Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Ἀφροδίτην νομίζει τὴν Δάειραν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ Δήμητρι λέγει.



Οι  λεξάριθμοι  που δόθηκαν σε προηγούμενο κείμενο είναι ενδεικτικοί. Όμως είναι προφανές των σχέσεων που διέπουν τα ονόματα που αναλύονται- δίδονται και πως οι ιστορίες και οι μύθοι των προγόνων μας είναι όχι μόνο αληθινά και μαθηματικά δομημένοι αλλά περιέχουν και δίδουν σ΄ ένα μόνο όνομα ολόκληρη την ιστορία αλλά και τη «μύηση» που προκύπτει από τον μύθο , δοσμένη μέσα σε κρυμμένες αριθμητικές πράξεις και  μαθηματικούς τύπους.
Ο Επωπεύς  συνδέεται με την Δήμητρα, την Φ/Περσεφόνη, τον Μονογενή Διόνυσο, την αναγέννηση, τον τόκο, κάθοδο στον Αδη, τριαδική θεότητα, την Ουράνια Αφροδίτης, την Αστάρτη κλπ. (δείτε προηγούμενο κείμενο)
Αντίστοιχα δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και τον ακόλουθο μύθο -με τον μύθο της Αφροδίτης και του Επωπέα – που περιέχει την συνέχεια του - τον μύθο αυτόν περί της ελεύσεως του υιού.  Συγχρόνως  και  την αντίστοιχη μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια .‘Όπου ‘Ελευσις: η άφιξη, ο ερχομός και η έλευσις. Και ταυτόχρονα  η αντίστοιχη παραπομπή στον μύθο της  Δάειρας, της οποίας τον μύθο δεν πρέπει να προσπεράσουμε.

 
Η Δάειρα η «σοφή θαλασσινή», που ταυτίζεται με την Αφροδίτη, αλλα και την Περσεφόνη σε έτερα κειμενα αλλα και την Δήμητρα, την Ηρα, - με τη μινωική Περιστερά-θεά που αναδυόταν κάθε χρόνο από τη θάλασσα της Πάφου στην Κύπρο με ανανεωμένη την παρθενία της όπως και στην περίπτωση της Ωκυρρόης δηλ. αυτής που ρέει γρήγορα - που είδαμε στο προηγούμενο κείμενο (μία από τις κεανίδες, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος) που γεννήθηκε εκεί όπου ρέει ο  ποταμός ‘Ιμβρασος (Ποταμός της Σάμου δίπλα στο Ηραίο, όπου λεγόταν ότι η Ήρα λουζόταν και επανακτούσε την παρθενία της. Γι' αυτό λεγόταν και Παρθένιος).

Η Δάειρα, είναι η πρώτη Ελευσίνια γυναίκα, κόρη του Τιτάνος Ωκεανού και σύζυγος του Ερμού, η μητέρα του Ελευσίνος., από τον οποίο πήρε και το όνομά της η πόλις της Ελευσίνας.
Το όνομα Ελευσίς δεν ήταν παρά ένα από τα επίθετα του σιταρο-θεού Διονύσου, όπου λατρευόταν στα Ελευσίνια μυστήρια, ως η «έλευσις» του Θείου βρέφους της Σοφής Θαλασσινής θεάς – Δάειρας. Του Πνεύματος που περιφερόταν επάνω στα νερά καθώς ο  Ελευσίς δεν διέθετε πατέρα, παρά μονο παρθένο μητέρα, και είχε δημιουργηθεί προτού επικρατήσει η πατριαρχία.

Η ταύτιση της Αφροδίτης με την Δάειρα και την Δήμητρα. Αλλα και η ταύτιση της υγράς ουσίας με την Δάειρα, καθώς θεωρείτε  και αδερφή της Στυγός

Phanodemus Hist., Fragmenta
Fragment 21, line 2

 Eustath. ad Iliad. Ζ: Φαύλως ον
Φανόδημος φροδίτην νομίζει τν Δάειραν κα τν
ατν τ Δήμητρι λέγει.
 
Pherecydes Hist., Fragmenta
Fragment 11, line 1

 Eustath. ad Hom. Il. Ζ: Δάειραν
Φερεκύδης στορε Στυγς δελφν, κα οικε, φησν,
οτως χειν. π γρ γρς οσίας τάττουσιν ο πα-
λαιο τν Δάειραν. Δι κα πολεμίαν τ Δήμητρι νο-
μίζουσι. ταν γρ θύηται ατ, ο πάρεστιν τς
Δήμητρος έρεια. Κα οδ τν τεθυμένων γεύεσθαι
ατν σιον.

Ομοια δείτε και το  ΔΕΥΣ (γενική του Διός, από το δεύω = βρέχω).

 Το όνομά της ετυμολογείται από την ίδια την λέξη για την Γη. Είναι όμως συγκλονιστικό ότι Δά-ειρα = Δα + ερα, όπου Δα είναι το όνομα της Γης ως θεάς και έρα το «σώμα» της (http://www.visaltis.net/2013/07/blog-post.html)
Το πανάρχαιο αυτό Όνομα-αριστούργημα της Ελληνικής Γλώσσης - ΔΑΕΙΡΑ - υπάρχει αναγεγραμμένο με συλλαβική-γραμμική γραφή επί του ετεροστόμου Αμφορέως της Ελευσίνος. Ο εν λόγω αμφορεύς ανατίθεται στην Δα, την θεά Γη, γιατί η επιγραφή στην πρώτη σειρά αναφέρει: ΔΑ ΤΙΘΩ. Την Δάειρα ελάτρευσαν οι Ελευσίνιοι, ως αγία πρόγονό τους, μητέρα του οικιστού της πόλεως, του ήρωος Ελευσίνος. Στο πρόσωπό της βέβαια λάτρευαν την ίδια την Μεγάλη Μητέρα. Το διαλαλούν στην επιγραφή του αμφορέως, που θαμμένος επέζησε μετά την εγκαθίδρυση της νέας Ολυμπιακής λατρείας (της Δήμητρας του Κελεού που ήλθε από τον Όλυμπο), η οποία αντικατέστησε την παλαιά της Δαείρας!
Η Δάειρα λοιπόν είναι ή κορη του Ωκεανού και μητέρα του Ελευσίνου- και την λατρεία της θ΄αντικαταστήσουν μ΄αυτην της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Είναι η ΔΑ είναι η αρχαιότερη Ελληνική λέξη για την ΓΑ/Γη. Είναι η Μεγάλη Θεά που λατρεύεται απ’ όλους. Με το Δ (δέλτα) δηλώνει την θεία αυτής ιδιότητα, την κίνηση (θέω=τρέχω, κινούμαι ταχέως, εξ ού θεός), αλλά και το γυναικείο μόριο. Με το Γ (γάμμα) εκφράζει απλώς το φυσικό μέγεθος ΓΑ (Γη).

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 1, chapter 38, section 7, line 6

λευσνα δ ρωα, φ'
ο τν πόλιν νομάζουσιν, ο μν ρμο παδα εναι
και Δαείρας κεανο θυγατρς λέγουσι, τος δέ στι
πεποιημένα γυγον εναι πατέρα λευσνι·

Κατά τον Παυσανία ο Ελευσίνος είναι ο ήρωας που έδωσε το όνομα του στην πόλη της Ελευσίνος, κάποιοι θεωρούν ότι είναι παιδί του Ερμή και της Δαείρας θυγατέρας του Ωκεανού, και κάποιοι πιστεύουν ότι είναι γιός του Ωγύγου που έκτισε την πόλη μετά τον Κατακλυσμό του Ωγύγου. Κατά τον Σταγειρίτη: «Ο Ώγυγος και Ωγύγης λεγόμενος, νομίζεται ο πρώτος αυτόχθων βασιλεύς της Αττικής και αρχαιότατος αυτής οικιστής. Οι μεν ουν Αττικοί έλεγον αυτόν Υιόν της Γης, οίον αυτόχθονα εξ αγνώστων γονέων. Άλλοι δε του Ποσειδώνος…. Εβασίλευε δε άμα εν τη Αττική και εν τη Βοιωτία, και απ’ αυτού ωνομάσθησαν αι Ωγύγιαι πύλαι των Θηβών…. Βασιλεύοντος τοίνυν του Ωγύγου, συνέβη ο πρώτος κατακλυσμός εις την Ελλάδα, του Ωγύγου καλούμενος και έπνιξε την Αττικήν. Οι δε εγκάτοικοι άλλοι μεν επνίγησαν, άλλοι δε έφυγον….
Είχε δε γυναίκα ο Ώγυγος την Θήβην, θυγατέρα του Διός, και εγέννησεν εξ αυτής τον Ελευσίνα και τας Πραξιδίκας ως είρηται…. Ο μεν ουν Ελευσίν έκτισε την Ελευσίνα και έμεινεν εκεί μετά τον κατακλυσμόν. Άλλοι δε λέγουσι τούτον υιόν του Ερμού και της Δαείρας του Ωκεανού. Ήτον όμως και άλλη κωμόπολις, Ελευσίνα, και άλλη Αθήναι καλουμένη εν τη Βοιωτία πλησίον της Κωπαΐδος λίμνης, τας οποίας έπνιξε η λίμνη αύτη επί Κέκροπος πλημμυρίσασα. Τινές δε είπον τον Τριπτόλεμον υιόν του Ελευσίνος» (Ωγυγία, Δ΄τόμος, σελ.221). Περισσότερα εδώ

Το βέβαιον είναι ότι η Δάειρα ελατρεύετο στην Ελευσίνα πριν από την Δήμητρα. Η εποχή της Δαείρας ανάγεται στον Δευκαλίωνα. Το Σπήλαιον της Ελευσίνας αποτελούσε τον τόπο λατρείας της Δαείρας. Εκεί δίπλα βρέθηκε ο αναθηματικός Αμφορεύς, που φέρει την επιγραφή με το όνομά της (με αξιοπρόσεκτη Γραφή – καλλιτεχνική σχεδόν κρυπτογραφική), σε βάθος τριών μέτρων, στο δάπεδο οικήματος με προσανατολισμό Ανατολικό-Δυτικό. Τούτο δεικνύει ότι ίσως επρόκειτο για Ναό της Δαείρας, που προσπαθούσε να επιβιώσει παραλλήλως προς την νέα λατρεία που ανέτελλε. Ο Αμφορεύς εκτίθεται στο οικείο Αρχαιολογικό Μουσείο, χωρίς να γνωρίζουν επισήμως την σημασία του!

Στα κείμενα που δίνω παρακάτω, η Δάειρα ταυτίζεται με την Περσεφόνη – κόρη της Θεάς Δήμητρας, λόγω της δάδας που φέρει όταν επιτελούνται τα μυστήρια της

 Aeschylus Trag., Fragmenta
Tetralogy 42, play A, fragment 480c, line 1

Δαραν’ <τν> Περσεφόνην καλοσι, Τιμοσθένης ν τι ξηγητικι
(354 F 1 Jac.) συγκατατίθεται, κα <Ασχύλος ν Ψυχαγωγος> μ-
φαίνει, τν Περσεφόνην κδεχόμενος 8‘Δαραν’.
 Hesych. Lex. Δ 100 L. (aus Diogenian.): 8‘Δαρα’· ατ τι
Δαείραι.
 Etym. Genuin. ed. K. Wendel (zu oben F 480a): Δάειρα·

Περσεφόνη παρ θηναίοις, παρ τνδιδα’, πειδ μετ δάιδων πι-
τελεται ατς τ μυστήρια, τι διδα φορε (vgl. Ailios Dionysios δ 1
Erbse).


Η Δάειρα ή Δαίρα εκ της δαίδας/Δάδας, λαμπάδας, επειδή μετά δάδων/ λαμπάδων επιτελούνται τα μυστήρια της. Το ρήμα <Δαίεις>· φλέγεις. και <Δαίει>· καίει. Όμως υπάρχει και το αντίστοιχο ονομα  <Δάειρα> όπου καταγράφεται ως τροφός της Περσεφόνης, ή επίθετο/ιδιότητα της Δήμητρος, της Ηρας ως αδερφής του Πλούτωνος, αλλα και ως μητέρα της Σεμέλης - γιαγιάς δλ. του θεού της υγρας φύσεως, του Διονύσου.

Η Δάι(ρ)α είναι η μεγάλη, σεμνή φοβερά Θεά.

Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περ ρθογραφίας
Part+volume 3,2, page 489, line 12

 δες> λαμπάδες χει τ <ι>, πειδ ερηται κατ διάστασιν δαΐδων.
γίνεται δ κ το δαίω τ διακόπτω κα καίω. μέλλων δαίσω κα
λοιπν κ το δαίς κα δς κατ συναίρεσιν· μεινε δ τ <ι> νεκφώ-
νητον.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (ΑΔ)
Alphabetic letter delta, entry 7, line 1

δες>· λαμπάδες.
δουχε>· φαίνει.
<Δαιδάλεον>· τ κατασκευ ποικίλον.
<Δαίδαλον>· ποικίλον κατασκεύασμα· π Δαιδάλου τινς
μηχανοποιο, ς κατασκευάσας <***>.
<Δάειρα>· τινς Στυγς δελφήν. νιοι τροφν Περσεφόνης.
λλοι τν ατν Δήμητρι. τινς τν ατν τ ρ. κα πιθανν τν
ραν δάειραν το Πλούτωνος λέγεσθαι· δαρ γάρ στιν το
νδρς δελφός. ριστοφάνης δ (fr. novum) Σεμέλης φησ μητέρα
εναι.
<Δαΐα>· μεγάλη, σεμνή, φοβερά.
<Δάειρα> κα <Δάμων>· νόματα κύρια.
<Δαΐαν δόν> (Ar. Ran. 897)· μπειρον, π το δαναι θαυμασθναι…
<Δαίεις>· φλέγεις.
<Δαίει>· καίει.
<Δαΐζων>· διακόπτων. παρ τν δάϊν, τν μάχην, καταμαχόμενος.
<Δαιμονν>· τ π δαίμονος κατέχεσθαι κα πλήρη εναι δαί-
μονος, ς <κορυβαντιν> τ π τν Κορυβάντων κατέχεσθαι.
<Δαίμονα>· κστατικόν.
<Δαιμόνιε>· μακάριε.

Τα ρήματα <δαείω>· οδα, πίσταμαι (Φ 61 ..)  < αρχ. οἶδα < Fειδ- του άχρηστου εἴδω "βλέπω" < Fοιδ- < οιδ- < ΙΕ woid- "γνωρίζω", weid- "βλέπω, είδα" Ετυμολογία: [<αρχ. οἶδα] αλλα και ἐπίσταμαι (AM)
Όπου επίσταμαι : γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση.3. γνωρίζω καλά 4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) επιστάμενος, -η, -ο (AM ἐπιστάμενος, -η, -ον) α) νεοελλ. αυτός που γίνεται με γνώση και προσοχή, εξονυχιστικός («επιστάμενος έλεγχος», «επισταμένη έρευνα»)β) αρχ.-μσν. έμπειρος, πεπειραμένος αρχ. γνωρίζω κάποιον («Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐπίσταται»).
Από το επίσταμαι προήλθαν και τα επιστητός, επιστήμων, επιστήμη με -η- (αντί -α-) αναλογικά προς τα μνή-μη, φή-μη κ.ά.].

Η έννοια της Δάειρας είναι η θηλυκή μορφή του <δαήμων>· εδήμων, πιστήμων r *μπειρος. Η θεά της φώτισης, της γνώσης- που προέρχεται από την ηλιακή φώτιση  που φέρει μαζί της και το «κάψιμο» αλλα και το «μελάνιασμα» για τον α-δαή. Αλλα που φέρει και την μάθηση, την θεία γνώση, την επιστήμη μέσω της εμ-πυρίας- την μάθηση μέσω της ηλιοφωτήσεως, που λαμβάνει το χρίσμα μέσω της βαπτίσεως εν πυρί, μέσα στην φωτιά της μάχης,  για να μετατραπεί η γνώση σε εμπειρία, σοφία, φώτιση, που μοιράζεται όμως και δίδεται σε όσους την αναζητήσουν.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter delta, entry 23, line 1

*<δδα>· λαμπάδα vAS
*<δδας>· λαμπηδόνας (g) SP
*<δδες>· λαμπάδες g
[<δαδαίνειν>· ντέχειν. τενίζειν. μεριμνν. φροντίζειν. θρσαι]  
[<δαδενται>· διαιροσιν. εωχονται]
*<δδουχε>· λάμπει, φέγγει. φωτίζει. φαίνει vgS
*<δδουχίας>· λαμπαδηφορίας AS λυχναψίας. φωτισμο (2. Macc. 4,22)
*<δδοχος>· λυχνάπτης. λαμπαδηφόρος SP
*<δδουχονται>· φαίνονται AS
*<δδουχν>· διαλάμπων. SPn φωτίζων SP
<δαδύσσεσθαι>· λκεσθαι. σπαράσσεσθαι (Sophr. fr. 117) (pn)
<δαείω>· οδα, πίσταμαι (Φ 61 ..)
<δαείς>· μαθών (δ 396?) S
.<δάειν>· κακουργεν
<δάειρα>· δαέρα γρ εναι .... τν το νδρς δελφν δηλο.
 [κα <δαήμων> μπειρος.]
<δασαι>· χορτάσαι σιτίων (Eur. Or. 15 ..)
<δερ>· νδράδελφε (Ζ 355)
*<δαείω>· μάθω (Κ 425) AS
<δαερόν>· μέλαν. κα τ καιόμενον
*<δαέρων>· το νδρς δελφν (Ω 762 ..) AS
<Δαήλης>· ερες ρτέμιδος
*a) <δαήμεναι>· <μαθεν> (Ζ 150) S b) *<<δαήμονες>>· μπειροι
 vgA γυνακες
 (*)<δαήμων>· μπειρος τεχνίτης
*<δαήμονος>· μπείρου τεχνίτου (Ο 411) S
<δαήμων>· εδήμων, πιστήμων r *μπειρος Σ
*<δαναι>· μαθεν (δ 493) g
<δαηρόν>· θερμόν, καυματηρόν, λαμπρόν, προφανές
<δάης>· μάχης μεγάλης
*<δάηται>· καίηται (Υ 316) S
†<δάθεα>· ρπη φρεατία. Ταραντνοι
*<δαίδαλα>· κατασκευάσματα ποικίλα (Ε 60) vgAS
<δαιθμόν>· μπρησμόν  
*<δαΐα>· μεγάλη, πειρος s σεμνή, φοβερά
†<δαΐαν>· τν ρουμένην σεμνήν

*<δαΐ>· μάχ, A ς γρας γραΐ, κα νας ναΐ (Ν 286)
<δαΐν>· μάχην. νίκην λαμπάδων (Callim. fr. 518)
<δαιομένων>· μεριζομένων
<δαϊζόμενος>· μεριζόμενος. τν γνώμην διαιρούμενος. (Ξ 20)
<δάϊον>· σχυρόν. γαθόν
<Δαρα>· ατ τ Δαείρ (Aesch. fr. 277)
<δαίς>· πεύκη, λαμπάς [εωχία. μάχη κα σώφρων] 


συνεχίζετε

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

τὸν Ἐπωπέως τοῦ Ἀλωέως τοῦ Ἡλίου...




Επι+οπτεύω = επί +οπτεύω ή οπιτεύω : εποπτεία, επόπτης, Επωπάω (ιο>ωψ) κλπ



Επωπεύς (μυθ.). Με αυτό το όνομα αναφέρο­νται:

Γιος του Αλωέα και εγγονός του Ηλίου (Παυσ. «Κορινθιακά», Α', 1)   

 Μαραθνα δ στερον τν πωπέως το λωέως το λίου φεύγοντα νομίαν κα βριν το πατρς ς τ παραθαλάσσια μετοικσαι τς ττικς, ποθανόντος δ πωπέως φικόμενον ς Πελοπόννησον κα τν ρχν διανείμαντα τος παισν ατν ς τν ττικν αθις ναχωρσαι, κα π μν Σικυνος τν σωπίαν, π δ Κορίνθου τν φυραίαν μετονομασθναι.

 περ δ τς λίου

βασιλείας ες τος ατο παδας Αήτην κα λωέα διαιρέσεως Θεόπομπος Χος

Εμήλου το Κορινθίου στορικο ποιητο μέμνηται λέγοντος·…


 ‘λλ' τε δ' Αήτης

κα λωες ξεγένοντο ελίου τε κα ντιόπης, τότε δ' νδιχα χώρην δάσσατο

παισν ος περίονος γλας υός. ν μν χ' σωπός, ταύτην πόρε δίωι λωε·

ν δ' φύρη κτεάτισσ', Αήτηι δκεν πασαν. Αήτης δ' ρ' κν Βούνωι παρέδωκε

φυλάσσειν εσόκεν ατς κοιτ' ξ ατοό τις λλος, πας υωνός· δ' κετο

Κολχίδα γααν.’



ή, όπως ο Απολλόδωρος αναφέρει, γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης (Α', 7, 4)  Κανάκη δ γέννησεν κ Ποσειδνος πλέα κα

Νιρέα κα πωπέα κα λωέα κα Τρίοπα. (Pseudo-Apollodorus Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori Chapter 1, section 53, line 2)







 επίσης, ο Υγίνος ανα­φέρει ότι ο Ε. ήταν γιος της Αλκυόνης, κόρης του Άτλαντα (τ3&. 157). (Σημ. Αλλα  ως γυιός της Αλκυόνης αναφέρετε και ο Γλαύκος

Mnaseas Perieg., Fragmenta Fragment 12, line 2

E LIBRO TERTIO.

 Athenaeus VII: Μνασέας δ' ν τρίτ τν

Ερωπιακν νθηδόνος κα λκυόνης ατν (τν Γλα-

κον) γενεαλογε. Ναυτικν δ ατν κα κολυμβητν

γαθν γενόμενον Πόντιον καλεσθαι· )







Στην πόλη Σικυώνα. στην καλούμενη Ιερά Πύλη, υπήρχε ναός και βωμός της Αθηνάς, τα οποία είχε αφιερώσει σ'αυτήν ο Επωπεύς (Παυσ. «Κορινθιακά», ΙΑ , 1). Το μνήμα του Επωπέα. βρισκόταν μπροστά από το βω­μό της Αθηνάς και κοντά στο ιερό των Απο­τρόπαιων θεών (Παυσ. «Κορινθιακά», ΙΑ', 1).



XI. ντεθεν δ ποτραπεσιν π πύλην καλουμένην εράν, ο πόρρω τς πύλης ναός στιν θηνς, ν πωπεύς ποτε νέθηκε μεγέθει κα κόσμ τος τότε περβεβλημένον. δει δ ρα χρόν κα τοδε φανισθναι τν μνήμην: κεραυνος θες ατν <κατέκαυσε,> βωμς δ κενος--ο γάρ τι ς ατν κατέσκηψε-- μένει κα ς τόδε οον πωπες ποίησε. πρ το βωμο δ ατ μνμα πωπε κέχωσται, κα το τάφου πλησίον εσν ποτρόπαιοι θεοί: παρ τούτοις δρσιν σα λληνες ς ποτροπν κακν νομίζουσιν. πωπέα δ κα ρτέμιδι κα πόλλωνι τ πλησίον ερν ποισαι λέγουσι, τ δ μετ' ατ ρας δραστον: γάλματα δ πελείπετο οδετέρ. βωμος δ πισθεν το ραίου τν μν Παν κοδόμησεν, λί δ λίθου λευκο. [2] καταβαίνουσι δ ς π τ πεδίον, ερόν στιν νταθα Δήμητρος: δρσαι δέ φασιν ατ Πλημναον ποδιδόντα χάριν τ θε το παιδς τς τροφς. το δ ερο τς ρας, ν δρύσατο δραστος, λίγον πωτέρω Καρνείου ναός στιν πόλλωνος: κίονες δ στήκασιν ν ατ μόνοι, τοίχους δ οκέτι οδ ροφον οτε νταθα ερήσεις οτε ν τ τς Προδρομίας ρας. τοτον γρ δ Φάλκης δρύσατο Τημένου, τς δο ο τς ς Σικυνα ραν φάμενος δηγν γενέσθαι.



 Η σχέση που υπήρχε μεταξύ του Επωπέα  και της Σικυώνας αποδεικνύεται και από το ότι ο ήρωας, από τον οποίο είχε πάρει το όνομα της η πόλη. ήταν εγγονός του Επωπέα. (Παυσανία. «Κορινθιακά». ΣΤ', 5). Κατ' αρχήν, ο Επωπεύς λατρευόταν οαν θεός στη Σικυώνα μαζί με την Επωπίδα - Δήμητρα αργότερα, όμως, το όνομα Επωπεύς ήταν επίθετο του Δία, με το οποίο λατρευόταν με την ιδιότητα του επόπτη και του επιτηρητή όλων



Από το θη­βαϊκό μυθικό κύκλο, το σχετικό με την Αντιό­πη, όπου ο Επωπεύς. φέρεται σαν «σύλλεκτρος» του Δία, γιατί παντρεύτηκε την Αντιόπη, την οποία είχε αφήσει έγκυο ο Δίας, φαίνεται η σχέση μεταξύ του Δία και του Επωπέα. (Απολλοδωρος Γ' 5, 5).



ντιόπη θυγάτηρ ν Νυκτέως· ταύτ Ζες συνλθεν. δ ς γκυος γένετο, το πατρς πειλοντος ες Σικυνα ποδιδράσκει πρς πωπέα κα τούτ γαμεται. Νυκτες δ θυμήσας αυτν φονεύει, δος ντολς Λύκ παρ πωπέως κα παρ ντιόπης λαβεν δίκας. δ στρατευσάμενος Σικυνα χειροται, κα τν μν πωπέα κτείνει, τν δ ντιόπην γαγεν αχμάλωτον. δ γομένη δύο γενν παδας ν λευθερας τς Βοιωτίας, ος κκειμένους ερν βουκόλος νατρέφει, κα τν μν καλε Ζθον τν δ μφίονα



'Ετερος Επωπεύς Βασιλιάς της Λέσβου που διέφθειρε την κόρη του Νυκτιμένη, την οποία κατόπιν μεταμόρφωσε η Αθηνά σε κουκουβάγια (Υγίν. (3ά. 204, 253).



Ο Επωπεύς -Ψαράς, που καταγόταν από την Ικαρία, τον μύθo είδαμε σε προηγούμενα κειμενα, ο Επωπεύς και ο γιος του έφαγαν, σύμφωνα με το μύ­θο, το ιερό ψάρι του Ποσειδώνα, που ονομαζό­ταν Πομπίλος Τον Επωπέα καταβρόχθισε, εξαιτίας της ανόσιας πράξης του, ένα τεράστιο θαλάσ­σιο τέρας (Αθήν. 283 Β).

Επωπεύς- Ηρωας, ο οποίος μονομάχησε με το γιο του Ηρακλή. Ύλλο.


 Επωπεύς -Γίγαντας, από τον οποίο ονομάστηκε η­φαίστειο της Κ. Ιταλίας.

Επωπίς. Επίκληση με την οποία λατρευόταν η Δήμητρα στη Σικυώνα (Ησύχ. στη λ. Επωπίς) μαζί με τον Επωπέα.



Όμως είδαμε ότι ο Επωπεύς θα μεταμορφωθεί στον Πομπίλο… και θα φέρει και τις ιδιότητες του Επόπτη – επίθετο του Διός όπως και το Επωπεύς- αλλα και του ιερού ουράνιου και θείου – δαίμονα – απεσταλμένου, όπου Οπις = Οπ-ωπα δηλ. οφθαλμός, η θεία εκδίκηση ή τιμωρία επι της παραβιάσεως των θείων νόμων, αλλα και η πρόνοια και η ευ-μένεια των θεών (θετική έννοια), σεβασμός μετα φόβου προς θεούς, προσοχή στα πράγματα και αφοσίωση, ζήλος και η αποτροπή κακών, καθώς οπις θεών ή θεία τιμωρία, με καλή σημασία ή ανταμοιβή, οπίζομαι έχω σέβας, εκτιμώ. Οπιδνός : φοβερός, σεβάσμιος. Μερικοί λεξάριθμοι ενδεικτικοί …


ΠΟΜΠΙΛΟΣ = 580 
 = ΑΛΗΘΗΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ (αληθής σημαινει, αληθής, ο μη υποκείμενος εις λήθην, ο περιπλανώμενος ταχέως «πετώντας» ομμόριζον του αλήτης),
= ΒΡΟΝΤΗΝ (μπουμπουνητό, βρονή, εμβροντησία, κατάπληξη, σάστισμα)
= ΑΓΙΑΣΘΕΝΤΑ  (Αγίασμα = ιερό, άδυτο, ναός, αγία μετάληψη, αγιασμός . Αυτά που έχουν αγιασθεί μέσω του  αγιάσματος )
= ΑΓΡΟΤΕΡΑ (επίθετο Αρτέμιδος)  = ΑΘΑΝΑΤΗΣΙ =  ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑΣ (κάτοικος της παραλίας ή αυτή που ζεί κοντά στην ακτή
= Η ΓΗΡΑΝΣΙΣ (η γήρανσις, γεράματα, γερασμός, γέρασμα, γερατειά, γηράνιον, γήρας, γήρος, ρυσά, ρυσή), 
= ΜΟΡΣΙΜΟΝ (Μοίρα, Ειμαρμένη)
= ΟΝΥΞ (όνυξ, στόνυξ, άκρη του νυχιού κοφτερή, σουβλερή μύτη, ακωκή, αιχμή, κόψη, οξύ εργαλείο, σουβλί)
= ΟΦΙ (όφις, φίδι, δράκος, βέλος, ακτινοβολία, αστερισμός, ερπετό και ποταμός Αρκαδίας, θάνατος, ζωή και ανάσταση, φαλλικό σύμβολο, ο φτερωτός όφις είναι ο Φάνης και με ένα φωτοστέφανο γύρω του απεικονίζει το φως του κόσμου [Γνωστικοί], ο χάλκινος όφις του Μωυσή, γνώρισμα του Ρα, του Ασκληπιού, του Ερμή και της Υγείας, αρχή της ζωής και Αγαθοδαίμων, θηριώδης μορφή του Δία και του Άμμωνα, αφιερωμένο στην Αθηνά και στον Απόλλωνα, η ζωτική αρχή ή ψυχή αφήνει το σώμα με την μορφή ενός όφεως και οι ψυχές των νεκρών μετενσαρκώνονται σε όφεις, οι Βάκχες κρατούσαν όφεις, σύμβολο της Ειλειθυίας, σύμβολο του Χριστού και του Διαβόλου, ο εκπέσοντας),
 =  ΠΥΡ (πύρ)
 = ΤΟΞΙΚΟΝ (τοξικός, ο της τόξευσης [της ηλιακής ακτινοβολίας] ή του τοξότου)
=   ΥΛΙΚΟΝ (υλικός, ανήκων στην ύλη, αποτελούμενος από ύλη, σάρκινος, ένυλος, σωμάτινος, σωματικός, υληγενής, χθονήρης, υλαίος, υλώος, σωματοφυής, χθόνιος, φυσικός, φθαρτός, εγκόσμιος, επίγειος, κοσμικός, πρόσυλος)
 = (ΣΧΕΔΙΟΝ:φ)

Σκεφθείτε τώρα και εκείνο το απόσπασμα στην Βίβλο Γεν. 1,2 
«κα πνεμα Θεο πεφέρετο πάνω το δατος»   
δηλαδή :το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.

‘Ομοια η ιστορία του εξ ουρανού τιμωρίας ή επιβράβευσης μέσω της διπλής καθόδου του ηλιακού φωτός ταυτόχρονα με την θεά Αφροδίτη την Θαλασσινή –όμοια στην ουρία και με την Μυριαμ-Μαρία -Μαριάμ – Μαριάμνη δηλ.Θαλασσινός αμνός – Μαρίνα –Μάρε κλπ (δες παλ.κείμενα) η θαλασσινή -και της αποστολής ενός θείου-δαιμονικού απεσταλμένου-υιού, μας οδηγεί σε πολλές γνωστές ιστορίες καθώς και σε μορφές υπόσχεσης του Παράκλητου, παρηγορητή,  του υπέρμαχου του ανθρώπου ως προς τον Πατέρα –του Μέγα-λου Οφθαλμού, Επόπτη. Μέσω του βαπτίσματος και της καθομολογίας, μέσω του τελετουργικού μύησης και αγιασμού οδηγεί και φέρει σε  μια νέα αθάνατη ζωή.
Στην ιστορία της  γοργόνας και του αθάνατου νερού- νερού που μετατρέπεται μέσω του  «τοξικού» ηλιοφωτισμού – πυρός, σε νερό αθανασίας ικανό να  καταπολέμηση την γήρανση αλλα και τον σωματικό θάνατο.

ΕΠΩΠΕΥΣ = 1570
ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑ (αναλογίας γνώρισμα, αναλογία, αρμονία, εμμέλεια, εμμετρία, έμμετρον, εμμετρότης, ευμετρία, ευρυθμία, ισονομία, λόγος, μετριότης, μέτρον, όρος, ούρος, ρυθμός, συμμετρία, συμμετρότης, συμφωνία, συναπαρτισμός, συνεξακολούθησις, [πιθανόν να κρυπτογραφεί την χρονική αναλογία του ρυθμού των μετενσαρκώσεων]),
 = ΑΣΤΑΡΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑ (Αστάρτης σημασία, Αστάρτη, Ασιατική θεότητα ταυτιζόμενη με την Αφροδίτη αλλά συχνά και με την Σελήνη)
= ΔΟΡΥΦΟΡΕΙΤΑΙ (δορυφορείται),
= ΕΓΚΡΑΝΟΚΡΑΤΩΡ (εγκρανοκράτωρ),
= Η ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΙΣ (η αρμονική γνώσις),
= ΚΛΩΝΟΥΣ (κλώνος, γενετικό αντίγραφο οργανισμού που προέρχεται από ένα μοναδικό, αρχικό οργανισμό με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημος με αυτό),
= ΚΝΩΨ (κνώψ, φίδι, θηρίον, τυφλός),
= ΤΙΣ ΕΙ Ο ΔΡΑΚΩΝ (τις ει; -ο Δράκων),
=  ΤΟ ΤΕΙΡΟΣ ΕΣΤΙ (το τείρος εστί, τείρος, άστρον, αστερισμός, ουράνιον σώμα),
= ΧΟΡΩ (χορός, γλαύξ, βαλλισμός, ορχηστύς, ορχησμός, όρχησις, χόρευμα, χοροστασία, σκιρτηθμός, χορεία, σχημάτιον, σκίρτημα, χόρευσις, σκίρτησις, χορός ιδίως συνοδευόμενος από τραγούδι, κυκλικός χορός, ομάδα χορευτών και αοιδών, παρέα, όμιλος, χορεία, χορός θεάτρου, άσμα που τραγουδούσαν τα μέλη του χορού, σειρά, ωδή, τόπος χορού, χορός εκκλησίας),
= ΧΡΥΣΟΣ (χρυσός),
= ΔΙΑ-ΠΕΠΤΩΚΟΣ (Δια+πίπτω, πέφτω, γκρεμίζομαι, πέφτω κάτω, επιπίπτω, εκπίπτω, νικιέμαι, προερχομαι κλπ)
= ΔΙΑΠΕΣΟΝΤΩΝ (διαπίπτω, αποτυγχάνω, χάνομαι, έχω λάθος, σφάλλω, πέφτει κάτι και γκρεμίζεται, διαδίδεται φήμη)
= ΕΜΠΟΜΠΕΥΩΝ (Εμ+πομπεύω, συνοδεύω κάποιον ως οδηγός ή συνοδός, προπέμπω, οδηγώ, παραπέμπω, συμμετέχω σε θρησκευτική πομπή, λιτανεύω, εκτελώ πομπή θριάμβου (στη Ρώμη), σκωπτώ, πομπεύω, διαπομπεύω, ρεζιλεύω, ερμηνεύω κλπ
= ΙΧΘΥΟΛΥΜΑΙ (Ιχθυολογέω μιλω για ψάρια, Ιχθυολύμης : αφανιστής των ιχθύων, φοβερός ψαροφάγος)
= ΚΟΛΥΜΒΗΣΩ (κολυμβάω, κολυμπώ, καταδύωμαι)
= ΠΑΙΔΕΡΩΤΟΣ – (Παιδέρως : επίθετο Διός, αλλα και παιδί ωραίο ως έρωτας)
= ΩΚΥΠΟΣ (ανεμοπόδαρος, ταχυπόρος, ταχύπους, ωκύπους, ταχύπορος)
= ΩΜΟΤΟΚΟΣ (τίκτων άκαιρα, ή πρόωρα, αλλα και ο προκαλών άμβλωση)
= ΩΡΟΥΣ (Ωρος αιγύπτιος θεός, αλλα και ο ύπνος, ο χρόνος, ο ενιαυτός, το έτος)



1021 = ΕΠΩΠΕΑΝ
= ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (απόστολος, απεσταλμένος, απαγγελεύς, αγγελιοφόρος, πρεσβευτής, απόστολος του Θεού, κήρυκας του Ευαγγελίου που στάλθηκε από τον Θεό, κήρυξ, στόλος, αποστολή του στόλου, αποστολή αποικίας),
= ΑΤΡΟΠΟΥ (Άτροπος, μία από τις τρεις Μοίρες [Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεσις], θυγ. Νυκτός // ΗσΘ. 218, ή του Διός και της Θέμιδος // ΗσΘ. 901, ορίζει το παρελθόν), ΑΤΡΟΠΟΥ (άτροπος, αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αδιάλλακτος, άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάπειστος, ανένδοτος, δύσκαμπτος, σκληροτράχηλος),
=  ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ (εντελέχεια, επιμονή, συντέλεια, δραστηριότητα, ενέργεια, ενεργητικότητα, πραγματική ύπαρξη, αληθινότητα),
= ΘΕΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ (θείον βρέφος),
= ΛΑΜΠΡΟΤΟΞΟΣ (λαμπρότοξος, έχων λαμπρό τόξο),
= ΜΟΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ (μουσικοθεραπεία),
= ΠΑΝΣΟΦΟΝ (πάνσοφος, σοφός σε όλα, που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης, πολυμαθέστατος, ακρόσοφος, μητιόεις, τρίσοφος, υπερσοφιστής, υπέρσοφος),
= ΠΑΝΤΟΠΟΡΟΣ (παντοπόρος, πού βρίσκει παντού διέξοδο, πού διαπερνά τά πάντα),
= ΠΕΡΣΕΦΟΝΑΙ (Περσεφόνη, Φερσεφόνη, Περσεφόνεια, Φερρέφαττα, Κόρη, Δέσποινα, θυγ. Διός και Δήμητρος // ΗσΘ. 912, σύζ. διά αρπαγής του Αϊδωνέως [Άδου, Πλούτωνος] // ΟμΥ. 4:2, υπό την εξουσία της έχει τις ψυχές των νεκρών, ένεκα εξαπατήσεως εκ του Αϊδωνέως, το ένα τρίτο του έτους παραμένει στον Άδη και τα δύο τρίτα με την μήτηρ της και τους άλλους αθανάτους // ΟμΥ. 4:446, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, με την Περσεφόνη έσμιξε ο Ζεύς, μεταμορφωθής σε δράκοντα, ένεκα αυτής της ενώσεως γεννήθηκε ο Ζαγρεύς // ΝονΔ. 6:155),
= ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ (πολύκρανος, πολυκέφαλος),
= ΣΥΖΥΓΙΑ (Συζυγία, επ. Ήρας, συζυγία, σύζευξη, ζεύγος ζώων, ζευγάρι
= ΤΟ ΑΕΙ ΟΝ ΕΣΤΙ (το αεί όν εστί, αυτό πού πάντα είναι, //Πλ.Τίμ.27d:6),
= ΑΟΡΩΝ (α+οράω, αορασία  η τυφλότητα, αλλα και η αορασία η αφάνια, ο αόρατος και ο αθέατος, ο απαρατήρητος)
= ΑΠΟΛΛΩΙ (απόλλω καταστρέφω, εξολοθρεύω, φονεύω, σκοτώνω, αφανίζω, εκμηδενίζω, εξοντώνω κλπ  Απόλλων θεός του ήλιου και του φωτός ή Φοίβος, ή Αναξ, ή Λυκωρεύς, ή Σμυνθεύς, τοξοφόρος, εκαβόλος, εκαβαλέτης, χρυσάωρ κλπ)
= ΖΩΟΓΟΝΙΑΙ (ζωογονία, γέννηση ζωντανών, ζωογόνηση)
= ΣΑΒΑΖΙΩ ( Βακχικός, αλλα και ο Βάχκος στην Φρυγία, Θράκη γιορτάζονταν με μυστηριώδεις τελετές ιδιως από γυναίκες, αλλα και επίθετο του Διός)
= ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ( Τεκνοποιώ – τεκνοποιία, παιδοποιία, τεκνογονία)

ΔΙΑΣ ΕΠΟΠΤΗΣ = 958
= ΑΡΙΘΜΟΣ ΙΓ EΣΤΙ (αριθμός ΙΓ΄[13] εστί),
=  ΔΡΑΚΟΝΤΟΛΕΤΗ (δρακοντολέτης, ο εξολοθρευτής δράκων, επ. Απόλλωνος),
= Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ (η Αγία Τριάς σημαίνει),
=   ΡΙΖΩΜΑ (ρίζωμα, ριζοβόλησις, ριζοβόλημα, ρίζωσις, ρίζα, γενεά, γένος, γενιά, αρχή, καταγωγή, σύνολο ριζών φυτού, υπόγειος πολυετής βλαστός),
= ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΗΡΑΝΣΙΣ (τι είναι γήρανσις;),
= ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΔΑ (Κορύβαντες, γιορτή Κορυβάντων αγνισμός με τελετές, μεταρσίωση, ενθουσιασμός, καθαρση, καθαρισμός)
= ΚΟΥΡΗΤΙΝ (κουρητίζω μιμούμαι τα των Κουρητών, τελώ τα όργια των Κουρητών, Κουρήτις Χθών αλλα και Κουρήτις χώρα η Αιτωλία και η Κρήτη.
= ΜΟΝΟΓΕΝΟΥΣ (μοναχογιός, ο γεννηθείς μόνος, μονάκριβος, συγγενής, ο από το ίδιο γένος, μονογενώς με μοναδικό τρόπο)
= ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ ( Ιερουργεώ – Εκτελώ ιερή υπηρεσία, εκτελώ ιεροπραξία)
= ΝΥΦΗ (Νύμφα, η γυναίκα που παντρεύεται, νύμφη, νιόπαντρη γυναικα, επιθ. Αφροδίτης)
= ΠΟΛΥΕΡΓΟΣ (πολύεργος, πολύ εργασία έχων, φίλεργος, φιλόπονος)
= ΠΟΛΥΗΡΟΣ (πολύηρος, ο έχων πολλά χωράφια, ο έχων πολλούς αγρούς, κτηματίας)

1785 = ΔΙΑΣ ΕΠΩΠΕΥΣ
ΑΠΟΛΛΥΩΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ (Απολλύων σημαίνει, Αβαδδών, ο άγγελος της αβύσσου // ΙωάνΑ. 9:11),
=  ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΧΘΟΝΙΟΥΣ, ΕΚΠΤΩΤΟΙΣ (έκπτωτος, που έχει πέσει έξω, αποτυχών, ξεπεσμένος, εξόριστος, γκρεμισμένος),
= Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΠΟΧΗ (η τετάρτη εποχή, [η εποχή κατά την οποίαν υπήρξεν το ηρώων γένος]),
=  ΙΕΡΟΣ ΛΩΤΟΣ (ιερός λωτός),
= ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΕΙΔΟΣ (το τέταρτον είδος), 
= ΧΡΙΣΤΕΜΠΟΡΟΙΣ (χριστέμπορος, χριστοκάπηλος, θεοκάπηλος, εμπορευόμενος τον Χριστό ή την θρησκεία, σιμωνιακός),
= ΚΥΡΙΕΥΩΝ (Κυριεύω, είμαι κύριος, γινομαι κύριος, εξουσιάζω, κατακτώ, κατέχω, πορθώ, εκπορθώ, κυριεύω)
= ΠΡΟΝΟΟΥΜΕΝΩΝ (Προνοέω, προνοώ, προαισθάνομαι, προβλέπω, στοχάζομαι πρωτύτερα, εφευρίσκω νωρίτερα, φροντίζω, νοιάζομαι, μεριμνώ )
= ΠΡΟΟΡΩΜΕΝΟΥ (προοράω, προβλέω, βλέπω μακριά και εμπρός, παρατηρώ εμπρός και μακριά, διαβλέπω, προαισθάνομαι, προεικάζω, προοιωνίζομαι, φροντίζω έγκαιρα κλπ)
= ΠΡΟΠΕΜΠΤΙΚΩΣ (προ+πέμπω, στέλνω πρωτύτερα ή μπροστά, ξαποστέλνω νωρίτερα, αποπέμπω, διώχνω, στέλνω μακριά, αποστέλλω, στέλνω)
= ΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΣΑΝΤΕΣ (προσαγορεύω, προσκαλώ, προσφωνώ, χαιρετίζω, χαιρετώ, ονομάζω, αποκαλώ, αναφέρω τ΄ονομα, αποδίδω)
= ΕΣΤΕΙΡΩΜΕΝΟΣ
= ΠΟΛΕΜΟΥ ΦΟΝΕΥΕΙΝ
= ΠΡΟΣΦΥΟΜΕΝΟΣ
= ΠΡΟ ΤΑΧΘΕΝΤΟΣ
= ΣΠΕΡΧΩ
= ΣΩΦΡΟΝΕΙΝ
= ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΟΥΣ
= ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ


ΕΠΩΠΙΔΑ ΔΗΜΗΤΡΑ = 1441
= ΑΙΩΝΟΤΟΚΟΝ (αιωνοτόκος, γεννών τους αιώνες),
= ΑΝΩΘΕΝ ΓΕΝΝΗΣΙΣ (άνωθεν γέννησις //ΙωάνΕ.3:3),
=  ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ (απόκρυφος),
=  ΓΟΝΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΔΙΟΣ (γόνος κεφαλής Διός),
= ΔΙΑΣΤΑΣΙΣ ΕΣΤΙ (διάστασις εστί, αποχή, γνωσιμαχία, διαφορά, εκπέτασμα, επιφάνεια, ρυσμός, χωρισμός, διάστημα, απόσταση, διαστολή, διαφορά, χάσμα, διχόνοια, ασυμφωνία, στάσις, μεταβολή του γένους),
= ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΕΦΑΛΟΣ (δρακοντοκέφαλος),
= ΕΚΑΤΟΝ ΠΕΝΗΚΟΝΤΑ ΤΡΙΑ (εκατόν πενήκοντα τρία),
= ΕΜΠΝΕΥΜΑΤΟΥΝ (εμπνευματόω,ώ),
= Η ΚΑΤΑΒΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ  (η κατάβασις εις τον Άδην)
= ΟΥΡΑΝΙΩΪ (ουρανίωϊ, ουράνιος-ον), 
= ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ (φιλοσοφία),
= ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΜΑ (χρησμοδότημα),
= ΧΡΥΣΙΑΙΟΝ (χρυσιαίος,σχετικός με χρυσό ή χρυσά νομίσματα, αποτελούμενος από χρυσό ή χρυσά νομίσματα),
= ΧΩΜΑ (χώμα, σύνδεση με ρίζα Πυθ, Δελφούς),
= ΓΛΩΣΣΗΣ (γλώσσα ανθρώπων και ζώων, διάλεκτος, λαλία, λεξη παλιά και αποξενωμένη, ελευθεροστομία)
= ΓΛΩΤΤΗ (γλώττα αττικός τύπος της γλώσσας)
= ΓΝΩΣΤΙΚΗΝ ( Γνωστική, επιστήμη, η δύναμη να γνωρίζεις, γνωστικός ο κατάλληλος για γνώση και για να καταλάβει, ο της γνώσης, ο παντοδαπής σοφίας έμπειρος)
= ΓΥΜΝΟΤΗΤΟΣ (γύμνια, φτώχεια, ένδεια)
= ΔΑΙΜΟΝΙΩΤΕΡΑΝ (δαιμονάω κυριεύομαι από δαίμονα, Δαιμονία η θεική τύχη, θεικά, Δαιμόνιον Θεός, θεότητα, θεία δύναμη, θείο όν, Διάβολος στην Κ. Διαθήκη, φάντασμα)
= ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΜΑ (χρησμοδότημα),
 = ΧΡΥΣΙΑΙΟΝ
= ΑΡΤΟΠΩΛΙΝ
= ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΗΝ
= ΕΠΤΑΦΘΟΓΓΟΥ
= ΕΠΥΡΣΕΥΣΑΝ
= ΕΣΠΑΡΓΑΝΩΣΑ
= ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΑΙ
= ΙΑΤΡΕΥΟΝΤΕΣ
= ΙΑΤΡΙΚΩΣ
= ΚΑΛΛΙΣΤΩΝ
= ΚΑΛΛΙΦΥΤΟΙΟ
= ΛΥΚΟΦΡΟΝΑΣ
= ΠΑΝΕΥΔΑΙΜΩΝ
= ΠΕΡΙΣΤΕΛΛΟΥΣΑΙ
= ΦΕΡΣΕΦΟΝΑΙ
= ΦΙΛΟΛΑΩ
= ΧΩΜΑ
= ΨΑΛΛΟΥΣΙ
= ΨΑΛΜΟΥΣ
= ΩΚΥΡΟΑΝ

1175 = ΕΠΩΠΙΣ (η Δήμητρα- Δα-ματερ)

= ΑΓΙΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ (Άγιος Γεώργιος, στην Χριστιανική εικονογραφία και παράδοση παρουσιάζεται ως δρακοκτόνος),
= ΑΓΟΥΣΑ ΤΟ ΠΑΝ (άγουσα το πάν, η Αγάπη, [αγάπη, παρά το άγειν το πάν, ήτοι ενούν και συνάπτειν προς ομόνοιαν, ή παρά το άγαν ποιότητα έχειν //ΕML),
= ΑΡΑΒΟΣΥΡΙΑΚΟΣ (Αραβοσυριακός), 
= ΑΡΧΑΙΟΓΟΝΟΣ (αρχαιογόνος, αρχέτυπος, αρχέγονος, αρχικός, πρωτόγονος, πρωτόρριζος),
= ΑΡΧΑΙΟΓΟΝΟΣ (αρχαιόγονος, που κατάγεται από αρχαία οικογένεια), ΑΠΟΘΕΩΣΙ (αποθέωσις, θεοποίηση),
= ΔΡΑΚΟΜΟΡΦΟΣ (δρακόμορφος, ο έχων μορφή δράκοντος),
= Η ΓΑΛΑΞΙΑΚΗ ΠΥΛΗ ΕΣΤΙ (η γαλαξιακή πύλη εστί), 
= ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ (ουρανοδρόμος, διατρέχων τον ουρανό),
=  ΟΥΡΕΥΣ (ουρεύς, φύλακας), ΟΥΡΕΥΣ (ουρεύς, μουλάρι, ημίονος),
=  ΟΦΘΑΛΜΙΤΙΔΑΣ (οφθαλμίτις, επ. Αθηνάς),
=  ΣΕΙΡΙΩΝ (Σείριος [Sirius 9 alp CMa], καυστικός, ακτινοβόλος, καλοκαιρινός, ο φωτεινότερος αστέρας στον ουρανό, βρίσκεται στον αστερισμόν του Μεγάλου Κυνός [Canis Major, CMa], ον. Σειρίου, Ήλιος, Αστήρ του Κυνός, Αστήρ Οπωρινός, Καυστηρός Κύων, Ίσις, Ρα, Σούρια, Σούρ, Σήειρ, Χού Σή [το τόξο και το βέλος]),
= ΤΡΙΔΥΝΑΜΟΣ (τριδύναμος),
= ΥΔΡΟΚΥΑΝΙΟΝ (υδροκυάνιον),
= ΑΙΘΕΡΟΜΟΡΦΟΣ (Αιθερόμορφος ο εχων μορφή ως ο αιθηρ)
= ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΕΝΟΝ
= ΑΝΑΖΩΟΠΟΙΗΘΗΝΑΙ (αναζωοποιώ – ανασταίνω, νεκρανασταίνω, επαναφέρω στη ζωή)
= ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΝ
= ΑΝΑΦΥΟΜΕΝΗΝ (αναφυώ, κάνω κάτι να φυτρώσει, φυτρώνω, αναγεννώ, παράγω)
= ΑΝΘΕΙΤΩ (ανθέω, ακμάζω, ανθίζω, ανθοβολω. Ευημερώ, θάλλω, λουλουδίζω, αφθονώ)
= ΑΡΧΙΠΟΛΙΔΟΣ (πολέω, οργώνω, αροτριώ, αροτριώνω, περιφέρομαι, διαμένω, κατοικώ, μένω, τριγυρίζω)
= ΓΛΑΥΚΟΜΜΑΤΟΣ
= ΕΝΤΕΘΑΜΜΕΝΟΥΣ
= ΕΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ
= ΘΡΕΨΑΝΤΙ (τρέφω, θρέφω, αναθρέφω, ανατρέφω, γαλουχώ, μεγαλώνω κλπ)
= ΘΡΗΝΗΣΩ
= ΘΡΗΝΗΤΙΚΟΥΣ
= ΚΑΤΑΚΛΑΥΣΑΣΑ
= ΚΑΤΑΝΤΛΗΣΕΣΙΝ
= ΚΑΤΑΞΗΡΑΝΘΕΝΤΟΣ
= ΚΕΝΤΩ
= ΚΙΣΣΟΦΟΡΕ (επίθ. ΔΙΟΝΥΣΟΥ)
= ΚΛΩΔΟΝΑΣ (κλωδωνες, μαινάδες)
= ΚΥΟΦΟΡΕΙ
= ΜΕΙΛΙΧΙΟΥ (επίθ. ΔΙΟΣ
= ΠΑΙΔΟΠΟΙΩΝ
= ΠΑΙΔΟΣΠΟΡΗΣΑΝΤΑ
= ΤΑΠΕΙΝΟΤΑΤΗΝ (μετριοφροσύνη, σεμνότητα, ταπεινοσύνη)
= ΤΑΡΑΣΣΟΜΕΝΗΣ
= ΤΑΡΑΤΤΟΜΕΝΗ
= ΤΕΚΝΩ (τέκνο, γέννημα, παιδί)
= ΤΕΚΩΝ (πατέρας)
= ΤΕΛΕΟΥΜΕΝΟΣ
= ΤΕΡΠΟΝΤΟΣ
= ΤΕΦΡΟΣ (τεφρός, γκρίζος, σταχτής, λευκόφαιος, σταχτερός, τεφρώδης, τεφροειδής)

2745 = ΕΠΩΠΙΣ+ ΕΠΩΠΕΥΣ
= ΑΥΤΟΦΑΝΕΙΑ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΕΙΝΑΙ (αυτοφάνεια Απόλλωνος είναι),
=  EN AΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ (εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον θεόν // ΙωάνΕ. 1:1),
= Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΥΙΣΜΟΥ (η κατάργησις του δυϊσμού),
= ΗΧΟΣ ΑΥΛΟΥ ΠΑΝΟΣ ΕΣΤΙΝ (ήχος αυλού Πανός εστιν),  
ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΔΥΑΔΙΚΟΤΗΤΟΣ ΕΣΤΙ (κατάργησις δυαδικότητος εστι),
=  Ο ΒΛΑΣΤΟΣ ΤΟΥ ΣΙΤΟΥ ΔΗΛΟΙ (ο βλαστός του σίτου δηλοί),
= ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΟΠΟΣ (Ουρανίας Αφροδίτης τόπος), 
= ΟΨΙΜΟΣ ΠΑΛΙΝΑΓΡΕΤΟΣ ΘΑΜΒΑΛΕΗ ΑΡΧΗ (όψιμος παλινάγρετος θαμβαλέη αρχή //Νόννoυ, Μεταβολή του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου 11:164),
= ΤΙ ΕΣΤΙΝ ΤΟ ΦΩΣ (τι εστίν το φώς;),
= ΕΜΨΥΧΩΣ (εμψυχος – ζωντανός, έμβιος, ζωηρός)
= ΠΕΡΙΨΥΧΩΝ (περιψύχω – ψυχραίνω ολόγυρα, δροσίζω ολόγυρα)
= ΣΥΓΧΩΡΗΘΕΝΤΟΣ
= ΣΥΜΦΥΣΕΩΣ (Συμφυσάω, φυσώ μαζί, μηχανεύομαι, χαλκεύω, συνεργάζομαι)
= ΥΠΕΡΥΨΩΣΙΝ (Υπερύψωσις – υπερβολική ανύψωση)
= ΨΥΧΟΤΡΟΦΕ (τροφή ψυχής ή πνεύματος, αναζωογόνηση, ζωογόνος, ο τρέφων τη ψυχή)
= ΨΥΧΡΟΤΕΡΟΥ

 2150 ΕΠΩΠΕΥΣ ΠΟΜΠΙΛΟΣ
= ΒΑΣΙΛΗΑ ΜΕΓΑΝ ΑΣΚΛΗΠΙΟΝ ΗΠΙΟΔΩΤΗΝ (ΟρφΥ. Προς Μουσαίον:37),
= ΓΑΙΗΟΧΕ ΚΥΑΝΟΧΑΙΤΑ (επ. Ποσειδώνος, ο περιβάλλων την Γη με μαύρη κόμην),
=  ΔΙΑΨΥΧΟΜΕΝΟΣ (διαψυχόμενος),  
= Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΝΞ ΟΜ ΠΑΞ (η προφορά του κονξ ομ παξ),
=  ΜΕΤΑΒΑΣΙΣ ΕΙΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΝ ΔΙΑΣΤΑΣΙΝ (μετάβασις εις παράλληλον διάστασιν), 
= ΟΜΟΨΥΧΟΣ (ομόψυχος, όμοιος στην ψυχήν, ομόθυμος, ομόπνοος, σύμψυχος),
= Ο ΧΕΙΡΩΝ ΕΣΤΙ (ο Χείρων εστί, Χείρων, υιός του Κρόνου και της Φιλλύρας, Κένταυρος γεννηθείς, κατά το ήμισυ ανήρ και κατά το ήμισυ ίππος,  οι Κένταυροι μερικές φορές συνοδεύουν τον Διόνυσο Βάκχο, στον Χριστιανισμό θεωρείται ως άλλη μία ενσάρκωση του Διαβόλου),
= ΠΟΛΥΩΝΥΜΟΙΣ (πολυώνυμος, λατρευόμενος με πολλά ονόματα, έχων πολλά ονόματα, συνώνυμος, περιώνυμος, επ. Απόλλωνος // ΟμΥ. 3:82, Αρτέμιδος // ΟρφΥ. 36:1, Δήμητρος // ΟρφΥ. 40:1, Διονύσου // ΟρφΥ. 45:2, Παναγίας και Μονάδος // Ιαμ.),
= ΤΙ ΔΗΛΟΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (//ΙωάνΕ.15:26),
= ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΡΑΣΙΝ (το απαραίτητον διά την ενόρασιν),  
=  ΤΟ ΜΕΤΡΟΝ ΤΩΝ ΕΞ (το μέτρον των έξ),
= ΥΠΝΩΤΙΣΜΟΣ (υπνωτισμός),
= ΧΡΟΝΟΚΑΤΑΛΥΤΗΣ (χρονοκαταλυτής),

συνεχίζετε...