Είδαμε στο προηγούμενο κείμενο τον
ιστορικό Βηρρωσσό και τις αναφορές του περί του όντος που εμφανίστηκε έξω από το Ερυθραίας ή Περσικό
Κόλπο, ένα ον προικισμένο με ανθρώπινο λόγο, που ονομάζεται Ωάννης ή Oννη. Ας περάσουμε όμως στην αναφορά περί του ‘Ωην κατά τον
Πατριάρχη Φώτιο
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca
Codex 279, Bekker page 535a, line 35
Codex 279, Bekker page 535a, line 35
Ὅτι μυθολογεῖ
ἄνδρα τινὰ ὠνομασμένον Ὤην τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
ἀνελθεῖν, τἆλλα μὲν τῶν μελῶν ἰχθύος ἔχοντα, κε-
φαλὴν δὲ καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἀνδρός, καὶ καταδεῖξαι
τήν τε ἀστρονομίαν
καὶ τὰ
γράμματα. Οἱ δὲ αὐτὸν ἐκ
τοῦ
πρωτογόνου πεφηνέναι λέγουσιν ὠοῦ, καὶ μαρτυρεῖν
τοὔνομα·
ἄνθρωπον δὲ ὄντα τὰ πάντα ἰχθῦν δόξαι,
διότι περ ἠμφίεστο
κητώδη δοράν.
Διότι διηγούνται μύθους για κάποιον άντρα, με το όνομα ‘Ωην ο οποίος εκ της Ερυθράς
θαλάσσης ανήλθε, και τα υπόλοιπα μέλη ψαριού ήταν σ΄αυτόν αλλά είχε κεφαλή,
πόδια και χέρια ανδρός. Και έκανε γνωστά, επινόησε ή εισήγαγε την αστρονομία και
τα γράμματα. Γι’ αυτόν λέγουν ότι εκ του
πρωτογόνου – πρωτογενούς, αρχέγονου ωού φανερώθηκε, ήρθε στο φως,
αποκαλύφθηκε, εμφανίσθηκε, έφεξε, έλαμψε, καθώς το μαρτυρεί και το όνομα του.
Άνθρωπος όμως ήταν σε όλα παρότι έμοιαζε ή φαινόταν ότι είναι ψάρι καθότι ήταν
ενδεδυμένος ή περιβαλλόταν από κητώδη –
τερατώδη, δέρμα, τομάρι,
πρωτό-γονον, τό,= ἀείζωον, Ps.-Dsc. 4.88.
αείζωος και αιώνιος
# αέναος # παντοτινός
πρωτό-γονος, ον, also η, ον Paus.1.31.4:—
first-born, firstling, ἄρνες,
ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op.543; φοῖνιξ π. first-born, first-created,
E.Hec.458 (lyr.); τὰ π. LXXMi.7.1; of
the tissues,= ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child, π. θάλος
E.IT209 (lyr.); π. τῶν τέκνων
IGRom.4.539 (Cotiaeum); π. λόγος, υἱός,
Ph.1.427,308; ὄρχησις Luc. Salt.7; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.
of rank, π. οἶκοι high-born houses (εὐγενεῖς, Sch.), S.Ph.180 (lyr.).
epith. of
gods, Dam.Pr.123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c. parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing
forth first, implied by Poll.4.208.
ᾠόν 1
ᾠόν, τό, old poet. forms ὤεον, ὤιον, v. sub fin.:—
egg, τίκτει ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει [ὁ κροκόδειλος] Hdt.2.68; ᾠὰ χήνεια Eriph. 7; of all birds,
Arist.HA559a15; but mostly of hens' eggs, Ar. Lys.856, Fr.185, etc.; [ᾠοῦ] τὸ λευκόν, τὸ ὠχρόν, Arist.HA559a18; τὸ πυρρόν, τὸ χρυσοῦν, Hp.Mul.2.171, Ath.9.376d; ᾠὰ ἡμιπαγέα half-boiled eggs, Hp.Acut.(Sp.)53; ἑφθά, ὠμά, Thphr.Vert. 2; ᾠὸν ῥοφεῖν Nicom.Com.3; καταπίνειν Antiph.140.5; ᾠὰ κολάπτειν Anaxil.18.4(anap.); ᾠὰ γόνιμα fertile eggs, opp. ὑπηνέμια, ἄγονα, Arist.GA730a6,20; also ᾠὰ πλήρη Id.Mete.359a14; ᾠὸν τέλειον, opp. ἀτελές, Id.GA718b23,24; ᾠὸν ἀνεμιαῖον, ζεφύριον,
wind-egg, Arar.6, Arist.HA560a6; σμύρνης ᾠ. lump, Hdt.2.73; ὁ Χρόνος ἐγέννησεν ᾠόν Orph.Fr.54, al., cf. Epimenid.5: metaph., ᾠὸν ἅπας γέγονεν he has become bald as an egg,
AP11.398 (Nicias).
of the eggs
or spawn of fish, Hdt.2.93; τὰ ᾠὰ ἀφιᾶσι Arist.HA567b22, cf. 525a7; of serpents, ib.558a26; of tortoises,
ib.558a4.
of plants, seed,
Id.GA731a6; cf. ᾠοτοκέω 2.
cupping-glass, τὰ ἰατρικὰ ᾠὰ ὑέλινα ὄντακαὶ σύστομα Hero Spir.1Prooem.: egg-shaped
cup, Dinon 14. The word has the foll. forms: Att. ᾠόν (- ̆), confirmed by
Inscrr. ὠιῶν IG11(2).224 A11,12 (Delos, iii B. C.), Papyri (ὠιὰ χήνεα PCair.Zen. 130.26 (iii B. C.)), and later Mss.; Aeol. ὤιον, gen. ὠίω ( ̄ ̆ ̆ ̄), Sapph.56, 112; ὤεον lbyc.16, Semon.11, Call.Epigr.6.10,
Nic.Th.192, Arat.956; ὤβεον is Argive acc. to Hsch. (i.e. ὤϝεον); ᾠόν oxyt. acc. to Theognost.Can.130; ὤεον proparox., ib.121. The form ὠόν, which Lat. ovum would lead
us to expect, is found only in late texts (LXX De.22.6, Ev.Luc.11.12, etc.) and
is due to loss of the ι in ii B. C.; cogn. with Lat. ovum, OHGei, ONorse egg
(prim. Germanic ai<*>i<*>a-), whence Engl. egg.
Ο Φάνης η θεότητα
των Ορφικών μυστηρίων ο Έρως - αρχαιότερη του Κρόνου - λέγεται "πρωτόγονος"
και "αυτόγονος"
Πρωτόγονος σημαίνει
και πρωτογενής # πρωτότοκος # πρωτογέννητος # αρχέγονος # παλιός # ευγενής.
Αρχέγονος σημαίνει και παλιός # πρωτόγονος #
πρωτουργός # πρωταίτιος # γενάρχης
Στον ύμνο του Πρωτογόνου στα ορφικά διαβάζουμε:
Πρωτόγονον καλέω διφυή μέγαν αιθερόπλαγκτον
ωιογενή χρυσέαισιν αγαλλόμενον πτερύγεσσι
ταυροβόαν γένεσιν μακάρων θνητών τ' ανθρώπων
σπέρμα πολύμνηστον πολυόργιον Ηρικεπαίον
άρρητον κρύφιον ροιζήτορα παμφαές έρνος
όσσων ος σκοτόεσσαν απημαύρωσας ομίχλην
πάντη δινηθείς πτερύγων ριπαίς κατά κόσμον
λαμπρόν άγων φάος αγνόν αφ' ού σε Φάνητα κικλήσκω
ηδέ Πρίηπον άνακτα και Ανταύγην ελίκωπον
αλλά μάκαρ πολύμητι πολύσπορε βαίνε γεγηθώς
ες τελετήν αγίαν πολυποίκιλον οργιοφάνταις
Τον δισυπόστατο Πρωτόγονο επικαλούμαι, τον μέγα, τον αιθεροπλάνητο,
τον ωογέννητο, με τα χρυσά φτερά που αγαλλιά,
τον ταυρόφωνο, τη γένεση των μακαρίων και των θνητών ανθρώπων,
το πολυενθύμητο σπέρμα, τον πολυόργιο, τον Ηρικεπαίο,
τον ανείπωτο, την κρύφια ορμή, τον πάμφωτο βλαστό,
συ που διέλυσες τη σκοτεινή ομίχλη των ματιών
κυκλοστρεφόμενος με τις κινήσεις των φτερών παντού στον κόσμο
φέρνοντας το ιερό λαμπρό φως, γι’ αυτό Φάνητα σε ονομάζω
κι άνακτα Πρίαπο κι Ανταύγη ζωηροφθαλμο.
Αλλά μακάριε, στοχαστικέ, γόνιμε, πήγαινε χαρούμενος
στην άγια τελετή την πολυσύνθετη των οργιοφαντών.
Ο Πρόκλος παρουσιάζει
την επί ίσοις όροις την συμμετοχή του Αιθέρα αλλά και του Χάους, στην γένεση
αυτή εκ του Ωού
ἦν δὲ
τὸ ὠὸν
ἐκεῖνο
τοῦ τε Αἰθέρος
ἔγγονον καὶ τοῦ Χάους,
ὧν ὃ μὲν
κατὰ τὸ
πέρας ἵδρυται τῶν νοητῶν, τὸ δὲ
κατὰ
τὸ ἄπειρον· ὃ
μὲν γάρ ἐστι
ῥίζωμα τῶν
πάντων, τῷ δὲ
<οὐδὲν πεῖραρ
ὑπῆν>
Δηλ. είναι εκείνο το αυγόν απόγονος του Αιθέρα και
του Χάους και απ΄ αυτά (από τον Αιθέρα και το Χάος) ο Αιθέρας τοποθετήθηκε
σύμφωνα με το όριο των νοητών πραγμάτων, ενώ το Χάος σύμφωνα με το Απειρο.
Διότι ο Αιθέρας ήταν η ΡΙΖΑ/ ΤΟ ΓΕΝΟΣ των ΠΑΝΤΩΝ, ενώ στο Χάος δεν υπήρχε
κανένα όριον.
Επιπλέον στο παραπάνω κείμενο ο Πρόκλος ορίζει τον Αιθέρα ως
το ρίζωμα, την αρχική πηγή (Αιτία) προέλευσης των πάντων, ενώ στα έργα στον
Πλατωνικό διάλογο του Παρμενίδη και
στο έργο του σχόλια «Εις Κρατύλον»
αποδίδει τον ίδιο ρόλο στον ΧΡΟΝΟ όπως και ο Ορφεύς, δηλαδή παρουσιάζουν ως την
πρώτην πάντων αιτίαν και την καλούν ως ΧΡΟΝΟΝ.
Proclus Phil., In Platonis Parmenidem
Page 1224, line 33
αὶ Ὀρφεὺς
<χρόνον> ἀποκαλεῖ τὸ
πρώτιστον. Μὴ
χρόνος μὲν οὖν ἐστιν
ἵνα μὴ
μέχρι ψυχῶν καὶ
ὅλως τῶν κινουμένων ἡ
ἀπ' αὐτοῦ καθήκῃ
τε-
λειότης τὰ γὰρ αἰώνια
κρείττω τῶν κατὰ χρό-
νον ἐνεργούντων ἐστὶ,
καὶ οὐ
τῶν μὲν
χειρόνων
ἐστὶν ὑποστατικὸν, τῶν
δὲ κρειττόνων ἀναί-
τιον. ...
<Χρόνος> δὲ ὑπὸ Ὀρφέως ὀνομάζεται
κατὰ δή τινα θαυμαστὴν ἀναλογίαν·
<γενέσεις>
γὰρ ὁ θεολόγος τῶν
ἀγεννήτων μυστικὰς πα-
ραδοὺς, καὶ τὸ
αἴτιον τῆς
ἐκφάνσεως τῶν
θείων <χρόνον> συμβολικῶς
ὠνόμασεν· ὅπου
γὰρ γένεσις, ἐκεῖ
καὶ χρόνος·
Βλέπε και έστι ρίζωμα των πάντων
Συνεχίζετε …