Για την ένθεον μαντική, η ευαίσθητη γυναικεία ψυχή φαινόταν πιο επιδεκτική θείας επιρροής.
Άλλωστε η αληθινή μαντική επιτυγχάνεται με τον "ενθουσιασμό" όπως είπαμε σε προηγούμενο κείμενο, από την παρουσία δηλαδή του Θεού μέσα στην ψυχή της προφήτιδος- ιέρειας που δέχεται κάποια θεότητα της αποκάλυψης. Ας μην ξεχνούμε ότι γύρω από την θεά Μεγάλη Μητέρα -Παμμήτειρα Γαία περιστρέφονται όλοι οι μύθοι για ιερά Μαντεία, όμοια με αυτά των παλαιότερων Σπηλαίων.
Η μαντική, δηλαδή η προαίσθηση και η γνώση της βουλήσεως των Θεών. Η μαντική υιοθετεί συχνά την μέθοδο των εξιλασμών και των καθαρμών, των εξορκισμών, που οι Έλληνες ονόμασαν "Κάθαρσιν" και που λειτουργούσε πρωτίστως στα αρχαία Μυστήρια.
Ο Ιάμβλιχος στο κείμενο του «Περί Αιγυπτίων μυστηρίων» γράφει για την μαντική τέχνη:
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ, Περί αιγυπτίων μυστηρίων 3.4-6
Iσχυρίζεσαι πως υπάρχουν πολλοί που αντιλαμβάνονται το μέλλον μέσω της έκστασης και της θεϊκής κατοχής και πως είναι ξύπνιοι, όσον αφορά την ικανότητά τους να ενεργούν σύμφωνα με τις αισθήσεις τους, από την άλλη όμως, χάνουν τη συνείδηση του εαυτού τους ή δεν την έχουν όσο και πριν. Θέλω και σ’ αυτήν την περίπτωση να εκθέσω τα χαρακτηριστικά όσων κατέχονται πραγματικά από το θεό- γιατί εάν θέτουν όλη τη ζωή τους εν είδει οχήματος ή οργάνου στη διάθεση των θεών που τους εμπνέουν, εάν αλλάζουν την ανθρώπινη ζωή τους για τη θεϊκή ή ακόμη διαμορφώνουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του θεού, τότε ούτε ενεργούν σύμφωνα με τις αισθήσεις τους, ούτε γρηγορούν στον ίδιο βαθμό με όσους έχουν τις αισθήσεις τους σε διέγερση, ούτε προσλαμβάνουν οι ίδιοι το μέλλον, ούτε κινούνται όπως εκείνοι που ενεργούν εξαιτίας μιας ορισμένης ορμής• αλλά δεν έχουν πια συνείδηση του εαυτού τους, ούτε όπως πριν, ούτε με κανέναν άλλο τρόπο, ούτε στρέφουν καθόλου τη φυσική τους διάνοια προς τον εαυτό τους, ούτε και προβάλλουν κάποια ιδιαίτερη γνώση.
Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτά είναι το εξής: πολλοί [οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση καταληψίας], ακόμη και όταν τους πλησιάζει φωτιά, δεν καίγονται, γιατί η φωτιά δεν τους αγγίζει εξαιτίας της έμπνευσης του θεού- και πολλοί, μολονότι καίγονται, δεν αντιδρούν, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ζουν τη ζωή ενός [φυσιολογικού] έμψυχου όντος. Ορισμένοι που τρυπιούνται με σουβλιά, δεν νιώθουν τον πόνο- άλλοι χτυπιούνται με τσεκούρια στην πλάτη, άλλοι κατακόβουν τα χέρια τους με μαχαίρια, κι όμως δεν αισθάνονται τίποτα. Οι ενέργειες τους δεν είναι με κανένα τρόπο ανθρώπινες• Τα απρόσιτα γίνονται προσιτά γι’ αυτούς που τους έχει εμπνεύσει ο θεός• και στη φωτιά ρίχνονται και μέσα από τη φωτιά διαβαίνουν και ποταμούς διασχίζουν, όπως η ιέρεια στα Καστάβαλλα. Απ’ όλα αυτά γίνεται φανερό πως δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, όταν κατέχονται από το θεό, και πως δεν ζουν ζωή ανθρώπινη ή γενικά έμψυχου όντος, σύμφωνα με τις αισθήσεις ή τις ορμές, αλλά παίρνουν για αντάλλαγμα μια άλλη, πιο θεϊκή υπόσταση, απ’ την οποία εμπνέονται και κατέχονται ολοκληρωτικά.
Υπάρχουν διάφορα είδη θεϊκής κατοχής και η θεϊκή έμπνευση τίθεται σε κίνηση με πολλούς τρόπους, με αποτέλεσμα τα σημάδια της να είναι πολλά και διαφορετικά. Αφ’ ενός οι διαφορετικοί θεοί, απ’ τους οποίους εμπνεόμαστε, προκαλούν διαφορετικά είδη έμπνευσης, αφ’ ετέρου, και ο τρόπος της ένθεης κατάστασης με τις διάφορες παραλλαγές του μορφοποιεί και την ανάλογη θεοφορία. Γιατί ή ο θεός αναλαμβάνει την κατοχή μας ή γινόμαστε εξ ολοκλήρου μέρος του θεού ή προσαρμόζουμε τις ενέργειές μας με τη δική του• ενίοτε συμμετέχουμε στην κατώτερη δύναμη του θεού, κάποτε στη μέση δύναμή του, κάποτε στην ανώτερη• ορισμένες φορές πρόκειται για απλή συμμετοχή, άλλοτε για ένα είδος κοινωνίας, άλλοτε συνδυασμός αυτών των δύο τύπων ένθεης κατάστασης• άλλοτε πάλι το απολαμβάνει ή μόνη η ψυχή ή συμμετέχει μαζί με το σώμα ή το απολαμβάνει και όλη η προσωπικότητα.
Κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά αυτών που βιώνουν την έμπνευση είναι ποικίλα: κίνηση του σώματος ή κάποιων μερών του, ολική ηρεμία του σώματος, αρμονικοί τόνοι, χοροί, μελωδικές φωνές ή τα αντίθετα. Και το σώμα φαίνεται να υψώνεται ή να διογκώνεται ή να αιωρείται στον αέρα• παρατηρούνται, όμως, και φαινόμενα αντίθετα από τα προηγούμενα. Η φωνή [του κατεχόμενου] είναι πολλές φορές ομοιόμορφη ως προς την ένταση ή τα διαστήματα που διασπούν τη σιωπή, άλλοτε όμως είναι ανομοιόμορφη: ορισμένες φορές οι ήχοι αυξάνονται και ελαττώνονται με τρόπο μουσικό, ενίοτε όμως με κάποιον άλλο τρόπο.
Το πλέον σημαντικό: ο θεουργός βλέπει το πνεύμα που κατεβαίνει και εισέρχεται στο μέντιουμ, πόσο μεγάλο είναι και με τι μοιάζει- με κάποιο μυστηριώδη τρόπο μπορεί να το πείθει και να το εξουσιάζει. Το μέντιουμ επίσης βλέπει το πνεύμα, πριν το δεχτεί, με τη μορφή φωτιάς- ορισμένες φορές η φωτιά γίνεται ορατή σε όλους όσους παρακολουθούν, είτε την ώρα που ο θεός κατεβαίνει είτε την ώρα που αναχωρεί. Συνεπώς, αυτοί που γνωρίζουν, κατορθώνουν να κατανοήσουν τη βαθύτερη αλήθεια, την αληθινή δύναμη, την αληθινή τάξη, την οποία αντιπροσωπεύει [ο θεός] και καταλαβαίνουν αναφορικά με ποια πράγματα λέει εκ φύσεως την αλήθεια και ποια δύναμη παρέχει ή ασκεί. Όσοι, όμως, έλκουν κάτω τα πνεύματα δίχως αυτές τις εξαίσιες εμπειρίες, στα κρυφά, ψηλαφούν στο σκοτάδι και δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, εκτός από ορισμένα εντελώς ασήμαντα σημάδια στο σώμα του κατεχόμενου προσώπου και κάποιες άλλες εκδηλώσεις ορατές με ευκολία- την πλήρη ουσία, όμως, της θεϊκής έμπνευσης, που παραμένει στα σκοτάδια γι’ αυτούς, την αγνοούν.
Ένα άλλο είδος θείας κατοχής, πολύμορφο και ένθεο, η μαντεία, είναι φημισμένο και εξαιρετικά εναργές• γι’ αυτό μπορείς να εκφραστείς ως εξής: «υπάρχουν κάποιοι που πίνουν νερό, όπως ο ιερέας του Κλαριού Απόλλωνα στην Κολοφώνα- άλλοι κάθονται κοντά στο στόμιο μιας σπηλιάς, όπως η ιέρεια που χρησμοδοτεί στους Δελφούς• άλλοι εισπνέουν ατμούς υδάτων, όπως οι προφήτισσες στους Βραγχίδες». Ανάφερες αυτά τα τρία διάσημα μαντεία, όχι γιατί ήταν τα μόνα (γιατί πολύ περισσότερα είναι όσα παρέλειψες), αλλά επειδή ήταν πιο σημαντικά από τα άλλα και συνάμα επειδή μπόρεσες να αναδείξεις το πρόβλημα -εννοώ τον τρόπο με τον οποίο οι θεοί στέλνουν τη μαντεία στους ανθρώπους- με αρκετή σαφήνεια- γι’ αυτό αρκέστηκες σ’ αυτά τα παραδείγματα. Έτσι κι εγώ θα κάνω λόγο μόνον γι’ αυτά τα τρία, παραλείποντας το μεγαλύτερο αριθμό των μαντείων.
Το μαντείο στην Κολοφώνα, κατ’ αρχήν όλοι συμφωνούν πως δίνει χρησμούς χρησιμοποιώντας νερό. Λένε πως υπάρχει μια πηγή σε ένα υπόγειο κτίσμα και πως απ’ αυτήν πίνει ο προφήτης σε καθορισμένες μέρες, αφού πρώτα λάβουν χώρα πολλές προκαταρτικές τελετουργίες• αφού πιει, αρχίζει να χρησμοδοτεί, χωρίς πια να τον βλέπουν οι θεατές που είναι παρόντες. Ότι εκείνο το νερό είναι μαντικό, καθίσταται πρόδηλο απ’ αυτό το γεγονός (δηλαδή ότι ο προφήτης χρησμοδοτεί, αφού το πιει). Με ποιο τρόπο, όμως, είναι μαντικό, δεν μπορεί, όπως λέει η παροιμία, «να το μάθει ο καθένας». Γιατί φαίνεται σαν κάποιο μαντικό πνεύμα να διέρχεται μέσα από αυτό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι αλήθεια. Γιατί το θείο δεν μεταφέρεται, σε όσους μετέχουν σ’ αυτό, με ένα μέσο που διαιρείται και μερίζεται τόσο εύκολα, αλλά με την παρουσία του εκεί, φωτίζει την πηγή και τη γεμίζει με τη δική του μαντική δύναμη. Ωστόσο, δεν προέρχεται από το νερό το σύνολο της έμπνευσης που παρέχει ο θεός• [το νερό] δημιουργεί μονάχα μια κατάλληλη διάθεση και επιφέρει την κάθαρση του φωτεινού πνεύματος που υπάρχει εντός μας, διαμέσου της οποίας [κάθαρσης] γινόμαστε ικανοί να δεχτούμε το θεό. Υπάρχει μια άλλη παρουσία του θεού, προγενέστερη, που λάμπει από •ψηλά. Αυτή δεν μένει μακριά από κανέναν, ο οποίος, λόγω της οικειότητάς του μ’ αυτήν, είναι σε επαφή μαζί της. Έρχεται ξαφνικά και χρησιμοποιεί τον προφήτη ως όργανο. Δεν είναι πια ο εαυτός του, ούτε καταλαβαίνει όσα λέει ή σε ποιο μέρος βρίσκεται. Σαν αποτέλεσμα, ακόμη και αφού έχει πια δώσει το χρησμό, μόλις που καταφέρνει να ξαναβρεί τον εαυτό του. Πριν πιει από το νερό, μένει νηστικός για μια ολόκληρη μέρα και νύχτα και, αρχίζοντας να εκστασιάζεται, αποτραβιέται μοναχός του σε ένα μέρος του ιερού απρόσιτο στο πλήθος. Απομακρυσμένος και απαλλαγμένος από τις ανθρώπινες έγνοιες, παρέχει τον εαυτό του καθαρό και έτοιμο να δεχτεί το θεό. Έτσι, η έμπνευση του θεού λάμπει στο καθαρό ιερό της ψυχής του- η θεϊκή έμπνευση τον κυριεύει δίχως καθυστέρηση και η τέλεια παρουσία [του θεού] δεν βρίσκει εμπόδια.
Η προφήτισσα των Δελφών χρησμοδοτεί χάρη σε μια λεπτή και πυρώδη πνοή που ανεβαίνει από ένα στόμιο ή όταν κάθεται στο άδυτο, πάνω σε ένα χάλκινο τρίποδα ή πάνω σε ένα κάθισμα με τέσσερα πόδια, το οποίο είναι αφιερωμένο στο θεό.
Η προφήτισσα στους Βραγχίδες επίσης δέχεται μέσα της το θεό, είτε γεμίζοντας από τη θεϊκή ακτινοβολία καθώς κρατά τη ράβδο που αρχικά την παρέδωσε κάποιος θεός, είτε προλέγοντας το μέλλον καθώς κάθεται πάνω σε έναν άξονα, είτε βυθίζοντας τα πόδια της ή την άκρη του φορέματος της στο νερό, είτε εισπνέοντας ατμούς που βγαίνουν από το νερό- με όλες αυτές τις προπαρασκευές ετοιμάζεται να δεχτεί απ’ έξω το θεό και να γίνει μέρος του.
Αυτό το φανερώνει και το μεγάλο πλήθος θυσιών και το τυπικό της όλης ιεροτελεστίας και όλες οι άλλες πράξεις που εκτελούνται ευλαβικά πριν δοθεί η μαντεία: το λουτρό της προφήτισσας, η νηστεία για τρεις ολόκληρες μέρες, η διαμονή της στο άδυτο του ιερού και το γεγονός πως ήδη συμμετέχει στο φως και το απολαμβάνει για πολύ καιρό. Όλα αυτά αποσκοπούν στο να δείξουν πως ο θεός καλείται να παρουσιαστεί με προσευχή και πως έρχεται απ’ έξω και πως μια θαυμάσια έμπνευση λαμβάνει χώρα, προτού ακόμη αυτή [η προφήτισσα] πάρει τη συνηθισμένη της θέση. Ακόμη, πως ο θεός που βρίσκεται μέσα στην πνοή, η οποία ανεβαίνει από την πηγή, είναι ξεχωριστός από το μέρος και παλαιότερος, και πως είναι η αιτία της χρήσης του τόπου και της πηγής και της μαντικής διαδικασίας στο σύνολό της.
Διασώζονται σε αρχαία συγγράμματα, σε Επιτύμβια και ανάγλυφα ονόματα γυναικών που άσκησαν την μαντική υπηρετώντας κάποιο Θεό, αποκαλύπτοντας στους μυημένους την Θεϊκή Γνώση. Φημισμένες, ταγμένες μέσα στην καταχνιά των αρχαιοτάτων χρόνων είναι και οι Σίβυλλες.
Στους Δελφούς ο βράχος της "Σίβυλλας" στο Ιερόν της Γής διατηρούσε την ανάμνηση της Ερωφίλης, πσυ προφήτευε εκεί πριν από τις πρώτες Πυθίες. Άλλη η Ηροφίλη: η αγαπητή της Ήρας, παλαιότατη Σίβυλλα, ιέρεια τσυ Σμινθέως Απόλλωνος (Σμίνθη: πόλη της Τρωάδας) αφού εγκατέλειψε κατά προτροπήν του Θεού την Κύμη της Ευβοίας.
Η Οιδιπόχθη, η Οινώπη, νύμφες, ιέρειες, μάντισσες, ποιος ξέρει,ακόλουθοι του θεού Διονύσου, όπως δηλώνει και το όνομά της. Το πρωτότυπο των Σιβυλλών υπάρχει ήδη μέσα στο Έπος και βεβαίως στο Δράμα. Είναι η παράδοξη μορφή της Τρωαδίτισσας Κασσάνδρας, η μάγισσα Κίρκη αλλά και η Καλυψώ, η Λευκοθέα που με τις μαντείες της βοηθάει τον Οδυσσέα, ως ευεργετική σώτειρα θεά θαλασσία, των Καβείρων.
Mάντισσες-ιέρειες υπήρχαν σ' όλους τους ιερούς μυσταγωγικούς χώρους. Γιατί κάθε κοιλότητα στο έδαφος ήταν στα μάτια των Ελλήνων μία πύλη επικοινωνίας με το υπερπέραν όπως στο Τροφώνιον μαντείον - Περί Τροφωνίου μαντείου σε κάποιο επόμενο κείμενο - .
Μάντισσες, αγαθοδαίμονες ήσαν και οι κόρες του Μάντεως Πρωτέως, όπως η Ειδοθέα, που έσωσε τον Μενέλαο. Γνωστή είναι και η ιστορία της νεαρής Πυθίας Φενιμόης, που πλήρωσε με πρόωρο
θάνατο την φοβερή θεϊκή κατοχή. Αυτά τα μισοποιητικά-μισοϊστορικά επεισόδια της δράσης και της ζωής των εμπνευσμένων αυτών γυναικών, οδήγησαν τον Πλάτωνα στην διαμόρφωση της γνωστής προσωπικότητας της Διοτίμας, ιέρειας της Μαντινείας, προφήτιδος αλλά και διδασκάλισσας του Σωκράτη στην μύησή του προς τον Θεϊκό έρωτα, όπως σκιαγραφείται στο Πλατωνικό "Συμπόσιον".
Η ευσεβής ανάγκη για μύηση, θεραπεία, χρησμούς, θεουργία, συνένωση με το θείον, οδηγούσε τους Έλληνες σε πανελλήνια ιερά όπου ικέτευαν τους θεούς να ικανοποιήσουν κάποια συγκεκριμένη ανάγκη, κυρίως την ανάγκη της ψυχής για επιβεβαίωση της μεταθανάτιας ζωής,
καθώς και την επιβεβαίωση της πίστης των ότι οι θεοί δρούσαν και επενέβαιναν στην ζωή των ατόμων και στις υποθέσεις των πόλεων.
Για τις Σίβυλλες και τους χρησμούς τους δεν μπορούμε παρά ν΄ αναφέρουμε ότι διασώθηκαν δύο συλλογές χρησμών που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ: οι «Σιβυλλικοί χρησμοί» και οι «Χαλδαϊκοί χρησμοί».
Οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες οι οποίες, όπως η Κασσάνδρα ή η Δελφική Πυθία, προφήτευαν σε κατάσταση καταληψίας. Δέκα τοποθεσίες στο χώρο της Μεσογείου είναι γνωστές ως κατοικίες των Σιβυλλών, αν και αρχικά φαίνεται ότι ήταν μόνο μία.
συνεχίζετε ..