Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Διόνυσος Σαώτης


ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

 δη δ' ενάοιο βίου παλιναυξέι καρπ
ρσενα θηλυτέρ γόνιμον σπόρον αλακι μίξας
σπορον ροσε κόσμον ρως, φιλότητος ροτρεύς·
κα φύσις ρρίζωτο, τιθηνήτειρα γενέθλης,
κα χθον πρ κεράσασα κα έρι σύμπλοκον δωρ
νδρομέην μόρφωσε γονν τετράζυγι δεσμ.
 λλ βίον μερόπων τερότροπος εχεν νίη
ρχόμενον καμάτοιο κα ο λήγοντα μερίμνης.
κα Δι παμμεδέοντι δυηπαθέων γένος νδρν
μμορον εφροσύνης πεδείκνυε σύντροφος Αών·
ο πω γρ τοκετοο λεχώια νήματα λύσας 

Βάκχον νηκόντιζε πατρ γκύμονι μηρ,
νδρομέης μπαυμα μεληδόνος· ο τότε λοιβ
ερίους μέθυσσε πόρους εώδεϊ καπν
ονοβαφής, στεφάνους δ θεν λειμωνίδι ποί
θυγατέρες λυκάβαντος τερπέες πλεκον ραι·
ονου γρ χρέος εν· βακχεύτου δ χορείης
μιτελς νόνητος ην χάρις· γρομένων γρ
μματα μονον θελγεν, τε στροφάδεσσιν ρωας
ρχηστρ πολύκυκλος λίσσετο λαίλαπι ταρσν,
νεύματα μθον χων, παλάμην στόμα, δάκτυλα φωνήν.  
 λλ Δις πετάσας π γούνασι λευκάδα χαίτην
Αἰὼν ποικιλόμορφος, χων κληδα γενέθλης,
κεσίης ρέγων κεχαλασμένον λκν πήνης,
εχε λιτάς· δαπέδ δ καθελκομένοιο καρήνου
κταδίην θλιψε άχιν κυρτούμενος αχήν·
κα ποδς κλάζοντος τέρμονα χερα τιταίνων
ενάου βιότοιο γέρων φθέγξατο ποιμήν·
 “Ζε να, κα σ δόκευε κατηφέος λγεα κόσμου·
οχ ράς, τι γααν λην οστρησεν νυ
ριον μώουσα ταχυφθιμένης στάχυν βης;
ο πω λείψανα κενα παρήλυθεν, ξότε φωτν
κλυσας θνεα πάντα, κα ερίου όος μβρου
αθέρα κυμαίνων πεπάφλασε γείτονι Μήν.
χαιρέτω κυμόρων μερόπων βίος, ν π πότμ
ορανίους οηκας ναίνομαι· οκέτι κόσμου
πεσμα κυβερνήσω· μακάρων δέ τις λλος ρείων
πηδάλιον βιότοιο παλιννόστοιο δεχέσθω·
λλος μν τέων χέτω δρόμον· ανοπαθς γρ
οκτείρων μόγησα πολυτλήτων γένος νδρν.
ρκιον ο πέλε γρας, περ νεότητα μαραίνει  
κα βραδν νδρα τίθησι κάτω νεύοντι καρήν,
κυφς τε τρομερσι περισσοπόδεσσι πορείαις
γηροκόμ βαρύγουνος ρείδεται θάδι βάκτρ·
ρκιος ο πέλε πότμος, ς κρυφε πολλάκι Λήθ
νυμφίον ρτιχόρευτον μόστολον λικι νύμφ,
συζυγίης λύτοιο φερέσβια πείσματα λύσας.
οδα μέν, ς ρόεις πέλεται γάμος, χι λιγαίνει
Πανιάδος σύριγγος μόθροος αλς θήνης· 


μπης, ποον νειαρ, τε ζυγί παρ παστ
πτατόνου φόρμιγγος ράσσεται ρθιος χώ;
πηκτίδες ο λύουσι μεληδόνας· λλ κα ατς
νυμφιδίην χόρευτος ρως πεσείσατο πεύκην
τερπωλς χατέοντας πιπεύων μεναίους.
λλ πολυκμήτων μερόπων πίληθον νίης
φάρμακον ρρίζωτο βιοσσόον· οράνιον γρ
οκ φελέν ποτε κενο πίθου κρήδεμνον νοξαι
νδράσι Πανδώρη γλυκερν κακόν. λλ κα ατς
νδρομέης κακότητος παίτιός στι Προμηθεύς,
ς μογερν μερόπων πικήδεται· ρχεκάκου γρ
ντ πυρς γλυκ νέκταρ, περ μακάρων φρένα τέρπει,
κλέψαι μλλον φελλε κα νδράσι δρον πάσσαι,
φρα τε σκεδάσειε ποτ μελεδήματα κόσμου.   

λλ λιπν βιότοιο πολυφλοίσβοιο μερίμνας
σς τελετς σκοπίαζε κατηφέας· ά σε θέλγει
σπόνδων θυέων νεμώλιος τμς λήτης;”
 ς φαμένοιο γέροντος π χρόνον μφρονι σιγ
μτιν ἑὴν λέλιζεν τέρμονα μητίετα Ζεύς·
κα φρενς νία λσεν πασσυτέρσι δ βουλας
γκεφάλου γονόεντος δινεύοντο μενοιναί.
κα Κρονίδης Αἰῶνι θεηγόρον αχε φωνν
ξονος μφήεντος πέρτερα θέσφατα φαίνων·
 “ πάτερ, ενάων τέων ατόσπορε ποιμήν,
μ νεμέσα· βροτέη γρ ώριος ο ποτε λήγει
πληθομένη μινύθουσα φύσις, μίμημα σελήνης.
νέκταρ α μακάρεσσι, κα νδράσιν λκαρ νίης
ατοχύτ γλυκν ονον οικότα νέκταρι δώσω,
λλο ποτν μερόπεσσιν φάρμενον· ρχέγονος δ
χνυται εσέτι κόσμος, ως να παδα λοχεύσω.
τίκτω γ γενέτης, κα τλήσομαι ρσενι μηρ
θηλυτέρας δνας, πως δνα σαώσω.
χθιζ μν ερυάλωος μς π νεύματι Δηος
γαα χαρασσομένη σταχύων μνηστρι σιδήρ
ξηρν μαλλοτόκοιο λοχεύσατο καρπν ρούρης·
δη δ' γλαόδωρος μς πάις ν χθον πήξει
γρν κεσσιπόνοιο θυώδεα καρπν πώρης,
νηπενθς Διόνυσος, πενθέα βότρυν έξων,  
ντίπαλος Δήμητρι· κα ανήσεις με δοκεύων
μπελον ονοτόκοισιν ρευθιόωσαν έρσαις
εφροσύνης κήρυκα, κα γρονόμους παρ λην
ποσσ βαρυνομένοισιν πιθλίβοντας πώρην,
Βασσαρίδων δ φάλαγγα φιλεύιον ψόθεν μων
πλοκον αθύσσουσαν ς έρα λυσσάδα χαίτην·
κα φρένα βακχεύσαντες μοιβαίοισι κυπέλλοις
πάντες νευάξουσιν π' εκελάδοιο τραπέζης
νδρομέης Διόνυσον λεξητρα γενέθλης.
τοτον εθλεύσαντα μετ χθόνα σύνδρομον στρων...


 
Διονυσιακών έβδομον

Η έβδομη ραψωδία τραγουδά την ικεσία του Λευκομαλλου Αιώνα, τη Σεμέλη, τον έρωτα του Δία και το παράνομο κρεβάτι.

Ηδη ο Ερωτας έσπειρε τον άσπαρτο κόσμο αναμιγνύοντας τον αρσενικό γόνιμο σπόρο στο θηλυκό αυλάκι, με  τον καρπό της αιώνιας ζωής, που αναγεννιέται, της αγάπης ο γεωργός. Και η φύση ρίζωσε, η τροφός της νέας γενιάς, αναμειγνυοντας τη φωτιά με τη γή και συμπλέκοντας το νερό με τον αέρα διαμόρφωσε μ΄αυτήν την τεταρπλή ένωση το γένος των ανθρώπων.
Αλλά ή θλίψη βασάνιζε με πολλούς τρόπους τη ζωή των ανθρώπων που ξεκινούσε με πόνο και χωρίς να τελειώνουν οι έγνοιες.
Στον κυρίαρχο όλων, το Δια το γένος των πανάθλιων ανθρώπων, που δεν έβρισκε χαρά παρουσίασε ο σύντροφός του ο Αιών.
Γιατί ο πατέρας μην έχοντας λύσει τα νήματα της εγκυμοσύνης με τοκετό δεν εξακόντιζε ακόμα το Βάκχο, που εγκυμονούσε στο μηρό του, την παρηγοριά του ανθρώπινου καημού. Τότε τα περάσματα του αέρα δεν μέθυσε το κρασοκόκκινο θυμίαμα με ευωδιαστό καπνό, ενώ στεφάνια για τους θεούς με τα χορτάρια των λιβαδιών έπλεκαν οι κόρες του έτους, οι Ώρες, χωρίς χαρά.
Γιατί υπήρχε ανάγκη για κρασί. Του χορού χωρίς κρασί η χαρά ήταν μισή και μάταιη…

Γιατί τα μάτια των συμποσιαστών τρέπονται  μόνο, όταν με ορμητικές στροφές στριφογύριζε  με πολλούς κύκλους κάποιος χορευτής μέσα σε λαίλαπα , χοροπηδητού, μιλώντας  με νεύματα, το χέρι για στόμα και τα δάχτυλα για  φωνή. Αλλά αφού πέταξε στα γόνατα του  Δία  τη λευκή  χαίτη του, ο ποικιλόμορφος Αιών, κρατώντας τα κλειδιά της ανθρώπινης γενιάς, απλώνοντας την ικετευτική του γενειάδα παρακαλούσε. Στο δάπεδο σέρνοντας την  κεφαλή του μακριά, έκανε τη ράχη του να πονά κάμπτοντας τον αυχένα του και με λυγισμένα γόνατα, απλώνοντας τα  μακριά του χέρια είπε ο  βοσκός γέροντας της αιώνιας ζωής :  
Δία, βασιλιά, κοίτα και συ τα πάθη του σκοτεινιασμένου κόσμου. Δε βλέπεις,  ότι η νυ( γαρ ο δαίμων τς προστάτης το πολέμου, σύντροφος του Αρη ). χτύπησε όλη τη γή κόβοντας τον ανθό της νιότης, που καταστρέφεται γρήγορα Δε χάθηκαν ακόμα τα απομεινάρια εκείνα, από τότε που όλα τα έθνη των ανθρώπων κατέκλυσες και το ρεύμα της ουράνιας βροχής , σηκώνοντας κύματα στον αέρα, πάφλασε στη γειτονική Σελήνη. Η ζωή χαιρέτησε τους ανθρώπους, που πεθαίνουν γρήγορα, γι' αυτή τη μοίρα που τους χτύπησε αρνούμαι το τιμόνι του ουρανού, δε θα κυβερνήσω πια το παλαμάρι του κόσμου. Κάποιος άλλος από τους  μακάριους  θεούς, πιο δυνατός, ας δεχθεί το πηδάλιο της ζωής, που αναγεννιέται.  Άλλος ας πάρει το δρόμο μου των τόσων χρόνων.  Κουράστηκα να θρηνώ το κακότυχο γένος  των πολυβασανισμένων ανθρώπων.


Δεν είναι αρκετά γι' αυτούς τα γηρατειά, που μαραίνουν τη νεότητα και κάνουν τον άντρα αργό και με σκυμμένο κε­φάλι,  καμπούρης πια, με βαριά πόδια στηρίζεται στο γνωστό μπαστούνι που τον γηροκομεί και έχει τρία πόδια στη δύσκολη πορεία του. Δεν του είναι αρκετός  ο  θάνατος, ο οποίος κρύβει  στη Λήθη πολλές φορές γαμπρό νιόπαντρο, σύντροφο με  συνομήλικη κόρη, που λύνει τα ζωοφόρα δεσμά του  άλυτου συζυγικού βίου. Γνωρίζω καλά, πόσο γλυκός είναι " , ο γάμος όταν  παίζει ο αυλός της Αθηνάς στον ίδιο τόνο με τη  φλογέρα του Πάνα. Ωστόσο, ποιο το όφελος, όταν η όρθια  ηχώ  της  εφτάτονης κιθάρας ακούγεται κοντά στη συζυγική  κλίνη;  Τα  όργανα δε σταματούν τα βάσανα.  Αλλά και ο Έρωτας χωρίς  χορό πετά μακριά τη γαμήλια λαμπάδα,  γιατί κατανοεί ότι οι γάμοι ζητούν την τέρψη. Αλλά για τους πολυβασανισμένους ανθρώπους, της στενοχώριας   λησμονιά, ένα φάρμακο σωτήριο ρίζωσε.



 Μακάρι η Πανδώρα , το γλυκό κακό για τους ανθρώπους, ποτέ να μην είχε ανοίξει εκείνο το ουράνιο σκέπασμα του πιθαριού. Αλλά και ο ίδιος ο Προμηθέας, που φροντίζει για τους βασανισμένους ανθρώπους, είναι υπαίτιος της ανθρώπινης δυστυχίας.  Περισσότερο θα χρησίμευε αντί για  τη  φωτιά - που στάθηκε η αρχή του κακού - το γλυκό νέκταρ  να κλέψει το οποίο ευφραίνει την ψυχή των θεών και να το  χαρίσει στους ανθρώπους  για να διασκεδάσει με το με το ποτό σου τα βάσανα του κόσμου. Αλλά εγκαταλείποντας  τις έγνοιες της πολυκύμαντης ζωής εξέτασε τις κακόκεφες τελετές σου. Στ' αλήθεια σε ευχαριστεί να ανεβαίνει ο αγύρτης αέρας άδειος από άσπονδες θυσίες;
Έτσι  αφού μίλησε ο γέροντας μέσα σε μακρόχρονη βαθιά σιωπή που κινούσε την αιώνια σκέψη του ο πάνσοφος Δίας.
Έλυσε τα ηνία του μυαλού του. Οι έγνοιες κινούνταν σε δίνη ενώ το μυαλό γεννούσε τη μια σκέψη μετά την άλλη. Ο Κρονίδης έβγαλε τη θεική φωνή του στον Αιώνα, φανερώνοντας  τις απόκρυφες μαντείες του προφητικού άξονα: «Πατέρα, ποιμένα αυτοδημιούργητε των ασταμάτητων χρόνων  μην αγανακτείς. Γιατί η ανθρώπινη φύση δε σταμάτα ποτέ  αυξανόμενη και σβήνεται σαν τη Σελήνη. Άφησε το νέκταρ  στους θεούς και θα δώσω άλλη προστασία  από τη στεναχώρια  στους ανθρώπους γλυκό κρασί, που να μοιάζει με  νέκταρ που χύνεται μόνο του. Ένα άλλο ποτό που αρμόζει στους  ανθρώπους.  


Από τις αρχές της ανθρώπινης γενιάς ο κόσμος ακόμη θλίβεται, μέχρι να γεννήσω ένα γιό. Εγώ θα του δώσω τη ζωή και θα το γεννήσω, και θα  υποφέρω τις  θηλυκές ωδίνες του τοκετού στον αρσενικό μηρό μου για να σώσω τη γέννα. Χθες κάτω από τα νεύματα της Δηώς της κυράς των αλωνιών η γη χαρασσόμενη από τους μνηστήρες του σιδήρου γεννούσε ξερό  καρπό που παρήγαγε στάχυα. Ηδη ο γιός  λαμπρό δώρο θα μπήξει στη γή τον υγρό καταπραϋντικό, ευωδιαστό καρπό ενός φυτού, ο Διόνυσος που δεν πενθεί ποτέ, παυσίλυπο  σταφύλι  φέρνοντας, ο αντίπαλος της Δήμητρας.



 Και θα με υμνήσεις  βλέποντας την άμπελο, τη μάνα του κρασιού να κοκκινίζει ολόδροση, κήρυκας της χαράς και κοντά στο πατητήρι να συνθλίβουν με τα βαριά τους πόδια το φυτό  και την παρέα των Βασσαρίδων με φωνές να σείει ψηλά στους ώμους την ξέπλεκη χαίτη που ανεμίζει  σαν τρελή. Και με μεθυσμένα τα αμοιβαία  κύπελλα όλοι θα κάνουν πρόποση στα πολύβουα τραπέζια για το Διόνυσο, το σωτήρα της ανθρώπινης γενιάς


συνεχίζετε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου