Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

...ἀθανάτην σε καλέσσω


….ἔγραφεν ες μέσα ντα ποθοβλήτοιο φαρέτρης·
’πρτος γει Κρονίωνα βοώπιδος ς λέχος ος·’
’δεύτερος Ερώπην μνηστεύεται ρπαγι ταύρ·’
’Πλουτος ες μέναιον γει τρίτος ρχν λύμπου·’
’τέτρατος ες Δανάην καλέει χρύσειον κοίτην·’
’πέμπτος πεντύνει Σεμέλ φλογερος μεναίους·’
’αετν Αγίν πρόμον αθέρος κτος πάζει·’
βδομος ντιόπην Σατύρ δολόεντι συνάπτει·’
γδοος μφρονα κύκνον γει γυμνόχροϊ Λήδ·’
’ενατος ππια λέκτρα φέρει Περραιβίδι Δί·’
’θέλγεται λκμήνης δεκάτ τρισέληνος κοίτης·’
νδέκατος μεθέπει νυμφεύματα Λαοδαμείης·’  
’δωδέκατος τριέλικτον λυμπιάδος πόσιν λκει.’
λλ' τε πάντας πωπεν ρως στοιχηδν φάσσων,
λλους μν μεθέηκε πυριγλώχινας ιστούς,
χειρ δ πέμπτον ειρε κα ρμοσεν αθοπι νευρ
κισσν π γλωχνι βαλν πτερόεντος ιστο,
δαίμονος μπελόεντος να στέφος ρμενον εη,
νεκταρέου κρητρος λον βέλος κμάδι βάψας,
νεκταρέην να Βάκχος εξήσειεν πώρην.
 φρα μν ες Δις οκον ρως κουφίζετο παλμ,
τόφρα δ κα Σεμέλη οδοειδέι σύνδρομος ρθρ
ργυρέης τίταινε δι' στεος χον μάσθλης
μιόνους λάουσα, κα ρθιος κρα κονίης
λεπτς υκνήμιδος πέγραφεν λκς πήνης·
μμασι γρ ληθαον μεργομένη πτερν πνου
ντιτύπ πόμπευεν λήμονα θυμν νείρ
θέσφατα ποικίλλοντι, κα ρτιγόνοισι κορύμβοις
λπετο καλλιπέτηλον δεν φυτν νδοθι κήπου
γχλοον, οδαλέ βεβαρημένον μφακι καρπ,
νειφόμενον Κρονίωνος εξιφύτοισιν έρσαις· 


Βέλη που ειναι έτοιμα στο θηκάρι του Ερωτα και το πέμπτο  για την Σεμέλη, το πρώτο για την Ιώ, το δεύτερο για την Ευρώπη, το τρίτο για την Πλουτώ και το τέταρτο για την Δανάη... ερωμένες-σύζυγοι του Πατερα Δία... Νόννου Διονυσιακά συνέχεια ...

Το τέταρτο καλεί στη Δανάη τον χρυσό σύζυγο. Το πέμπτο προσφέρει φλογερούς γάμους με τη Σεμέλη. Το έκτο τον αετό που μάχεται στον ουρανό θα φέρει στην Αίγινα. Το έβδομο την Αντιόπη ενώνει με τον πανούργο Σάτυρο. Το όγδοο οδηγεί το θεϊκό κύκνο στη γυμνή Λήδα. Το ένατο φέρνει αγκαλιά αλόγου στην Περραιβίδα Δία. Με το δέκατο μαγεύεται ο εραστής της Αλκμήνης για τρία φεγγάρια. Το ενδέκατο έχει τους γάμους της Λαοδάμειας. Το δωδέκατο έλκει τον εραστή της Ολυμπιάδας τρεις φορές. Αλλά όταν όλους τους κοίταξε, ο Έρωτας παίρνοντας τα με τη σειρά, άφησε, τα βέλη με τις φλογερές γλώσσες και το πέμπτο σήκωσε με τα χέρια και το άρμοσε σε λαμπερή χορδή, για να βάλει κανείς στη γωνία του φτερωτού βέλους κισσό, για να αρμόζει το στεφάνι του αμπελουργού θεού, βουτώντας όλο το βέλος στο δροσερό νέκταρ, για να θρέψει ο Βάκχος τον καρπό από νέκταρ.
Τότε που ο έρωτας πετούσε προς το σπίτι του Δία, η Σεμέλη, η συνοδοιπόρος με τη ροδόχρωμη αυγή άπλωνε τον ήχο αργυρού μαστιγίου μέσα στην πόλη, βάζοντας τους ημιόνους να τρέχουν και η λεπτή σκόνη της καλότροχης άμαξας διέγραφε σε ευθεία γραμμή τα χνάρια της. Γιατί απομακρύνοντας το φτερό του Ληθαίου Ύπνου από τα μάτια της έστελνε την περιπλανώμενη ψυχή της σε προφητικό όνειρο και είδε ένα φυτό μέσα στον κήπο της με όμορφα πέταλα, ολάνθιστο με νεαρά μπουμπούκια και καταπράσινο, γερμένο από άγουρο φουσκωμένο καρπό, που λύγιζε από τη δροσιά που αυξάνει τα φυτά.

ξαπίνης δ πεσοσα δι' αθέρος ορανίη φλξ
δένδρον λον πρήνιξε, νέου δ' οχ πτετο καρπο·
λλά μιν ρπάξας τανυσίπτερος ρνις λήτης
μιτελ χατέοντα τελεσσιγόνοιο λοχείης
ρεγε μν Κρονίωνι· πατρ δέ μιν δέι κόλπ  
δέκτο λαβών, μηρ δ συνέρραφεν· ντ δ καρπο
ταυροφυς κερόεντι τύπ μορφούμενος νρ
ατοτελς βλάστησεν πρ βουβνα τοκος·
κα Σεμέλη φυτν εν. περφρίσσουσα δ κούρη
κ λεχέων νέπαλτο κα πτοίησε τοκα
επετάλων νέπουσα σελασφόρον τμν νείρων.
κα Σεμέλης δεδόνητο φυτν πυρίκαυτον κούων
Κάδμος ναξ· καλέσας δ θεηγόρον υα Χαρικλος
πρώιος αθαλόεντας πέφραδε παιδς νείρους.
κα τότε Τειρεσίαο δεδεγμένος νθεον μφν
παδα πατρ προέηκεν ς θάδα νειν θήνης
Ζην θυηπολέουσαν κοντιστρι κεραυνο
ταρον μοκραίροιο φυς νδαλμα Λυαίου,
κα τράγον σσομένης σταφυλητόμον χθρν πώρης.
 νθεν βη πρ πόληος, πως Δι βωμν νάψ,
στεροπς μεδέοντι· παρισταμένη δ θυηλας
αματι κόλπον δευσε, φόν δ' ρραίνετο κούρη·
κα πλοκάμους δίηναν φειδέες αματος λκοί,
κα βοέαις λιβάδεσσιν πορφύροντο χιτνες.

Ξαφνικά μια ουράνια φλόγα έπεσε, στον ουρανό, ολόκληρο δέντρο έριξε, κάτω, αλλά τον καρπό του δεν τον άγγιζε. Αλλά. αφού τον άρπαξε ένα γοργόφτερο περιπλανώμενο πουλί, ήταν μισοτελειωμένος και είχε ανάγκη να ολοκληρωθεί η εγκυμοσύνη του, τον πρόσφερε στο Δία. Ο πατέρας το δέχτηκε στη στοργική αγκαλιά του, και τον έραψε στο μηρό του. Αντί για καρπό ο άντρας διαμόρφωσε τη μορφή του ταύρου με κέρατα και βλάστησε σαν τέλειος άντρας πάνω στη βουβωνική χώρα του γονιού του. Και η Σεμέλη ήταν φυτό, τρέμοντας από φόβο η κόρη αναπήδησε από το κρεβάτι της και τρόμαξε τον πατέρα, όταν του διηγήθηκε το όνειρο με τον καρπό και το λαμπερό κεραυνό και ταρασσόταν ο βασιλιάς Κάδμος, ακούγοντας για το φλογισμένο φυτό της Σεμέλης. Αφού κάλεσε το θεόπνευστο γιο της Χαρικλούς, το πρωί, του είπε πάλι για τον κεραυνό του ονείρου του παιδιού του. Και τότε δεχόμενος την ένθεη μαντεία του Τειρεσία, ο πατέρας έστειλε την κόρη του στο γνωστό ναό της Αθηνάς, για να θυσιάσει στο Δία, τον ακοντιστή των κεραυνών, έναν ταύρο ομοίωμα της κερασφόρας φύσης του Λυαίου και να γίνει τράγος, εχθρός που θερίζει τους καρπούς. Βγήκε τα κορίτσι από τις μπροστινές πόρτες της πόλης, για να ανάψει φωτιά στο βωμό του Δία, τον κυρίαρχο της αστραπής. Και ενώ στεκόταν κοντά στον τόπο της θυσίας κατέβρεξε με αίμα την τραχηλιά της και την κόρη έρανε ο φόνος. Και τα σιντριβάνια του ανελέητου αίματος έβρεξαν τις μπούκλες και οι χιτώνες βάφονταν κόκκινοι από τον ταύρο στο λιβάδι και αφού πήρε το δρόμο της κοντά στην κοίτη του γειτονικού Αισωπού με τα πολλά καλάμια, βάδισε πλάι στο πατρικό του νερό, η κόρη με τα διάφανα πέπλα, για να ξεπλύνει τα στικτά και βρεγμένα από το ακάθαρτο αίμα ρούχα της στη ροή του.

κα δρόμον θύνουσα βαθυσχοίν παρ ποί
γείτονος σωποο μετέστιχε πάτριον δωρ
παρθένος αολόπεπλος, να σμήξειε εέθροις
στικτ πολυρραθάμιγγι δεδευμένα φάρεα λύθρ.  
κα φόβον λλον δεκτο, κα ψόθι γείτονος χθης
ἠῴην παρ πέζαν λεξικάκου ποταμοο
ες όον, ες νέμους πεσείσατο τάρβος νείρων.
οκ θεε δ έεθρα μετήιεν, λλά κείνου
ες προχος ποταμοο προμάντιες γαγον ραι.
 κα Σεμέλην ρόωσα παρ' σωποο εέθροις
λουομένην γέλασσεν ν έρι φοιτς ρινς
μνησαμένη Κρονίωνος, τι ξυνήονι πότμ
μφοτέρους μελλε βαλεν φλογόεντι κεραυν.
 κεθι δέμας φαίδρυνε, σν μφιπόλοισι δ γυμν
χερας ρετμώσασα δι' δατος τρεχε κούρη·
κα κεφαλν δίαντον κούφισεν δμονι τέχν
ψι τιταινομένην πρ οδματος, χρι κομάων
γροβαφής, κα στέρνον πιστορέσασα εέθρ
ποσσν μοιβαίοισιν πίστερον θεεν δωρ.
 οδ Δις λάθεν μμα πανόψιον· μφ δ κούρ
ψιφανς λέλιζεν τέρμονα κύκλον πωπς.
κα βιοτς πίκουρον ν έρι τόξον νέλκων
πατρς πιπευτρος ρως ντώπιος στη,
τοξευτρ κίχητος· π' νθοκόμ δ βελέμν  
 νευρ μν σελάγιζεν, πισθοτόνοιο δ τόξου

Αφού είδε μια Ερινύα, που πλανιόταν στον αέρα, τη Σεμέλη που λουζόταν στο ρέμα του Αισωπού, γέλασε καθώς θυμήθηκε ότι ο Δίας επρόκειτο να χτυπήσει και τους δυο, που ήταν ενωμένη με κοινή τύχη με το φλογερό κεραυνό του. Εκεί καθάρισε το σώμα και γυμνή με τις υπηρέτριές της έτρεχε ή κόρη μέσα στο νερό απλώνοντας τα χέρια. Και το κεφάλι κρατούσε στεγνό με την τέχνη ενός ειδήμονα τεντώνοντας την ψηλά το κύμα, μέχρι να βρέχονται οι ρίζες των μαλλιών και με το στέρνο μπρουμυτα στο ρέμα και με τα πόδια διαδοχικά, έσπρωχνε το νερό προς τα πίσω. Και φόρεσε άλλο ρούχο και πάνω στη γειτονική όχθη, δίπλα στην πέτρα του ΔΙΟΝΥΣΟΥ  που διώχνει το κακό, στο ρέμα, στους ανέμους παρέδωσε το φοβο του ονειρου της.

Δε ρίχτηκε στο ρέμα χωρίς πίστη, αλλά την οδήγησαν στα νερά εκείνου του ποταμού οι μαντικές Ωρες.
Δεν ξέφυγε από το βλέμμα του Δια που όλα τα βλέπει. Από ψηλά κινούνταν γύρω από την κόρη με βλέμμα που δεν τελείωνε. Και ο Έρωτας ο ανίκητος τοξότης, σηκώνοντας στον αέρα το τόξο του που δίνει ζωή στάθηκε απέναντι στον πατέρα του, που όλα τα βλέπει. Πάνω στο ανθοστόλιστο βέλος φώτισε τη χορδή, και καθώς σύρθηκε το τόξο προς τα πίσω, σφύριξε το σοφό βέλος διονυσιακό ήχο. Ο Δίας ο πατέρας ο πολύ μεγάλος, ήταν ο στόχος. Ανήμπορος έκαμψε τον αυχένα στον Έρωτα.
Και όμοιο με κομήτη το βέλος των Ερώτων, που δονούνταν με γαμήλιο συριγμό, ήρθε στη καρδιά του Δια, αλλάζοντας πορεία, σαν να’ χε φρόνηση, αφού με το ακραίο σημείο της ουράς του άγγιξε το δέρμα του μηρού, προάγγελος του μελλούμενου τοκετού. 

Εκεί ο Δίας κινώντας άστατα το βλέμμα του, το γεμάτο από ερωτικό πόθο για την κόρη στον ιστό της που τον μάστιζε με πόθο. Και βλέποντας τη Σεμέλη να σκιρτά, σχεδόν σα να έβλεπε την Ευρώπη για δεύτερη φορά στη όχθη. Πονούσε στην καρδιά, καθώς ερχόταν πάλι ο πόθος στην Φοινίκη. Γιατί είχε την ίδια λαμπρή μορφή, ολόγυρα στο προσωπό της ακτινοβολούσε η λάμψη σα να ήταν ίδια με την αδερφή του πατέρα της. Ο Δίας ο πατέρας άλλαξε με δόλο τη μορφή του και πέταξε για τον έρωτα της Σεμέλης  σαν αετός πρόωρα πάνω από τον Αίσωπο ποταμό, που ήταν γόνος μιας κόρης και έφερε ακριβες ομοίωμα του βλέμματος του πουλιού σαν να προμάντευε το γάμο και για του ποταμού την κόρη. Παράτησε τον αέρα και περνώντας κοντά από την όχθη αναμετρούσε το γυμνό κορμό της κόρης με τα ωραία μαλλιά. Δεν ήταν ευχαριστημένος να το βλέπει από μακριά, αλλα ήθελε να βλέπει όλο το λευκό σώμα από κοντά, γιατί αν και έστελνε το τόσο μεγάλο και δυνατό μάτι ασταμάτητα παντού γύρω και έβλεπε όλο τον κόσμο δεν του ήταν αρκετό να βλέπει μια παρθενική κοπέλα.

λκομένου οίζησε σοφν βέλος ειον χώ.
Ζες δ πατρ σκοπς εν τηλίκος· οτιδαν δ
αχένα κάμψεν ρωτι· κα εκελος στέρος λκ
συριγμ γαμί δεδονημένος ἰὸς ρώτων
ες κραδίην Δις λθε παράτροπος μφρονι παλμ,
κροτάταις γλυφίδεσσιν πιγράψας πτύχα μηρο,
σσομένου τοκετοο προάγγελος. νθα Κρονίων
στατον μμα φέρων γαμίης χετηγν νάγκης
παρθενικς ς ρωτα πόθου μαστίζετο κεστ·
κα Σεμέλην ρόων νεπάλλετο, μ σχεδν χθης
Ερώπην νόησε τ δεύτερον· ν κραδί δ
κάμνε πάλιν Φοίνικα φέρων πόθον· γλαΐης γρ
τς ατς τύπον εχεν, ε δέ ο μφ προσώπ
πατροκασιγνήτης μαρύσσετο σύγγονος αγλη.
Ζες δ πατρ δολόεσσαν ἑὴν λλάξατο μορφήν,
κα Σεμέλης δι' ρωτα προώριος αετς πτη
ψόθεν σωποο, θυγατρογόνου ποταμοο,
Αγίνης τε μάντις υπτερύγων μεναίων
ξυφας μίμημα φέρων ρνιθος πωπς·
αθέρα δ προλέλοιπε κα γχιπόρου σχεδν χθης
γυμνν υπλοκάμοιο δέμας διεμέτρεε κούρης·
ο γρ δεν μενέαινεν πόπροθεν, λλ δοκεύειν
γχιφανς πάνλευκον λον δέμας θελε νύμφης,
ττι τόσον κα τοον τέρμονα πάντοθι πέμπων
φθαλμν περίμετρον, λου θηήτορα κόσμου,
ρκιον ο δοκέεσκεν δεν μίαν ζυγα κούρην….

Και ο Δίας θεός πατέρας χτυπημένος από το τόξο του Έρωτα  υποτάχθηκε σ΄ένα παιδί αφού δέχθηκε τον ερωτικό σπινθήρα που του έκαψε την ψυχή



κα Σεμέλην φιλί παλάμης γκάσσατο δεσμ,
π μν πρ λεχέων βοέην μυκώμενος χώ,
νδρομέοις μελέεσσιν χων κερόεσσαν πωπήν,
σοφυς μίμημα βοοκραίρου Διονύσου,
π δ λεοντείην πυκινότριχα δύσατο μορφήν,
λλοτε πόρδαλις εν, τε θρασν υα φυτεύων,
πορδαλίων λατρα κα νιοχα λεόντων·
λλοτε μιτρωθεσαν π σπείρσι δρακόντων
νυμφίος μπελόεντι κόμην σφίγγετο δεσμ,
ονοπα δινεύων λικώδεα κισσν θείρης,
Βάκχου πλεκτν γαλμα· δράκων δέ τις γκύλος ρπων
θαρσαλέης λιχμτο οδόχροον αχένα νύμφης  
χείλεσι μειλιχίοισι, κατ στέρνοιο δ βαίνων
κλινέων τροχόεσσαν τυν μιτρώσατο μαζν,
συρίζων μέναιον, υσμήνοιο μελίσσης
δ μέλι προχέων, ο λοίγιον ἰὸν χίδνης.
Ζες δ γάμ δήθυνε, κα ς παρ γείτονι λην
ειον σμαράγησε, φιλεύιον υα φυτεύων·
κα στόματι στόμα πξεν ρωμανές, μερόεν δ
νέκταρ ναβλύζων Σεμέλην μέθυσσεν κοίτης,
νεκταρέης να παδα τέκ σκηπτοχον πώρης,
γγελον σσομένων λαθικηδέα βότρυν είρων,
πυρσοφόρ νάρθηκι καταχθέα πχυν ρείσας.
λλοτε θύρσον ειρε πολύπλοκον ονοπι κισσ,
δέρμα φέρων λάφοιο· γυναιμανέος δ φορος
λαι ποικιλόνωτος σείετο νεβρς γοστ.
γαα δ πσα γέλασσε, κα ατοφύτοισι πετήλοις
ρχατος μπελόεις Σεμέλης περιδέδρομεν ενήν,
κα δροσερο λειμνος νέβρυον νθεα τοχοι
μφ γον Βρομίοιο, κα ννεφέλων π λέκτρων
βρονταίοις πατάγοισιν πέκτυπεν νδόμυχος Ζες
τύμπανα νυκτελίοιο προθεσπίζων Διονύσου.
κα Σεμέλην μετ λέκτρα φίλ προσπτύξατο μύθ
λπίσιν σσομένσι παρηγορέων ο νύμφην·  
 “εμί, γύναι, Κρονίδης σέο νυμφίος· αθερί μν
αχένα γαρον ειρε συναπτομένη παρακοίτ,
μείζονα δ βροτέης μ δίζεο μέτρα γενέθλης.
ο σοι ριδμαίνει Δανάης γάμος· λλ κα ατς
πατροκασιγνήτης βοέων μέναιον ρώτων
κρυφες· Ερώπη γρ γαλλομένη Δις εν
λυθεν ς Κρήτην, Σεμέλη δ' ς λυμπον κάνει.
τί πλέον θελες λλο μετ' αθέρα κα πόλον στρων;
καί ποτέ τις λέξειεν, τι Κρονίδης πόρε τιμν
νερτερί Μίνωι κα ορανί Διονύσ.
λλ μετ' Ατονόης βροτν υέα κα τόκον νος,
τν μν ος σκυλάκεσσι δεδουπότα, τν δ τοκος
παιδοφόνου μέλλοντα θανεν πτερόεντι βελέμν,
κα μετ λυσσαλέης μινυώριον υἱὸν γαύης
φθιτον υα λόχευε, κα θανάτην σε καλέσσω·
λβίη, ττι θεοσι κα νδράσι χάρμα λοχεύσεις
υέα κυσαμένη βροτέης πίληθον νίης.”  

….Αλλά έλκοντας στη Δύση τον  προπομπό σου Εωσφόρο χαρίσου  σε  σένα και σε μένα που ποθούμε, μείνε όλη τη νύχτα μαζί με την  Κλυμένη σου και θα πάω αμέσως στη Σεμέλη. Ζέψε για μένα το άρμα σου και συ Σελήνη, που λάμπεις, στέλνοντας  τη λάμψη που τρέφει τα φυτά. γιατί τη γέννα του θεού της βλάστησης Διονύσου θα φέρει αυτή η ένωση και ανατέλλοντας στο λατρεμένο ανάκτορο της Σεμέλης λάμψε για μένα που λαχταρώ μαζί με το άστρο της Αφροδίτης και κράτησε το γλυκό ερωτικό σκοτάδι για το Δία.»
Τέτοια έλεγε ο πατέρας τα οποία ο πόθος ξέρει να ζητά. Αλλά όταν σηκώθηκε από τη γη με μεγάλα πηδήματα για χάρη αυτού που βιαζόταν ο εκτεινόμενος ψηλά και ολόγυρα κώνος της ομίχλης, οδηγώντας το υγρό σκοτάδι να σκεπάσει την αναδυόμενη Ηώ, τότε ο ουράνιος Δίας διέσχισε το δωμάτιο το γεμάτο με αστέρια, να βρεθεί ερωτικά με τη Σεμέλη, με πέδιλο που δεν άφηνε ίχνη με το πρώτο άλμα διέτρεξε όλο το ουράνιο μονοπάτι. Με το δεύτερο έφτασε στη Θήβα σα φτερό ή σα σκέψη Οι σύρτες της πύλης άνοιξαν αυτόματα, όταν  πήδηξε.
Έσφιξε τη Σεμέλη στην ερωτική αγκαλιά του, άλλοτε μουγκρίζοντας με βοή ταύρου πάνω στο κρεβάτι, έχοντας όψη   με κέρατα και ανθρώπινα μέλη, ίση απομίμηση του κερασφόρου Διονύσου, άλλοτε ντυνόταν τη μορφή δασύτριχου λιονταριού, άλλοτε ήταν πάνθηρας, για να σπείρει γιό θαρραλέρο, οδηγό πανθήρων  και ηνίοχο λιονταριών. Άλλοτε ο εραστής έσφιγγε τα μαλλιά του με δεσμό από ζωσμένα από σπείρες φιδιών, κινώντας σαν έλικα το σκουροπράσινο κισσό, το πλεκτό κόσμημα του  Βάκχου.

Ενώ σερνόταν σαν ένα φίδι με αγκαθωτή ράχη, έγλυφε το ρόδινο αυχένα της τρομαγμένης νύμφης, με γλυκά χείλη πηγαίνοντας προς το στέρνο τύλιξε τη σφαίρα των άκαμπτων μαστών της, σφυρίζοντας το σμίξιμό τους. Χύνοντας το γλυκό μέλι  από όμορφα σμήνη μελισσών και όχι το θανατηφόρο δηλητήριο της οχιάς. Ο Δίας επιμήκυνε το σμιξιμο και κραύγασε σα να ήταν κοντά ένα πατητήρι «ΕΥοί»
σπέρνοντας το γιο που λάτρεψε την κραυγή αυτή. Μανιασμένο ερωτικά στόμα του καρφώθηκε στο στόμα της κόρης και αναβλύζοντας το ποθητό νέκταρ ο εραστής μέθυσε τη Σεμέλη, για να γεννήσει γιο σκηπτούχο του γλυκού καρπού, σηκώνοντας το παυσίλυπο σταφύλι άγγελο των όσων θα συνέβαιναν, στηρίζοντας το φορτωμένο βραχίονα του στο πυρφόρο νάρθηκα. Άλλοτε σήκωνε το θυρσό, που ήταν πλεγμένος με σκουροπράσινο κισσό, ενώ  είχε ρίξει πάνω του ελαφίσιο δέρμα. Στο αριστερό του χέρι έσειε μία θηλυμανή ασπίδα από πλούσιο δέρμα ελαφιού. Όλη η γη γέλασε και με αυτόφυτα πέταλα ένα αμπέλι τύλιξε το κρεβάτι της Σεμέλης και οι τοίχοι πέταξαν άνθη δροσερού λιβαδιού για τη σύλληψη του Βρόμιου κι έριχνε, με βροντερό πάταγο στο ασυννέφιαστο κρεβάτι κεραυνούς ο ενδόμυχος Δίας, θεσπίζοντας από τώρα τα τύμπανα του νυχτερινού Διονύσου Και η Σεμέλη μετά τον έρωτα με λόγια αγάπης αγκάλιασε με μελλοντικές ελπίδες παρηγορώντας τη νύμφη του :
           
« Είμαι γυναίκα, ο Κρονίδης ο άντρας σου. Σήκωσε περήφανα τoν αυχένα σου, γιατί έσμιξες με τον ουράνιο εραστή, μη γυρεύεις θνητή με πιο τιμημένη γέννα. Δεν μπορεί να σε  συναγωνιστεί ο γάμος της Δανάης. Αλλά και το σμίξιμο των  Ερώτων της αδελφής, του πατέρα σου με ταύρο έσβησες. Γιατί η Ευρώπη χαρούμενη από το σμίξιμο με το Δία  πήγε στην Κρήτη; ενώ η Σεμελη φτάνει στον Όλυμπο. Τι άλλο περισσότερο ήθελες από τον ουρανό και  τα΄ άστρα; Και κάποτε θα πει κάποιος, ότι ο Κρονίδης χάρισε τιμή στον υποχθόνιο Μίνωα και τον ουράνιο Διόνυσο Αλλά μετά το θνητό γιο της Αυτονόης και το γιο της Ινούς που ο ένας γδάρθηκε από τα σκυλιά του και ο άλλος πρόκειται να πεθάνει από το φτερωτό βέλος του παιδοκτόνου γονιού του και μετά το γιο της λυσσασμένης Αγαυης που λίγο θα ζήσει, κράτα άφθαρτο γιο και αθάνατη θα σε κάνω. Ευτυχισμένη εσύ, γιατί εγκυμονείς χαρά για τους θεούς και τους ανθρώπους, αφού κρατάς στην κοιλιά σου το λυτρωτή γιό της πίκρας των θνητών.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου