώρο της Μεσογείου είναι γνωστές ως κατοικίες των Σιβυλλών, αν και αρχικά φαίνεται ότι ήταν μόνο μία.

 


Η Σίβυλλα της Κύμης είναι γνωστή από το 6ο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργίλιου, και ο εκστατικός χαρακτήρας της προφητείας της περιγράφεται σαφώς από τον ποιητή:

«To Πλευρόν του Ευβοϊκού βράχου είναι αποκομμένον εις (σχηματισμόν) πελωρίου σπηλαίου, όπου οδηγούν εκατόν ευρείαι οδοί, εκατόν στόμια, και από όπου άλλαι τόσαι φωναί εξορμούν, αι αποκρίσεις της Σιβύλλης.

Είχον φθάσει τώρα το κατώφλιον, οπότε η παρθένος λέγει: «καιρός να ζητήσεις χρησμούς. Ο Θεός, ιδού ο Θεός». Ενώ αύτη έλεγε τοιαύτα προ των θυρών, αιφνιδίως ούτε η όψις ούτε το χρώμα το αυτό, ούτε η κόμη έμεινε καλλωπισμένη, αλλά το στήθος (ήτο) ασθματικόν και η καρδιά εκ της αγρίας λύσσης εξωγκούτο, και εφαίνετο μεγαλυτέρα και δεν ωμίλει ανθρωπίνως, όταν ενθουσιάσθη υπό του πλησιεστέρου ήδη (ελθόντος) πνεύματος του θεού… 

 Αλλ’ η εξαίσια μάντις μη ανεχόμενη πλέον (την περίσφιξην) του Φοίβου βακχεύεται εις το άντρον, μήπως δυνηθή να εκτινάξη από το στήθος (της) τον μέγα θεόν, (αλλά) τόσον περισσότερον εκείνος καταπονεί το λυσσώδες στόμα (της) και (το) διαπλάσσει δια της πιέσεως (πιέζον τούτο) προσπαθών να δαμάσει την άγριαν καρδιάν (της)…

Τοιαύτα αφού είπεν από το άδυτον η Κυμαία Σίβυλλα χρησμωδεί φρικτά αινίγματα και εις το άντρον (αντηχούσα) μουγκρίζει, περιτυλίσσουσα δια των σκοτεινών τα αληθή: εκείνους τους γαλινού δια την μενομένην διατινάσσει ο Απόλλων και υπό το στήθος (της) στρέφει τα κέντρα (του)

Μόλις, κατ΄αρχήν υπεχώρησεν η μανία και ησύχασε το λυσσώδες στόμα, ήρχισεν ο ήρως Αινείας : Ω παρθένε…


Η Σίβυλλα αργότερα, γίνεται ο οδηγός του ήρωα στον κάτω κόσμο. Μια συλλογή από προφητείες, γραμμένες στα αρχαία ελληνικά σε εξαμέτρους και αποδιδόμενες σε διάφορες Σίβυλλες, φυλασσόταν στο ναό του Απόλλωνα στον Παλατινό λόφο της Ρώμης, ώστε να παρέχονται συμβουλές από μια ειδική επιτροπή, με εντολή της Συγκλήτου, σε περιόδους κρίσης. Αυτή η αυθεντική συλλογή καταστράφηκε στη φωτιά του 83 π.Χ.· μια δεύτερη συλλογή, αντλούσα από διάφορες πηγές, καταστράφηκε επίσης στα 405 μ.Χ. Η συλλογή που σώζεται σήμερα με τον τίτλο «Σιβυλλικοί χρησμοί» είναι πλαστή, αν και μερικοί γνήσιοι χρησμοί είναι διάσπαρτοι μέσα σ’ αυτή. Ένα μέρος της είναι ιουδαϊκή προπαγάνδα ενάντια στον παγανισμό και το ξεκίνημα του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού (από το δεύτερο αι. π.Χ. και ύστερα). Αυτά τα κείμενα ξαναγράφτηκαν αργότερα, δέχτηκαν προσθήκες και διευρύνθηκαν, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τη χριστιανική πολεμική εναντίον του παγανισμού και της αυτοκρατορίας.

 Hesychius Illustrius Hist., Fragmenta
Fragment 7, line 916

 <Σίβυλλα> Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν, ἑρμηνευομένη προφῆτις.

 Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus
Book 4, section 47, line 23

  Τὸ σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν ρμηνευομένη

προφῆτις ἤγουν μάντις, ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι αἱ θήλειαι

μάντιδες ὠνομάσθησαν Σίβυλλαι

 Το Σίβυλλα θεωρείτε ρωμαϊκή λέξη που ερμηνεύετε ως προφήτις/σα ή μάντις/σα, και έτσι όλες οι γυναίκες μάντισσες ονομάζονται Σίβυλλες.

Σίβυλλα όμως θ΄ ονομασθεί και η Άρτεμις η αδελφή του Απόλλωνα που

την χαιρετούσαν και την προσφωνούσαν και Σίβυλλα Δελφική, η των

Δελφών. Προέβλεπαν γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν και ιδιαίτερα

τα δυσάρεστα και φοβερά. Όταν έδιναν τις προφητείες τους ήταν σε

κατάσταση έκστασης και οι απλοί άνθρωποι πίστευαν ότι οι

λόγοι τους αποτελούσαν τη φωνή θεών. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι

μάντισσες αυτές έδιναν τις προφητείες τους χωρίς να ερωτηθούν και

χωρίς να έχουν σχέση με κανένα μαντείο. Η Σίβυλλα μπορούσε να

πηγαίνει από τον ένα τόπο στον άλλο, όπου λατρευόταν ως μια θεία

μορφή και αυτό ήταν ένας σοβαρός λόγος για να προκύψουν μαρτυρίες

για πολλές Σίβυλλες.


  Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 354, line 1

<Σίβυλλα Δελφίς,> ἣν καὶ Ἄρτεμιν προσηγόρευσαν.

 Δέκα - οι πιο γνωστές - τον αριθμό Σίβυλλες ονομάζονται και καταγράφονται κατά το Λεξικό του Σουίδα.

 Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 361, line 17

 ὅτι Σίβυλλαι γεγόνασιν ἐν

διαφόροις τόποις καὶ χρόνοις τὸν ἀριθμὸν δέκα.

 πρώτη οὖν ἡ Χαλδαία ἡ καὶ Περσίς, ἡ κυρίῳ ὀνόματι καλουμένη Σαμβήθη.

 δευτέρα ἡ Λίβυσσα.

 τρίτη Δελφίς, ἡ ἐν Δελφοῖς τεχθεῖσα.

 τετάρτη Ἰταλική, ἡ ἐν Κιμμερίᾳ τῆς Ἰταλίας.

πέμπτη Ἐρυθραία, ἡ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ προειρηκυῖα πολέμου.

 ἕκτη Σαμία, ἡ κυρίῳ ὀνόματι καλουμένη Φυτώ· περὶ ἧς ἔγραψεν Ἐρατοσθένης.

 ἑβδόμη ἡ Κυμαία, ἡ καὶ Ἀμαλθία, ἡ καὶ Ἱεροφίλη.

ὀγδόη Ἑλλησποντία, τεχθεῖσα ἐν κώμῃ Μαρμισσῷ, περὶ

τὴν πολίχνην Γεργίτιον, αἳ τῆς ἐνορίας ποτὲ Τρῳάδος ἐτύγχανον, ἐν

καιροῖς Σόλωνος καὶ Κύρου.

ἐνάτη Φρυγία.

 δεκάτη ἡ Τιγουρτία, ὀνόματι Ἀβουναία. φασὶ δὲ ὡς ἡ Κυμαία ἐννέα βιβλία χρησμῶν ἰδίων προσεκόμισε Ταρκυνίῳ Πρίσκῳ τῷ τηνικαῦτα βασιλεύοντι τῶν Ῥωμαίων· καὶ τούτου μὴ προσηκαμένου, ἔκαυσε βιβλία βʹ. ὅτι Σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστίν, ἑρμηνευομένη προφῆτις, ἤγουν μάντις· ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι αἱ θήλειαι μάντιδες ὠνομάσθησαν. Σίβυλλαι τοίνυν, ὡς πολλοὶ ἔγραψαν, γεγόνασιν ἐν διαφόροις τόποις καὶ χρόνοις τὸν ἀριθμὸν ιʹ.

 


<Σιβυλλιᾷ:> ἀντὶ τοῦ χρησμῶν ἐρᾷ καὶ ἐπιθυμεῖ· ἢ ἀπατᾶται

καὶ μαντικῶς ἔχει, χρησμοὺς φαντάζεται· χρησμολόγος γὰρ ἡ Σίβυλλα.

ἢ μέγα φρονεῖ καὶ ἐπαίρεται. Ἀριστοφάνης· ᾄδει δὲ χρησμούς…

 Σιβυλλιάω : προφητεύω, μανιάζω σαν την Σίβυλλα. Αυτή που αγαπά και επιθυμεί τον χρησμό, ή απατάται/ξεγελιέται και έχει την μαντική δύναμη και χρησμούς φαντάζεται. Προφήτης δίδουσα χρησμούς, μαντέματα, μαντείες η Σίβυλλα, ή κάτι μεγάλο καταλαβαίνει, αντιλαμβάνετε, περηφανεύεται, καυχιέται.. Αυτή που ψέλνει, τραγουδάει χρησμούς κατά τον Αριστοφάνη…

 Ο Λακτάντιος γράφει ότι η λέξη ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού «θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα). Σίβυλλα, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του Θεού. Η ετυμολογία αυτή ωστόσο δεν φαίνεται πιθανή από τη νεότερη έρευνα. Βάρρων γράφει ότι το όνομα  προέρχεται το όνομα από θεόβουλος  «θεία σύμβουλος»

 Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus
Book 4, section 47, line 23

 Τὸ σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν ἑρμηνευομένη

προφῆτις ἤγουν μάντις, ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι αἱ θήλειαι

μάντιδες ὠνομάσθησαν Σίβυλλαι· γεγόνασι δὲ Σίβυλλαι

δέκα ἐν διαφόροις τόποις καὶ χρόνοις. πρώτη ἡ καὶ

Χαλδαία ἡ καὶ Περσὶς ἡ καὶ πρός τινων Ἑβραία ὀνομα-

ζομένη, ἧς τὸ κύριον ὄνομα Σαμβήθη, ἐκ τοῦ γένους

τοῦ μακαριωτάτου Νῶε, ἡ περὶ τῶν κατὰ Ἀλέξανδρον

τὸν Μακεδόνα λεγομένη προειρηκέναι, ἧς μνημονεύει

Νικάνωρ ὁ τὸν Ἀλεξάνδρου βίον ἱστορήσας, ἡ περὶ

τοῦ δεσπότου θεοῦ μυρία προθεσπίσασα καὶ τῆς αὐ-

τοῦ παρουσίας· ἀλλὰ καὶ αἱ λοιπαὶ συνᾴδουσιν αὐτῇ,

πλὴν ὅτι ταύτης εἰσὶ βιβλία εἰκοσιτέσσαρα περὶ παν-

τὸς ἔθνους καὶ χώρας περιέχοντα. ὅτι δὲ οἱ στίχοι

αὐτῆς ἀτελεῖς εὑρίσκονται καὶ ἄμετροι, οὐ τῆς προφή-

τιδός ἐστιν ἡ αἰτία ἀλλὰ τῶν ταχυγράφων, οὐ συμ-

φθασάντων τῇ ῥύμῃ τῶν λεγομένων ἢ καὶ ἀπαιδεύτων

γενομένων καὶ ἀπείρων γραμματικῶν· ἅμα γὰρ τῇ ἐπι-

πνοίᾳ ἐπέπαυτο ἐν αὐτῇ ἡ τῶν λεχθέντων μνήμη, καὶ

διὰ τοῦτο εὑρίσκονται στίχοι ἀτελεῖς καὶ διάνοια σκά-

ζουσα, εἴτε κατ' οἰκονομίαν θεοῦ τοῦτο γέγονεν, ὡς

μὴ γινώσκοιντο ὑπὸ τῶν πολλῶν καὶ ἀναξίων οἱ χρη-

σμοὶ αὐτῆς. δευτέρα Σίβυλλα ἡ Λίβυσσα, τρίτη Σίβυλλα  

ἡ Δελφίς, ἡ ἐν Δελφοῖς τεχθεῖσα· γέγονε δὲ αὕτη πρὸ

τῶν Τρωϊκῶν καὶ ἔγραψε χρησμοὺς δι' ἐπῶν ἐν τοῖς χρό-

νοις τῶν κριτῶν, ὁπηνίκα Δεβώρα προφῆτις ἦν παρὰ

Ἰουδαίοις. τετάρτη Ἰταλικὴ ἡ ἐν Κιμμερίᾳ τῆς Ἰτα-

λίας, πέμπτη Ἐρυθραία ἀπὸ πόλεως Ἐρυθρᾶς καλου-

μένης ἐν Ἰωνίᾳ, ἡ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ προειρηκυῖα πο-

λέμου. ἕκτη Σαμία, ἧς τὸ κύριον ὄνομα Φυτώ, περὶ

ἧς ἔγραψεν Ἐρατοσθένης, καὶ αὕτη ἐν τοῖς χρόνοις

τῶν παρὰ Ἰουδαίοις κριτῶν ἦν. ἑβδόμη Κυμαία ἡ καὶ

Ἀμάλθεια ἢ Ἡροφίλη· ἡ δὲ Κύμη πόλις ἐστὶν Ἰτα-

λική, ἧς πλησίον ἄντρον ἐστὶ συνηρεφὲς καὶ γλαφυ-

ρώτατον, ἐν ᾧ διαιτωμένη ἡ Σίβυλλα αὕτη τοὺς χρης-

μοὺς ἐδίδου τοῖς πυνθανομένοις. ὀγδόη ἡ Γεργιθία·

πολίχνη δὲ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον τὸ Γεργίθιον. ἐν-

νάτη Φρυγία, δεκάτη ἡ Τιβουρτία ὀνόματι Ἀλβουναία.

ὅτι ἡ Ἰουδαία Σίβυλλα καὶ Χαλδὶς ἐκαλεῖτο…

 

…προέλαβε δὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν αὕτη ἡ Σί-

βυλλα ἔτη δισχίλια, ἧς ἐστι καὶ τοῦτο τὸ ἔπος τὸν

τίμιον σταυρὸν προμηνύον·

 


Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 10, chapter 12, section 1, line 3

  πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς· ἐπὶ ταύτῃ

Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς <γυναῖκα>

ὄνομα Ἡροφίλην, Σίβυλλαν δὲ ἐπίκλησιν. τὴν <δὲ>

πρότερον γενομένην, ταύτην ταῖς μάλιστα ὁμοίως οὖσαν

ἀρχαίαν εὕρισκον, ἣν θυγατέρα Ἕλληνες Διὸς καὶ

Λαμίας τῆς Ποσειδῶνός φασιν εἶναι, καὶ χρησμούς τε

αὐτὴν γυναικῶν πρώτην ᾆσαι καὶ ὑπὸ τῶν Λιβύων

Σίβυλλαν λέγουσιν ὀνομασθῆναι. ἡ δὲ Ἡροφίλη νεω-

τέρα μὲν ἐκείνης, φαίνεται δὲ ὅμως πρὸ τοῦ πολέμου

γεγονυῖα καὶ αὕτη τοῦ Τρωικοῦ, καὶ Ἑλένην τε προ-

εδήλωσεν ἐν τοῖς χρησμοῖς, ὡς ἐπ' ὀλέθρῳ τῆς Ἀσίας

καὶ Εὐρώπης τραφήσοιτο ἐν Σπάρτῃ, καὶ ὡς Ἴλιον

ἁλώσεται δι' αὐτὴν ὑπὸ Ἑλλήνων. Δήλιοι δὲ καὶ

ὕμνον μέμνηνται τῆς γυναικὸς ἐς Ἀπόλλωνα. καλεῖ

δὲ οὐχ Ἡροφίλην μόνον ἀλλὰ καὶ Ἄρτεμιν ἐν τοῖς

ἔπεσιν αὑτήν, καὶ Ἀπόλλωνος γυνὴ γαμετή, τοτὲ δὲ  

ἀδελφὴ καὶ αὖθις θυγάτηρ φησὶν εἶναι. ταῦτα μὲν

δὴ μαινομένη τε καὶ ἐκ τοῦ θεοῦ κάτοχος πεποίηκεν·

ἑτέρωθι δὲ εἶπε τῶν χρησμῶν ὡς μητρὸς μὲν ἀθανάτης

εἴη μιᾶς τῶν ἐν Ἴδῃ νυμφῶν, πατρὸς δὲ ἀνθρώπου,

καὶ οὕτω λέγει τὰ ἔπη·

 

 εἰμὶ δ' ἐγὼ γεγαυῖα μέσον θνητοῦ τε θεᾶς τε,

 νύμφης [δ'] ἀθανάτης, πατρὸς δ' αὖ κητοφάγοιο,

 μητρόθεν Ἰδογενής, πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή

 

 Μάρπησσος, μητρὸς ἱερή, ποταμός <τ'> Ἀιδωνεύς.

ἦν δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ Ἴδῃ τῇ Τρωικῇ πόλεως

Μαρπήσσου τὰ ἐρείπια καὶ ἐν αὐτοῖς οἰκήτορες ὅσον

ἑξήκοντα ἄνθρωποι· ὑπέρυθρος δὲ πᾶσα ἡ περὶ τὴν

Μάρπησσον γῆ καὶ δεινῶς ἐστιν αὐχμώδης, ὥστε καὶ

τῷ Ἀϊδωνεῖ ποταμῷ καταδύεσθαί τε ἐς τὴν χώραν καὶ

ἀνασχόντι τὸ αὐτὸ αὖθις πάσχειν, τέλος δὲ καὶ ἀφα-

νίζεσθαι κατὰ τῆς γῆς, αἴτιον ἐμοὶ δοκεῖν ἐστιν ὅτι

λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστὶν ἡ Ἴδη.

ἀπέχει δὲ Ἀλεξανδρείας τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι τεσσαρά-

κοντα ἡ Μάρπησσος καὶ διακόσια στάδια. τὴν δὲ

Ἡροφίλην οἱ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ ταύτῃ νεωκόρον τε

τοῦ Ἀπόλλωνος γενέσθαι τοῦ Σμινθέως καὶ ἐπὶ τῷ

ὀνείρατι τῷ Ἑκάβης χρῆσαί φασιν αὐτὴν ἃ δὴ καὶ

ἐπιτελεσθέντα ἴσμεν. αὕτη ἡ Σίβυλλα ᾤκησε μὲν τὸ

πολὺ τοῦ βίου ἐν Σάμῳ, ἀφίκετο δὲ καὶ ἐς Κλάρον

τὴν Κολοφωνίων καὶ ἐς Δῆλόν τε καὶ ἐς Δελφούς·

ὁπότε δὲ ἀφίκοιτο, ἐπὶ ταύτης ἱσταμένη τῆς πέτρας

ᾖδε. τὸ μέντοι χρεὼν αὐτὴν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Τρῳάδι,  

καί οἱ τὸ μνῆμα ἐν τῷ ἄλσει τοῦ Σμινθέως ἐστὶ καὶ

ἐλεγεῖον ἐπὶ τῆς στήλης·

 ἅδ' ἐγὼ ἁ Φοίβοιο σαφηγορίς εἰμι Σίβυλλα

  τῷδ' ὑπὸ λαϊνέῳ σάματι κευθομένα,

 παρθένος αὐδάεσσα τὸ πρίν, νῦν δ' αἰὲν ἄναυδος,

  μοίρᾳ ὑπὸ στιβαρᾷ τάνδε λαχοῦσα πέδαν.

 ἀλλὰ πέλας Νύμφαισι καὶ Ἑρμῇ τῷδ' ὑπόκειμαι,

  μοῖραν ἔχοισα κάτω τᾶς τότ' ἀνακτορίας.

ὁ μὲν δὴ παρὰ τὸ μνῆμα ἕστηκεν Ἑρμῆς λίθου τετρά-

γωνον σχῆμα· ἐξ ἀριστερᾶς δὲ ὕδωρ τε κατερχόμενον

ἐς κρήνην καὶ τῶν Νυμφῶν ἐστι τὰ ἀγάλματα. Ἐρυ-

θραῖοι δὲ – ἀμφισβητοῦσι γὰρ τῆς Ἡροφίλης προ-

θυμότατα Ἑλλήνων – Κώρυκόν τε καλούμενον ὄρος

καὶ ἐν τῷ ὄρει σπήλαιον ἀποφαίνουσι, τεχθῆναι τὴν

Ἡροφίλην ἐν αὐτῷ λέγοντες, Θεοδώρου δὲ ἐπιχωρίου

ποιμένος καὶ νύμφης παῖδα εἶναι· Ἰδαίαν δὲ ἐπίκλησιν

γενέσθαι τῇ νύμφῃ κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, τῶν δὲ χω-

ρίων τὰ δασέα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἴδας τότε ὀνομά-

ζεσθαι. τὸ δὲ ἔπος τὸ ἐς τὴν Μάρπησσον καὶ τὸν

ποταμὸν τὸν Ἀϊδωνέα, τοῦτο οἱ Ἐρυθραῖοι τὸ ἔπος

ἀφαιροῦσιν ἀπὸ τῶν χρησμῶν.

 τὴν δὲ ἐπὶ ταύτῃ χρησμοὺς κατὰ ταὐτὰ εἰποῦσαν

ἐκ Κύμης τῆς ἐν Ὀπικοῖς εἶναι, καλεῖσθαι δὲ [αὐτὴν]

Δημὼ συνέγραψεν Ὑπέροχος ἀνὴρ Κυμαῖος. χρησμὸν

δὲ οἱ Κυμαῖοι τῆς γυναικὸς ταύτης [ἐς] οὐδένα εἶχον

ἐπιδείξασθαι, λίθου δὲ ὑδρίαν ἐν Ἀπόλλωνος ἱερῷ δει-

κνύουσιν οὐ μεγάλην, τῆς Σιβύλλης ἐνταῦθα κεῖσθαι  

φάμενοι τὰ ὀστᾶ. ἐπετράφη δὲ καὶ ὕστερον τῆς Δη-

μοῦς παρ' Ἑβραίοις τοῖς ὑπὲρ τῆς Παλαιστίνης γυνὴ

χρησμολόγος, ὄνομα δὲ αὐτῇ Σάββη· Βηρόσου δὲ εἶναι

πατρὸς καὶ Ἐρυμάνθης μητρός φασι Σάββην· οἱ δὲ

αὐτὴν Βαβυλωνίαν, ἕτεροι δὲ Σίβυλλαν καλοῦσιν

Αἰγυπτίαν.

 Φαεννὶς δὲ θυγάτηρ βασιλεύσαντος ἀνδρὸς ἐν

Χάοσι καὶ αἱ Πέλειαι παρὰ Δωδωναίοις ἐμαντεύσαντο

μὲν ἐκ θεοῦ καὶ αὗται, Σίβυλλαι δὲ ὑπὸ ἀνθρώπων

οὐκ ἐκλήθησαν. τῆς μὲν δὴ πυθέσθαι τὴν ἡλικίαν

καὶ ἐπιλέξασθαι τοὺς χρησμούς *** Ἀντιόχου γὰρ

μετὰ τὸ ἁλῶναι Δημήτριον αὐτίκα ἐς τὴν ἀρχὴν καθι-

σταμένου γέγονε Φαεννίς. τὰς Πελειάδας δὲ Φημονόης

τε ἔτι προτέρας γενέσθαι λέγουσι καὶ ᾆσαι γυναικῶν

πρώτας τάδε τὰ ἔπη·

 Ζεὺς ἦν, Ζεὺς ἐστίν, Ζεὺς ἔσσεται· ὦ μεγάλε Ζεῦ.

 Γᾶ καρποὺς ἀνίει, διὸ κλῄζετε Ματέρα γαῖαν.

 χρησμολόγους δὲ ἄνδρας Κύπριόν τε Εὔκλουν καὶ

Ἀθηναίους Μουσαῖον τὸν Ἀντιοφήμου καὶ Λύκον τὸν

Πανδίονος, τούτους τε γενέσθαι καὶ ἐκ Βοιωτίας Βά-

κιν φασὶ κατάσχετον ἄνδρα ἐκ νυμφῶν·

 12. Υπάρχει ένας βράχος o oποίος εξέχει από το έδαφος. λέγουν ότι επάνω εις αυτόν εστάθη και έψαλε τούς χρησμούς της μία γυναίκα, η Ηροφίλη, η οποία όμως ελέγετο καί Σίβυλλα. Την παλαιοτέραν από αυτήν, η οποία ήτο η αρχαιότερα όλων, οι Έλληνες την ενόμιζον θυγατέρα του Διός και τής θυγατρός του Ποσειδώνος Λαμίας- αυτή ήτο ή πρώτη γυναίκα πού έψαλε χρησμούς καί αυτήν οι Λίβυες ωνόμαζαν Σίβυλλαν. Η Ηροφίλη ήτο νεωτέρα από εκείνην, φαίνεται όμως ότι καί αυτή έζησε προ του Τρωικού πολέμου, καί ότι είχε προφητεύσει διά τήν Ελένην ότι θά ανατροφή εις τήν Σπάρτην διά τήν καταστροφήν τής Ασίας καί τής Ευρώπης, ακόμη δέ καί ότι εξ αιτίας της θά κυριευθή ή Τροία από τούς "Ελληνας. Οι Δήλιοι αναφέρουν καί ύμνον τής γυναικός αυτής προς τον Απόλλωνα. Εις το ποίημά της ονομάζει τον εαυτόν της όχι μόνον Ηροφίλην καί Άρτεμιν, αλλά ακόμη λέγει ότι είναι σύζυγος του Απόλλωνος, άλλοτε αδελφή του καί αλλού πάλιν κόρη του. Αυτά βεβαίως τα είπε ευρισκομένη εις μανιακήν κατάστασιν καί κατεχομένη από τον θεόν- εις άλλο μέρος των χρησμών της είπεν, ότι ήτο κόρη μιας αθανάτου νύμφης τής "Ιδης καί ενός θνητού- οί στίχοι λέγουν τά εξής :

«Eγώ είμαι γεννημένη εξ ήμισείας θνητή καί θεά από αθάνατη νύμφη καί πατέρα ψαροφάγο (Κητοφάγο ή σιτοφάγο) Από την μητέρα μου κατάγομαι από τήν Ίδην, πατρική μου γή είναι ή ερυθρά Μάρπησσος, ιερά τής μητρός, καί ο ποταμός Άϊδωνεύς».

Καί επί τής εποχής μου ακόμη ευρίσκονται ερείπια τής Μάρπήσσου εις τήν Τρωικήν Ίδην καί εις αυτά διαμένουν εξήκοντα περίπου άνθρωποι- ολόκληρον τό πέρι τής Μάρπήσσου έδαφος είναι κοκκινωπόν καί πάρα πολύ ξηρόν- ως εκ τούτου και ο ποταμός Άϊδωνεύς εξαφανίζεται εντός τού εδάφους, πάλιν ανέρχεται καί πάλιν πάσχει τό ίδιον, μέχρις ότου εξαφανίζεται τελείως- αιτία τούτου, κατά τήν γνώμην μου, είναι ότι εις τό μέρος αυτό η Ίδη είναι λεπτή καί πωρώδης. Ή Μάρπησσος απέχει από την Τρωικήν Αλεξάνδρειαν διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. Οι κάτοικοι τής Αλεξάνδρειας αυτής λέγουν ότι η Ηροφίλη ήτο νεωκόρος του ναού του Σμινθέως Απόλλωνος καί εξ αφορμής τού ονείρου τής Εκάβης  επροφήτευσεν όσα γνωρίζομεν ότι έγιναν. Ή Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερον καιρόν είς την Σάμον, επήγεν όμως καί είς την Κλάρον τών Κολοφωνίων και εις την Δήλον και είς τούς Δελφούς· οσάκις ήρχετο εις τούς Δελφούς εστέκετο επάνω εις τον βράχον αύτόν καί έψαλλεν. Απέθανεν είς την Τρωάδα, τό δέ μνήμα της εύρίσκεται είς τό άλσος του Σμινθέως καί επάνω εις την στήλην υπάρχει η εξής επιγραφή :

«Εδώ είμαι εγώ η Σίβυλλα, ή αλάνθαστος προφήτις του Φοίβου, θαμμένη κάτω από τό πέτρινον αυτό μνήμα, παρθένος ή οποία προηγουμένως είχε φωνήν, τώρα όμως είμαι αιωνίως άφωνος, αφού ή ισχυρά μοίρα με έρριψεν εις αυτά εδώ τα δεσμά. Εδώ κάτω όμως πού ευρίσκομαι, είμαι πλησίον των Νυμφών και του Έρμου και διατηρώ ένα μέρος από την παλαιάν μου κυριαρχίαν».

Πλησίον του μνήματος είναι άγαλμα του Ερμού λίθινον σχήματος τετραγώνου- αριστερά είναι πηγή, τής οποίας τό ύδωρ κατέρχεται είς μίαν κρήνην, καί τά αγάλματα τών Νυμφών. Έξ άλλου οι Έρυθραΐοι —διότι αυτοί διεκδικούν την Ηροφίλην περισσότερον από όλους τούς 'Ελληνας—δεικνύουν όρος λεγόμενον Κώρυκον καί εις τό όρος εν σπήλαιον, όπου ισχυρίζονται ότι εγεννήθη η Ήροφίλη από ένα εντόπιον ποιμένα καί μίαν νύμφην, η νύμφη ελέγετο Ιδαία όχι διά κανένα άλλον λόγον, άλλα μόνον διά το ότι τα δασώδη μέρη οι τότε άνθρωποι τά ονόμαζαν Ίδας. Τους στίχους του χρησμού που αναφέρονται εις την Μάρπησσον καί τον ποταμόν Άϊδωνέα, οι Ερυθραίοι τούς διαγράφουν.


Ό Υπέροχος από την Κύμην έγραψεν ότι μετά την Σίβυλλαν αυτήν, έλεγε κατά τον ίδιον τρόπον χρησμούς μία άλλη γυναίκα, άπό την Κύμην τής Οπικής , ονομαζόμενη Δημώ. Δεν είχον όμως οί Κυμαίοι νά παρουσιάσουν κανένα χρησμόν τής γυναικός αυτής, επιδεικνύουν δέ μίαν μικράν υδρίαν λιθίνην είς τό Ιερόν του Απόλλωνος καί λέγουν ότι εκεί ευρίσκονται τά οστά τής Σιβύλλης. Μετά την Δημώ ανετράφη μεταξύ των πέραν τής Παλαιστίνης Εβραίων μία γυναίκα προφήτις, ή οποία Ιλέγετο Σάββη, κόρη του Βηρόσου καί τής Έρυμάνθης άλλοι τήν ονομάζουν Βαβυλωνίαν καί άλλοι Αΐγυπτίαν Σίβυλλαν.

Ή θυγάτηρ του βασιλέως των Χαόνων Φαεννίς καί αί Πέλειαι τής Δωδώνης έδωσαν καί αυται χρησμούς εξ ονόματος κάποιου θεού, οί άνθρωποι όμως δεν τάς ώνόμασαν καί αυτας Σιβύλλας. Τής Φαεννίδος τήν ήλικίαν νά εξακριβώση καί τούς χρησμούς νά μάθη κανείς... διότι αυτή εγεννήθη όταν έγινε βασιλεύς ό Άντίοχος μετά την αιχμαλωσίαν του Δημητρίου. Διά τάς Πελειάδας λέγουν ότι ήσαν αρχαιότεροι τής Φημονόης και πρώται αύται από τάς γυναίκας έψαλαν τούς εξής στίχους :

 «Ό Ζεύς υπήρχεν, ό Ζευς υπάρχει, ο Ζεύς θά υπάρχει" ώ μεγάλε Ζευ. Η Γή παράγει καρπούς, δ’ αυτό δοξάζετε την Μητέρα Γήν».

"Ανδρας προφήτας αναφέρουν τον Κύπριον Εύκλουν, τούς Αθηναίους Μουσαίον του Άντιοφήμου καί Λύκον του Πανδίονος, καί τον Βάκιν από την Βοιωτίαν, ο οποιος ένεπνέετο από νύμφας. Τούς χρησμούς των χρησμολόγων αυτών, πλήν του Λύκου, τούς ανέγνωσα.

Τόσαι είναι αί γυναίκες καί τόσοι οί άνδρες οι οποίοι αναφέρονται μέχρις εμού ότι επροφήτευαν εμπνεόμενοι από θεόν εις τό μέλλον όμως είναι δυνατόν νά αναφανούν καί άλλοι παρόμοιοι.

 

συνεχίζετε