Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Διόνυσον νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον ...



Στην Ελληνική ανθολογία  όπως ονομάζεται από τους μελετητές  όπου υπάρχουν καταγεγγραμμένα επιγραμμάτα και ποιημάτα αρχαίων κλασσικών Ελλήνων και βυζαντινών ποιητών από τον 7ο π.Χ. μέχρι τον 10ο ή και το 12ο μ.Χ. αιώνα και σ’ έναν Αδέσποτο Ύμνο του Διονύσου, διάβαζουμε δύο επίθετα του που θα μας απασχολήσουν στην παρακάτω ανάρτηση. Νεβρωδέας και Νεβριδόπεπλος –δίδω ολόκληρο τον ύμνο παρακάτω :

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca
Book 9, epigram 524, line 14

Αδέσποτον
Ύμνος εις Διόνυσος

Μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην,
αβροκόμην, αγροίκον, αοίδιμον, αγλαόμορφον,
Βοιωτόν, βρόμιον, βακχεύτορα, βοτρυοχαίτην,
γηθόσυνον, γονόεντα, γιγαντολέτην, γελόωντα,
Διογεν, δίγονον, διθυραμβογεν, Διόνυσον,
Ειον, εχαίτην, εάμπελον, γρεσίκωμον,
ζηλαον, ζάχολον, ζηλήμονα, ζηλοδοτρα,
πιον, δυπότην, δύθροον, περοπα,
θυρσοφόρον, Θρήικα, θιασώτην, θυμολέοντα,
νδολέτην, μερτόν, οπλόκον, ραφιώτην,
κωμαστήν, κεραόν, κισσοστέφανον, κελαδεινόν,
Λυδόν, ληναον, λαθικηδέα, λυσιμέριμνον,
μύστην, μαινόλιον, μεθυδώτην, μυριόμορφον,
νυκτέλιον, νόμιον, νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον,
ξυστοβόλον, ξυνόν, ξενοδώτην, ξανθοκάρηνον,
ργίλον, βριμόθυμον, ρέσκιον, ορεσιφοίτην,
πουλυπότην, πλαγκτρα, πολυστέφανον, πολύκωμον,
ηξίνοον, αδινόν, ικνώδεα, ηνοφορα,
σκιρτητήν, Σάτυρον, Σεμεληγενέτην, Σεμελα,
τερπνόν, ταυρωπόν, Τυρρηνολέτην, ταχύμηνιν,
πνοφόβην, γρόν, μενήιον, λήεντα,
φηρομαν, φρικτόν, φιλομειδέα, φοιταλιώτην,
χρυσόκερων, χαρίεντα, χαλίφρονα, χρυσεομίτρην,
ψυχοπλανή, ψεύστην, ψοφομηδέα, ψυχοδέκτην,
ώριον, ωμηστήν, ωρείτροφον, ωρεσίδουπον.
μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην.)

Μερικές αναγραφές σε λεξικά για να δούμε  τις ερμηνείες που δίδονται για τον νεβρό.


Νεβρός (βλ. νέος, νήπιος) το νεογνό του ελαφιού, επί παραδόξου πράγματος, νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νευρίας, νεβρίδιον, νεβριδο- νεβρίζω, νεβρίς, νεβρισμός, νεβρίτης, νεβρόομαι, νεβρόω, νεβρώδης.

Νεύρον (νεαρόν (α>υ) βλ. νεβρός, διότι από διότι από έντερα νεαρών ζώων ή από νεβρίδες ( = δέρματα νεβρών), κατασκεύαζαν χορδές.- χορδή ή σχοινί, από νεύρα ή άκρα του μυός, με τα οποία αυτός προσκολλάται στο οστό, νεύρο του νευρικού συστήματος, ρώμη, ισχύς, δύναμη, η χορδή του τόξου, ή σφενδόνης, νευρία, νεύρα, νευρή, νευράς, νευρικός, νευρικόν, νεύρινος, νευρο-, νευρόω, νεύρωσις, νευροειδής, νευρώδης, νευρωτικός, νεύρ-, νευριάζω, νευρίασμα, νευριαστικος, νευρισμένος, νευρικότητα, νευρίνωμα

Ελλός το νεογνόν της Ελάφου, διότι κρύπτεται, λουφάζει επί του εδάφους, Ελλάς, Σελλοί- Ελλοί, Ελλην, Ελλάδα, Έλληνας, Έλλην είναι όλες λέξεις με κοινή ρίζα

Από το Ετυμολογικόν Λεξικόν Ελληνικής γλώσσας του Σταύρου Ν. Βασδέκη…

Suda, Lexicon
Alphabetic letter nu, entry 127, line 1

<Νεβρίζων·> Δημοσθένης πρ Κτησιφντος. ο μν ς το
τελοντος νεβρίδα νειμένου κα τος τελουμένους διαζωννύντος νε-
βρίσιν, π τ νεβρος διασπν κατά τινα ρρητον λόγον.
<Νεβρίς:> λάφου δέρμα. ν πιγράμμασι· νθετό σοι κορύναν
κα νεβρίδας μέτερος Πάν.
<Νεβρίς.> κισσωτν στέρνοις νεβρίδ' ναπτομένη.
<Νεβρός:> λάφου γέννημα, οονε π τν βορν ξιν κα νε-
μόμενον. τυμολογεται δ νεοπόρος τις ν. κα <Νεβρείη
καρδία.> Βάβριος· πεινσα κερδώ, καρδίην δ νεβρείην λάπτει πεσοσαν,
ρπάσασα λαθραίως.
<Νεβρώδ:> νομα κύριον. φ' ο ο γίγαντες.
<Νεβρώδης:> νομα κύριον
 
Cyranides, Cyranides
Book 2, section 27, line 2


Περ νεβρο.
 Νεβρός στι τ τς λάφου γέννημα.

Εustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 310, line 5

                                 Σημείωσαι δ τι νεβρός
μν τ γέννημα τς λάφου δι το β γράφεται,
Νευροί δ τ θνικν, ο κα Νευρται, δι τς ευ διφθόγγου.


Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 700, line 24

Οτοι ο Καμαρται τν Βάκχον
νδν κ πολέμου, φησ, δεξάμενοι ξένισαν, κα τας
Λήναις, στι τας Βάκχαις, συνεχόρευσαν, τ κείνων
φορήματα, ζώματα δηλαδ κα νεβρδας, π στήθεσι
βαλόντες, εο Βάκχε λέγοντες. μνητικν δ ν τοτο
τ λόγιον τ Διονύσ πιφωνούμενον, σπερ κα τ
εάν· θεν κα τ εόζειν παράγεται, κα Διόνυσος  
Εϊος λέγεται. Τατα δ ο μν δάσυνον, ς νθου-
σιαστικ πρωτόθετα πιρρήματα, ο δ ψίλουν, ντ
το ε ο, τουτέστιν ατ, κλαμβανόμενοι τν το
Περιηγητο ταύτην φωνν, κα ξ ατς τ εάν προά-
γοντες, τάχα μν ν μι λέξει, τάχα δ κα ς κ δύο
σύνθετον, το ε κα το αν. στέον δ τι α Βάκχαι
α το Διονύσου παδο ες μπέλους λληγορονται·
τροφο γρ αται το ες ονον κλαμβανομένου Διονύ-
σου. Α δ Διονυσιακα νεβρδες τν τν σταφυλν ν
χρό ανίττονται πολυείδειαν· πολύχροοι γρ κα α νε-
βρδες κα ποικίλαι τος στίγμασιν· κα τ τν με-
θυόντων πεμφαίνουσιν γενές· δειλν γρ νεβρς,
τ τς φυζακινς λάφου νεογνν, ο δορ νεβρίς·
κα διότι ποικίλοι τ ες νον δι τ εμετάβολον
ο μεθύοντες, ποικίλον δ κα νεβρς δι τ πολύ-
στικτον.

Οι Διονυσιακές νεβρίδες επικροτούν και επιδοκιμάζουν την χροιά, την ποικιλία την πολυμορφία των δερμάτων που ομοιάζουν την χροιά των σταφυλιών – αποχρώσεις … Διαφορετικές αποχρώσεις έχουν και οι νεβρίδες και πολλές μορφές στο χρώμα και στα πλουμίδια, στα σχέδια τους πάνω στο δέρμα των νεαρών ελαφιών…
Ή και των μεθυσμένων φανερώνει την αγένεια, την ανανδρία τους, καθώς είναι δειλό το ελαφάκι, της δειλής ελαφίνας ο νεογνός, και δεν θα πρέπει να σκοτώνεται ή ότι η ευμετάβλητη, αλλοπρόσαλλη, ασταθής και ευμετάβλητη σκέψη  στον νου των μεθυσμένων, ποικίλει όπως και της νεβρίδος το κατάστικτο, κηλιδωτό, παρδαλό πιτσιλωτό, ποικιλόχρωμο δέρμα…


συνεχίζετε ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου