Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

τίς δ' ἐστὶν ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς;



Τα περί ιερών ιχθύων όμως δεν σταματούν στον Ανθία, ή στον Γλαύκο  που είδαμε στα μέχρι τώρα κείμενα. Στον Αθήναιο και στους Δειπνοσοφιστές αναφέρονται ως ιεροί και άλλοι ιχθύες, όπως τα δελφίνια αλλά και οι πομπίλοι.


Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 7, Kaibel paragraph 18, line 4



 τίς δ' στν καλούμενος ερς χθύς; μν

τν Τελχινιακν στορίαν συνθείς, ετ' πιμενίδης

(p. 233 K) στν Κρς Τηλεκλείδης ετ' λλος τις,

ερούς φησιν εναι χθύας δελφνας κα πομπίλους.

στ δ' πομπίλος ζον ρωτικόν, ς ν κα ατς

γεγονς κ το Ορανίου αματος μα τ φροδίτ


Κι ενώ έχουμε αναλύσει την ονομασία του ιχθύος δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και την έννοια του Ιερού – Ιρού όπως αυτό προκύπτει από την εκδοχή του Δ-ιερού.

Το ιερός, κατά μία εκδοχή, δίνεται από το διερός με την αποβολή του δ (δέλτα)  όπου διερός ο πάντα εν ύδασι βρεχόμενος. Ως παραγόμενο επίθετο από το ρήμα διαίνω  δηλαδή βρέχω και υγραίνω κατά τον Όμηρο, ενώ κατ΄ άλλους από το δίω όπου δίω = το διώκω έτσι διερός και ιερός ο ταχύς ο γρήγορος αυτός που κινείται γρήγορα, τρέχει, καλπάζει, διώχνει, κυνηγά κλπ κλπ συσχετίστε το με το Διώ-νη το επίθετο της ‘Ηρας στην Δωδώνη αλλά και της Αφροδίτης, αλλά και με τον Διώ-νυσο ως άλλο τύπο γραφής του Διο-νύσσου αλλά και με το Δίων ως τόπο λατρείας.

Όμως το Δ – (δέλτα) ως γράμμα δηλώνει το γυναικείο μόριο, όπως είδαμε και σε προηγούμενα κείμενα το Δ σαν σύμβολo, και μάλιστα ανεστραμμένο τρίγωνο V και πολλές φορές με μια γραμμή κάθετη στο κέντρο του, ταυτίζεται με το σημείο της επιθυμίας και για να δείξει την αρχή της κολπικής σχισμής, ένας στυλιζαρισμένος γραφικός σχεδιασμός της μήτρας και του θηλυκού σεξουαλικού οργάνου, το σύμβολο της γυναικείας δύναμης. Όμως κι ένα μαγικό σύμβολο που σκοπό έχει να γονιμοποιήσει ή να φέρει γονιμότητα και την ίδια στιγμή να τρομάξει και να απομακρύνει τους βέβηλους.



Παρακάτω δίδονται μερικές ακόμα αναγραφές, για παραπέρα σκέψεις, ξεκινώντας από το λεξικό του Σουίδα.



Suda, Lexicon Alphabetic letter delta, entry 211, line 1



<Δέλτα:> τ τέταρτον στοιχεον. σημαίνει δ κα τ γυναικεον αδοον.

δέλτα παρατετιλμέναι.



<Δελφάκιον:> μικρς χορος. ριστοφάνης· ομοι κακοδαί-

μων, δελφάκιον γέγονα.



<Δελφίνιον:> στι μέντοι χωρίον ν Χί· στι δ κα ν θή-

νησιν ερν πόλλωνος οτω καλούμενον, νθα ν τ ν Δελφινί

δικαστήριον.



<Δελφίς:> πρς ναυμαχίαν πολεμιστήριον ργανον. θεν κα

δελφινοφόρον ναν Θουκυδίδης ν τ ζʹ φησίν· πειτα ατος α

κερααι πρ τν επλων, α π τν λκάδων δελφινοφόροι, ρμέναι

κώλυον. 



<Δελφίς:> χθύς. κα ργανον ναυτικν σιδηρον, μολί-
βδινον. 
 

<Δελφοί:> τ ερν το πόλλωνος. οτω δ κλήθη δι τ
τν Δελφύνην δράκοντα κε ερεθναι, ν πέκτεινεν πόλλων.
Πυθ δέ, δι τ κε σαπναι. κα <Δελφίς,> Δελφική, το
πόλλωνος. Δελφς γρ φάμα τόδ' θέσπισεν, φρα γενοίμαν τς
κείνου νύμφας σμα κα στορίη. 

<Δελφύς:> μήτρα. νθεν δελφός. κ τς ατς μήτρας.


<Δελφοί:> τ ερν το πόλλωνος. οτω δ κλήθη δι τ
τν Δελφύνην δράκοντα κε ερεθναι, ν πέκτεινεν πόλλων.
Πυθ δέ, δι τ κε σαπναι. κα <Δελφίς,> Δελφική, το
πόλλωνος. Δελφς γρ φάμα τόδ' θέσπισεν, φρα γενοίμαν τς
κείνου νύμφας σμα κα στορίη. 

<Δελφύς:> μήτρα. νθεν δελφός. κ τς ατς μήτρας. 


 Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περ παθν
Part+volume 3,2, page 188, line 3
E. Gud. 288, 38 coll. E. M. 274, 5: <ερν χθύν:> τινς παρ
τ διαίνω διερός κα ερν τν ε ν δασι βρεχόμενον κατ ποβολν
οον «νθ' τοι μν γ διερ ποδί» (Od. ι 43)· ο δ παρ τ δίω
τ διώκω διερός κα ερός ταχύς· διωκτικς γάρ. <ρωδιανς
περ παθν>.

Aelius Herodianus et Pseudo–Herodianus Gramm. et Rhet., Partitiones [Sp.?] (= πιμερισμοί) (e codd. Paris. 2543 + 2570). Page 242 line 16.
 διαίνω, τ βρέχω· αίνω, τ εφραίνω·
 Orion Gramm., Etymologicum
Alphabetic letter delta, page 47, line 6
<Διώνη>. φροδίτη, π το δι πάντων έναι.
<Δελφίνιος>, πόλλων. τι Κασταλί τ κριτ ες
ποικίαν στελλομέν, πόλλων μοιωθες δελφνι
προηγήσατο τς νες ως το Κρισίου κόλπου, κα
κε κατοικήσας Καστάλιος, ο υἱὸς Δέλφις πε-
κράτησε τν τόπων, κα π' ατο Δελφος κά-  
λεσε τος νοικοντας, κα Δελφινίου πόλλωνος ε-
ρν νιδρύσατο. τινς δέ φασιν, τι δελφν ες τν
ναν λθε, κα κατ τοτον τν τρόπον πήδησεν
ες θάλασσαν.
<Δεύειν>. κυρίως τ π Δις βρέχεσθαι· νθεν διε-
ρς γρός. 


<Διερός>, παρ τ διαίνω διαρός· κα ωνικς, μεταθέσει
το <α> ες <ε>, διερός. 



Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry upsilon, page 539, line 36

<γις>, ν γρ ν κα ζν, οονε γρις, κα πο-
 βολ το ρ, γις θεν κα δίερος ζν, κα λίβας
  νεκρός·
Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry iota, page 272, line 52
<ερες>, τ ερεον θύων τοι προσφέρων. κ τούτου
 ον κλήθη ερες, παρ τ ημι τ πέμπω, τς
 θυσίας ναπέμπων τ θε· παρ τ ερεύω τ θύω,
  παρ τ ερός.
<ερες>, κ το ερεον καλεσθαι τ πρόβατον. ρίον
 γρ λέγεται τ μαλλίον, κα ριθος γερδία. (έριθος η υφάντρα )
<ερν>, τν μεγάλην, τ ερν δύο σημαίνει. τ ερν
 κα τ μέγα.
<ερεον> τ πρόβατον ερηται, δι τ εσθαι γουν
 φέρειν τ ριον. λοιπν ερες κλήθη, δι τ ερν
 εναι. τ ερν εων γουν προσφέρων.
<ερν μαρ>, παρ τ θύειν ν τούτ τ καιρ,
 γουν ν τ μεσημβρί κα πρ μεσσημέρας ως
 πρωΐας. π τούτ γρ τ καιρ θυον τος λυμ-
 πίοις θεος, π δ μεσημβρίας τος Χθονίοις.
<ερν χθν>, τινς παρ τ διαίνω. διερς κα
 διερν, τ ε ν δατι βρεχόμενον, οον· νθ' τοι
 μν γ διερ ποδ· ο δ παρ τ δίω τ διώκω
 διερς κα ερς, ταχς κα διωκτικός. κα ες τ
 χθς.
<έρεια>, δι τς ει διφθόγγου. τ γρ π τν ες
 ος δι το εια παρασχηματιζόμενα θηλυκ δι τς
 ει διφθόγγου γράφεται. στέον δ τι ο θηναοι  
 το έρεια κτείνουσι τ α, κα καταβιβάζουσι τν τό-
 νον κα φυλάσσουσιν.
<ερν>, παρ τ ἐῶ κα τ φίω, νειμένος τόπος
 ες τιμν θεο.
<εροφάντωρ>, διότι τ θεα λέγει κα διδάσκει, κα
 εροτελεστς μοίως.
<εροφάντης>, παρ τ τ ερ κφωνεν. μλλον
 δ κφαίνειν κα λέγειν. οτος δέ στιν ερουργς τν
 θείων μυστηρίων.
<ερν στον>, κυρίως τ κατ τν σφν τν ε-
 ρείων στέα δ. τατα πετίθεσαν τας θυσίαις. ο
 δ, τι, φασν, σφς πρώτη φύεται τν ζώων,
 γουν τν ερείων, θεν τ κτέρωθεν τς τρόπιος,
 μφιμάτρια λέγεται, π τς μήτρας. τινς δ τ μέγα
 στον. παρ τ ερν τ μέγα, ς ερς χθς.
<ερν στέον>, τ κρον τς σφύος τι μέγα στ
 πάθος γρ ναιρετικόν. τι ερουργεται τος θεος.
 Μένανδρος· ο δ τ σφν κραν θύσαντες.
<ερς>, γιος, τίμιος, μόλυντος, θαυμαστς, μέγας,
 καθαρς, κατ κράσιν ρς, νίκα προτερεύει τ ι το
 ε ες ι γίνεται κράσις, οον, έραξ ραξ, ς τ
 ρηξ κυπέτης. νίκα δ τ ε το ι, δίφθογγος
 πικρατε, οον, γίεια γεία.
<ερουργς>, το ερέως τ πιτήδευμα χων. παρ
 τ τ θεα πιτελεν. 


 Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 274, line 1

 <Διερός>: γρός. Καλλίμαχος,
 διερν δ' πεσείσατο λαίφην.
Λέγεται διερς κα ζν κ μεταλήψεως· μηρος,
 Οκ σθ' οτος νρ διερς βροτός.
Τουτέστι ζν κα ρρωμένος, δυσσείας ζʹ. Ο
γρ ζντες γρο, αοι δ' ο τεθνετες. Παρ τ
διαίνω, τ γραίνω, γίνεται διαρς, ς μιαίνω, μιαρός·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 774, line 26
<γιής>: ν γρ ν κα ζν, οον γριής·
θεν διερς, ζν· κα λίβας, νεκρός.


Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)
Prolegomenon-anecdote-poem 1, section-verse 55[f]        , line 3

<γρός:> γίνεται τ γρν κ το ω τ βρέχω· σω ρς K

κα γρς πλεονασμ το <γ>. γρς ον κανθος δίυγρος,

διερός, ζν. < δρς> οον νυδρός τις εναι δοκν.
 


συνεχίζεται