Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

μύστιδι τέχνῃ ὄργια νυκτελίοιο διδασκομένη Διονύσου



τότε Βάκχον λοσα θεοτρεφέων π μαζν
προϊδ ζοφόεντι κατεκλήισε βερέθρ·
κα Δις ατοβόητος παγγέλλουσα λοχείην
μαρμαρυγ σελάγιζε καταυγάζουσα προσώπου·
τοχοι δ' χλυόεντες λευκαίνοντο μελάθρου,
κα ζόφον κρυφε φέγγος θηήτου Διονύσου.
κα Βρομί παίζοντι παρέζετο πάννυχος νώ·
πολλάκι δ' στήρικτος ναθρσκων Μελικέρτης
χείλεσιν ντιτύποισιν νέσπασε γείτονα θηλν  
εια παππάζοντι παρερπύζων Διονύσ.
 κα θεν τρεφε Μύστις ἑῆς μετ μαζν νάσσης
μμασιν γρύπνοισι παρεδρήσσουσα Λυαί·
κα πινυτ θεράπαινα φερώνυμα μύστιδι τέχν
ργια νυκτελίοιο διδασκομένη Διονύσου
κα τελετν γρυπνον πεντύνουσα Λυαί
πρώτη όπτρον σεισεν, πεπλατάγησε δ Βάκχ
κύμβαλα δινεύουσα περίκροτα δίζυγι χαλκ·
πρώτη νυκτιχόρευτον ναψαμένη φλόγα πεύκης
ειον σμαράγησεν κοιμήτ Διονύσ·
πρώτη καμπύλον νθος ναδρέψασα κορύμβων
πλοκον μπελόεντι κόμην μιτρώσατο δεσμ,
ατ δ' πλεκε θύρσον μόζυγον ονοπι κισσ,
κροτάτ δ σίδηρον πεσφήκωσε κορύμβ
κευθόμενον πετάλοισιν, πως μ Βάκχον μύξ,
κα φιάλας γυμνοσιν π στέρνοισι καθάψαι
χαλκείας νόησε κα ξύι δέρματα νεβρν,
κα τελετς ζαθέης γκύμονα μύστιδα κίστην,
παίγνια κουρίζοντι † διδασκομέν Διονύσ·
πρώτη χιδνήεντα κατ χρος ψεν μάντα
σύμπλοκον, ελικόεις δ δράκων περ δίπλακα μίτρην  
μματα κυκλώσας φιώδεϊ κάμπτετο δεσμ.
 τν δ πολυκλήιστον π σφρηγδα μελάθρου
μμασιν πλανέεσσιν δεν πανεπόψιος ρη
Μύστιδος φράστοιο μυχ πεφυλαγμένον οκου·
κα Στυγς στερόποινον πώμνυε νέρτερον δωρ
παντοί κακότητι κατακλύζειν δόμον νος.
καί νύ κεν μάλδυνε Δις γόνον· λλά μιν ρμς
ρπάξας κόμισσε Κυβηλίδος ες άχιν λης·
ρη δ' κυπέδιλος πέδραμεν εποδι ταρσ
ψόθεν στήρικτος· δ δρόμον φθασεν ρης,
πρωτογόνου δ Φάνητος τέρμονα δύσατο μορφήν·
κα θεν ζομένη πρωτόσπορον εκαθεν ρη
 ψευδομένας κτνας ποπτήσσουσα προσώπου,
οδ νόθης νόησε δολοπλόκον εκόνα μορφς·
κουφοτέροις δ πόδεσσιν ρειάδα πέζαν μείβων,
χερσ περιπλεκέεσσι κερασφόρον υα κομίζων,
μητρ Δις γενέταο λεοντοβότ πόρε εί,
καί τινα μθον ειπεν ριστώδινι θεαίν·
 “δέξο, θεά, νέον υα τεο Διός, ς μόθον νδν
θλεύσας μετ γααν λεύσεται ες πόλον στρων.
ρ χωομέν μεγάλη χάρις· ο γρ ἐῴκει,
ν Κρονίδης δινεν, χειν κουροτρόφον νώ.
μαα Διωνύσοιο Δις γενέτειρα γενέσθω,
μήτηρ Ζηνς οσα κα υωνοο τιθήνη.”


 
Εκείνη τότε παίρνοντας το Βάκχο από τα ιερά στήθια της Ινούς τον κλείδωσε σε κρυφό σκοτεινό βάραθρο. Μια λάμψη που ακτινοβολούσε το πρόσωπο του φεγγοβολούσε μαρτυρώντας αμέσως ότι είναι γιος του Δία και οι σκοτεινοί τοίχοι του παλατιού λεύκαιναν και το φως του κρυμμένου Διονύσου έκρυβε το σκοτάδι. Και στο Βρόμιο, που έπαιζε, καθόταν κοντά όλη τη νύχτα η Ινώ. Πολλές φορές αναπηδώντας και χωρίς στήριγμα ο Μελικέρτης τραβούσε τη γειτονική θηλή του στήθους της Ινούς, για να βάλει τα χείλη του και σερνόταν κοντά στο Διόνυσο που φώναζε «Ευοί»!.
Και η Μύστιςη γνωρίζουσα  τς το θεο πιστήμης, ή  Σοφία, η  [ψυχ] τν τελείων μ. τελετν, η μεμυημένη εκ του μύω, εκείνη που κατηχεί, που τελεί και εκ-τελεί τις τελετές, έτρεφε το θεό Λυαίο μαζί με την κυρία της καθισμένη με άγρυπνα μάτια κοντά του. Και η έξυπνη υπηρέτρια διδάσκοντας στο Διόνυσο τη Μυστική τέχνη, όπως ταίριαζε στο όνομα της και τα όργια της νύχτας και προετοιμάζοντας για το Λυαίο την τελετή της αγρύπνιας πρώτη έσειε τα ροκανά της, χτυπούσε για το Βάκχο τα κύμβαλα, κινώντας με δίνη, για να ακουστεί ολόγυρα ο ήχος του χαλκού και ανάβοντας πρώτη τον πυρσό χόρευε όλη νύχτα και φώναζε «Ευιον» τον ξύπνιο Διόνυσο. Αφού πρώτη έκοψε το καμπύλο άνθος του κισσού, έζωσε τα λυμένα της με κλήμα, ενώ έπλεκε σκουρόχρωμο κισσό σε κούφιο καλάμι και σφήνωσε στην άκρη του σίδερο καλυμμένο με φύλλα, για να μην πληγώσει το Βάκχο και σκέφθηκε να ακουμπήσει στο γυμνό στήθος χάλκινα αβαθή αγγεία και στη μέση δέρματα από ελάφι. Διδάσκοντας το Διόνυσο που μεγάλωνε να παίζει τη μυστική κιβωτό τη γεμάτη με της θεϊκής τελετή, πρώτη αυτή έβαλε στο σώμα της ιμάντα "πλεκτό με φιδίσιο δεσμό, όπως ένας ελικοειδής δράκος έκανε δύο κύκλους τη ζώνη στη μέση και έληγε σε κόμπο. Αλλά αυτόν που είχε κλειστεί καλά στο ανάκτορο είδε η παντεπόπτης Ήρα με μάτια που πλανιόντουσαν να το φυλά η Μύστις στο υπόγειο του παράδοξου σπιτιού. Και ορκίστηκε στο υποχθόνιο εκδικητικό νερό της Στύγας να κατακλύσει το σπίτι της Ινούς με κάθε είδους συμφορά. Και τότε ίσως να σύντριβε το γιο του Δία. Αλλά ο Ερμής, αφού τον άρπαξε, τον έφερε στην πλαγιά του δάσους της Κυβέλης. Η Ήρα με τα γρήγορα πέδιλα έτρεξε γρήγορα από ψηλά ακατάστατα. Ο Ερμής, όμως, έφτασε την Ήρα και ντύθηκε τη μορφή του πρωτογέννητου και αιώνιου Φάνητα και έκπληκτη η Ήρα βλέποντας τον πρωτόσπορο θεό υποχώρησε σκύβοντας το κεφάλι στις ακτίνες του προσώπου ούτε κατάλαβε τη δολοπλόκο, απατηλή εικόνα της μορφής. Με πόδια ελαφρά ανεβαίνοντας το όρος, φέρ­νοντας στην αγκαλιά του το γιο με τα κέρατα, το έδωσε στη λιονταροτρόφα Ρέα, τη μητέρα του Δία του γεννήτορα του και μίλησε έτσι στη βασιλομήτορα θεά:
Δεξου, θεά, το νέο γιο του Δία σου ο οποίος, αφού κάνει άθλο στον πόλεμο των Ινδών στη γη, θα έρθει στον αστρικό ουρανό, μεγάλη χαρά για την οργισμένη Ήρα. Γιατί δεν ταίριαζε, αυτός που γέννησε ο Κρονίδης να έχει για παραμάνα του την Ινώ. Ας γίνει μαία του Διονύσου, αυτή που γέννησε το Δια που είναι μητέρα του Δία και παραμάνα του εγγονού της…

Ο Βάκχος μετα την Σεμέλη και την Ινώ,  μεγαλώνει κρυμμένος μαζί με την Μυστιδα σε σκοτεινό υπόγειο του Παλατιού…Η Μύστιδα όπως δηλώνει και τ΄ονομά της θα του διδάξει την μυστική και απόκρυφη τέχνη των ιερών μυστηρίων. Ομοια όμως πρέπει να μυεί και την Ινώ στις βακχικές νυκτερινές τελετές…
Πρώτη η Μυστιδα θα ετοιμάσει το ρόπτρο, το μουσικό όργανο των Κορυβάντων, ή κάποιο μικρό τύμπανο χάλκινο που στροβιλίζεται ή στρέφεται, εκ του ρέπω = στρέφομαι. Θα ετοιμάσει τον θύρσο με σίδερο καλυμμένο από κλαδιά κισσού, θα δέσει και στην μέση της ζώνη με διπλό κόμπο από κεφάλια δράκων/οφεων …
Η πλήρης εξάρτηση μιας ιέρειας της Βακχείας καθώς όλες οι κόρες του Κάδμου ηγούνται  βακχικών ομάδων - θα το δούμε παρακάτω,
Η λατρεία του Βάκχου, η μυστική κύστη που την παίρνει από βρέφος στα χέρια του και γνωρίζει το απόρρητα και τις μυστικές τελετές μέσα σε σκοτεινό βάραθρο … από την τρυφερή του ηλικία… όμως θα πρέπει να μεταβεί στην ίδια την θεά την πρωτόγεννη για να βαπτιστεί/γαλουχηθεί, «παρ εί ρτιθαλς τι κορος ρίτροφος»  Μεγαλώνει κοντά στη Ρέα, τη φίλη των βουνών, ο ολάνθιστος νέος ως βουνίσιος, και να λάβει την ευλογία της για να εδραιωθεί ως Ο νέος θεός που θα λάβει την θέση του Λυαίου, που διαλύει τις φροντίδες και θα ελευθερώσει τον άνθρωπο…
Θα λάβει πλήρη  εκπαίδευση του από την ίδια την Ρέα/Κυβέλη την γιαγιά του και μητέρα του πατέρα του στις κορυφές της Ίδης και θα γαλουχηθεί με την ίδια την στοργή που δόθηκε και στον Κρονίδη…

Θα γίνει αυτός που κρατά τα χαλινάρια του άρματος της Ρέα που είχε  ζεμένα λιοντάρια Και η Σεμέλη θα περηφανευθεί για τον γιό που έφερε στον κόσμο, αυτή μια θνητή στον ιερό γάμο με τον Αθάνατο…

ρη, συλήθης· Σεμέλης τόκος στν ρείων·
Ζες μν υα λόχευσε κα ντ' μέθεν πέλε μήτηρ,
σπερε πατρ κα τικτε, τν ροσεν, ατοτόκ δ
γαστρ νόθ τέκε παδα, φύσιν δ' λλαξεν νάγκ.
Βάκχος νυαλίου πέλε φέρτερος· μέτερον γρ
ροσε μονον ρηα κα ο τεκνώσατο μηρ.
Θήβη δ' ρτυγίης κλέος κρυφεν· ορανίη γρ
λάθριον πόλλωνα διωκομένη τέκε Λητώ·
Λητ Φοβον τικτε, κα οκ δινε Κρονίων·
ρμείαν τέκε Μαα, κα οκ λόχευσεν κοίτης·
μφαδίην δ' μν υα πατρ τέκεν. μέγα θαμα,
δέρκεο σς Διόνυσον ν γκαλίδεσσι τεκούσης
πήχεϊ παιδοκόμ περικείμενον· ενάου δ
ταμίη κόσμοιο, θεν πρωτόσπορος ρχή,  
παμμήτωρ, Βρομίου τροφς πλετο· νηπιάχ γρ
Βάκχ μαζν ρεξε, τν σπασεν ψιμέδων Ζεύς.
τίς Κρονίδης δινε, τίς τρεφεν ρεα είη
παδα τεόν; Κυβέλη δ φατιζομένη σέο μήτηρ
Ζνα τέκεν κα Βάκχον νέτρεφεν εν ν κόλπ·
μφοτέρους ειρε κα υέα κα γενετρα.

«Ήρα, έχασες! Ο γιος της Σεμέλης έγινε ανώτερος σου. Ο Δίας εγκυμόνησε το γιο του και ήταν σα μητέρα  του δίπλα αντί για μένα, ο πατέρας του έσπειρε, ο πατέρας του γέννησε αυτόν που είχε. σπείρει, γέννησε σε απατηλή μήτρα γρήγορα φτιαγμένη το παιδί και άλλαξε τη φύση από ανάγκη. Ο Βάκχος ήταν πιο γενναίος από τον Ενυάλιο. Γιατί έσπειρε μόνο το δικό σου Αρη και δεν το γέννη­σε από το μηρό. Η Θήβα αμαύρωσε τη φήμη της Ορτυγί­ας. Γιατί η ουράνια Λητώ κυνηγημένη γέννησε κρυφά τον Απόλλωνα. Η Λητώ γέννησε το Φοίβο και δεν πόνεσε ο Κρονίωνας. Τον Ερμή το γέννησε η Μαία και δεν εγκυμό­νησε ο άντρας της.
 Ο πατέρας γέννησε το γιο μου από τα σπλάχνα του. Μεγάλο θαύμα, δες το Διόνυσο στην αγκα­λιά της μητέρας σου να κείτεται στα τρυφερά της χέρια! Η οικονόμος του αιώνιου κόσμου, η πρωτογεννημένη, η αρ­χή των θεών, η μητέρα όλων, έγινε η τροφός του Βρομίου. Γιατί πρόσφερε στο μικρό Bάκχο το μαστό της, τον οποίο βύζαξε ο παντοκράτορας Δίας. Ποιος γιος του Κρόνου πόνεσε σε γέννα, ποια Ρέα έθρεψε τον Άρη το παιδί σου: Η Κυβέλη, που καλείται μητέρα σου γέννησε το Δια και ανάθρεψε το Βάκχο σε μία αγκαλιά. Και τους δύο ανά­στησε και το γιο και το γονιό.

Όμοια και οι δυο αδερφές και η Σεμέλη και η Ινώ βρίσκονται στην ίδια θέση. Και οι δυο θ΄απολαύσουν λατρευτικές τιμές. Σύμφωνα με το μύθο και οι δύο θνητές και οι δύο φέρουν δεύτερο όνομα που διακρίνει τη θνητή γυναίκα από την θεά, μολονότι το άλλο μπορεί πολύ καλά να χαρακτηρίζει και τις δύο..

Η μια η Σεμέλη θα χαθεί μέσα στην γέννηση από τον κεραυνό αλλά και η Ινώ θα κατατρομαγμένη από την ίδια την Ήρα θα καταφύγει πηδώντας ξυπόλητη πάνω από τα κοφτερά βουνά, ορμώντας συνεχώς, μήπως βρει ίχνος του κρυμμένου Διο­νύσου, πέρασε περιπλανώμενη η νύμφη από το ένα βουνό μετά το άλλο, μέχρι που μπήκε στις χαράδρες της Δελφι­κής Πειθούς. Και με δυσκολία έκαμψε το βήμα της στο δρακοντοτρόφο φαράγγι περιφερόμενη ασυγκράτητη σαν τρελή. Κομματιάζοντας το χιτώνα πάνω στο γυμνό στήθος ως άγγελο πένθους γύριζε τρελαμένη. Έτρεμε ο βοσκός ακούγοντας τον άναρθρο θρήνο της αλλοπαρμένης νύμφης. Πολλές φορές στο  θεϊκό τρίποδα συνάρμοσε το φίδι πλέκοντας το τρεις σειρές τυλιγμένο με την αιχμηρή χαίτη σφίγγοντας το λε­πτό κεφάλι της, έζωσε με δρακόντειο δεσμό τα μακριά μαλλιά της. Και κατεδίωξε τις παρθένες του ναού. Δε γί­νονταν τότε σπονδές ούτε έρχονταν άτομα για θυσίες, δε χόρευε άντρας από τους Δελφούς κοντά στο ναό. Οι γυ­ναίκες μαστιγώνονταν με στριφογυριστές καλά πλεγμένες λουρίδες κισσού που έτρωγαν τα μέλη. Τα θηρία χάνονταν βλέποντας την Ινώ να περπατάει στα βουνά, αφήνοντας άδεια τα δολερά δίχτυα των κυνηγών. Από ψηλά κατέβα­σαν οι βοσκοί τις γίδες τους στις προστατευτικές σπηλιές και ο  γερο-γεωργός που οδηγούσε τα ιδρωμένα βόδια του κάτω από το ζυγό τους, έφριξε από τα πηδήματα της Iνούς. Και πνίγοντας η αλλόγλωσση ηχώ την επίγεια βοή της έτρεχε η κόρη σα μάντισσα Πυθιάδα μέσα από το βου­νό, κουνώντας στο κεφάλι τη συνηθισμένη Πανοπηίδα δάφνη. Γέρνοντας το κεφάλι μέσα στο βαθύ γκρεμνό ζη­τούσε τη Δελφική σπηλιά από φόβο για τη λυσσασμένη Ινώ. Αλλά τρέχοντας στα μονοπάτια του δάσους με τις πολλές στροφές, δεν ξέφυγε από την προσοχή του Απόλ­λωνα, που όλα τα βλέπει. Κοντά στο φαράγγι τη λυπήθηκε και ήρθε γρήγορα και αλλάζοντας τη μορφή του σε αν­θρώπινη, πλησίασε τη νύμφη και στα μαλλιά της με προ­στατευτικά χέρια έπλεξε σοφή Δάφνη. Και έστειλε σε αυ­τήν αμέσως γλυκό ύπνο. Με αμβροσία άλειψε όλο το σώ­μα της κοιμισμένης και πένθιμης Ινούς δροσίζοντας τα μαινόμενα μέλη της με σταγόνες, που ε­λαφρύνουν τον πόνο. Και έμεινε εκεί ώρα μέσα στο δάσος του Παρνασσού, τέσσερα χρόνια και κοντά στην προφητι­κή πέτρα, στο μαντείο του Φοίβου θέσπισε χορούς για χά­ρη του μικρού ακόμα Βάκχου. Με άγρυπνους δαυλούς ακολουθούσαν τις οργιαστικές θυσίες οι Κωρυκίδες Μαι­νάδες και με τα ιερά τους χέρια μάζευαν φάρμακα, που διώχνουν τη λύσσα και γιάτρεψαν τις γυναίκες…

Με την εντολή του Αθάμαντα οι δούλοι του περιπλα­νούνταν ψάχνοντας παντού….. Και το παλάτι βυθισμένο στο θρήνο βογκούσε κι έστελνε πολλές κραυγές μέσα στην πόλη. Και περισσότερο δέχτηκε την πίεση η πολυμήχανη Μύστις, γιατί είχε διπλό πόνο, αφού χάθηκε και ταλαιπωρήθηκε η καημένη Ινώ και αρπάχτηκε ο Διόνυσος.


συνεχίζετε …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου