Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Νίνος –ου (ὁ) –Υἱός Βήλου


Κατά τον Ν. Π. Ανδριώτη στο «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής» το νινί ή νηνί σημαίνει μικρό παιδί· παράγεται από το μεσαιωνικό νηνίον (= κούκλα), υποκοριστικό του αρχαίου ιωνικού νήνις<νεάνις, ή από το αρχαίο ίνις = γιος, νέος, παιδί, βρέφος, απόγονος, νήπιο κατά Παντελίδη  «Βυζαντινά και νεοελληνικά» ή κόρη κατά Ανδριώτη με ν προθετικό.

 Η λέξη νηνί(ο)ν (νινίον) με τη σημασία μικρό παιδί δεν είναι άγνωστη σε βυζαντινά κείμενα. Υπάρχει μάλιστα και υποκοριστικό νινίτσιν στον Πτωχοπρόδρομο

 Στο λεξικό του Δημητράκου το λήμμα νιν(ν)ί(ον) έχει τις ακόλουθες ερμηνείες: 1) νήπιο, βρέφος, 2) κούκλα, 3) το είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού και κατ' επέκταση η ίδια η κόρη του ματιού και 4) ο μεταξοσκώληκας.


LSJ entry
νίννη, , perh.
grandmother or mother-in-law, Demitsas Μακεδ. No.416 (Thessalonica, ii A.D.); also νίνη ib.No.415 (ibid.); cf. νέννος.

Στο “Απειρώνυμον” του Κωνσταντίνου Ζαρζαμπίδη βρίσκουμε τις παρακάτω αναγραφές

Βρέφος –ους (το;) –επίθετον Έρωτος –Επίθετον Ζαγρέως

Νννιον –ιου () –φιερώτρια ες ερόν λευσνος –Ες γγειογραφίαν
Νιννον –ίου ()
Νίνον –ου ()
Νίνος –ου () –Υός Βήλου, βασιλέως σσυρίων, μέ σύζυγον τήν ραίαν Σεμίραμιν γενν Νινύαν –Μυθιστοριογράφος
Ννος Νννιος –ου ()

Ννος Νινας –ου ()
Ννος και Μνος –ου () –Υιός λφεσιβοίας νύμφης νδίας καί Διονύσου μεταμορφωθέντος ες Τίγρην καί καλούμενος κτοτε οτω (τίγρης) ποταμός
Νίνουσα –σης ()
Νινύα –ης ()
Νινύας –ου () –Υός Νίνου καί Σεμιράμιδος –ατρός

Μν –Μνος () –Πρτος βασιλες Αγπτου, Η-14-165Α
Μν –ηνός () –Θεότης Φρύγων παριστσα Σελήνην μέ πίθετα: Ποιμήν καί Φωσφόρος
Μνα Μνη –ης () = Σελήνη
Μνη και Μνα –ης () –(Σελήνη) –πίθετον ρτέμιδος –πίθετον κάτης μέ συνώνυμον: Γοργώ –πίθετον Σελήνης
Μνης –η –εως και Μενς και Μηνας –ου και Μήν () –Βασιλεύς Αγύπτου νοποιήσας νω καί κάτω Αγυπτον

Μήνης και Μένες και Μηνάς και Μίνωας –α () –Δεν εναι νομα, λλά βασιλικός τίτλος Κρητν, πως Φαραώ τν Αγυπτίων
Μηνία –ης ()
Μνιον –ου () –Νας τς Μνης (Σελνης)
Μνος –ου και Νινος () –Υός λφεσιβοίας καί Διονύσου μεταμορφωθέντος ες τίγρην καί κτοτε καλεται οτω ποταμός
Μήνος –ου και Μηνάς Μήνη () – (Σελήνη) –Αγύπτιος πινοήσας λφάβητον τόν 18ον αἰῶνα π.Χ.

νις –ιος () –(υός) –πίθετον πόλλωνος
ννα –ης () –Πηγή ν Θράκη
ννάνα –ης () –Θεότης Σουμεριακή ντίστοιχος τς φροδίτης

νώ –ος () –(θυγάτηρ, θηλυκόν το νις = υός)
νώ καί Βύνη καί Λευκοθέα –ης, γηνορίς () –(νευρώδης, ρωμαλέα) –Σύζυγος θάμαντος, μέ ν γενν Λέαρχον καί Μελικέρτην, μητρυιά Φρίξου καί λλης (τέκνων Νεφέλης) –Θαλασσία θεά, τροφός Διονύσου –Θυγάτηρ Κάδμου καί ρμονίας –Μαινάς καί πόγονός της Κοσκώ –Δευτέρα σύζυγος θάμαντος. ξ ατίας της τά τέκνα ατο καί τς Νεφέλης (Φρξος καί λλη), ππευσαν πτερωτόν Κριόν. Διά τό δέρας ατο γινεν ργοναυτική κστρατεία. ( ργισθεσα ρα καμε παράφρονα θάμαντα καί ρριψεν ες θάλασσαν νώ καί Μελικέρτην (πό Μολουρίδα Πέτρα). Τ μεσολαβήσει τς φροδίτης Ποσειδν κατέστησεν θαλασσίους θεούς λατρευομένης τς νος ς Λευκοθέας. πηρέτρια εχεν τήν υγγα –Μήτηρ Κροέσσης πού μέ Ποσειδνα γενν Βύζαντα, Ο.Ο.Ε.461, Η-7-1154, Η-9-531Δ, 920Δ, Η-13-213Δ, Η-18-379Α

Ζαγρέα –ης ()
Ζαγρέας Ζαγρεύς –έως () –Παλαιότερον πώνυμον Βάκχου σίριδος Καταχθονίου Διονύσου –Υός Διός καί Περσεφόνης. μεσως μετά τήν γέννησιν φονεύθη πό Τιτάνων (Τό γκλημα ατν) –1ος Διόνυσος
Ζαγρεύς –έως () –πίθετον δoυ –πίθετον Διονύσου
Ζάγρος –ου () –ρος σίας

Περισσότερα βέβαια δίδονται και σε προηγούμενα κείμενα μου περί Ινούς, Λευκοθέας, Ζαγρέα, Σεμέλης κλπ

Perseus analysis of ννις:
ννις (girl): fem nom sg
LSJ entry
νενις, Ep. and Ion. νενις (contr. ννις Anacr.14.3, CIG7629 (vase), Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.144, EM448.29), ῐδος, , acc.

-ιδα A.Pr.704, -ιν E.Cyc.179:—girl, maiden, Il.18.418, Pi.P.9.31, A.l.c., Eu.958 (lyr.), S.Ant.784 (lyr.), E.l.c., al., A.R.1.843, Lyr. Alex.Adesp.26; of a young married woman, E.Andr.192; παρθενικ ν. Od.7.20.

as Adj., youthful, χερες, βαι, E.Ba.745, Ion477 (lyr.).

new, βίβλος AP4.3b75 (Agath.).—Poet. word, but freq. in LXX, Ex.2.8, al.




Ενώ ήνις και ένος είναι ο ετήσιος και ο χρονιάρικος

*νῑς, , epith. of cows, of uncertain meaning (
yearling, fr. νος (c), acc. to EM432.2, Hsch.), used by Hom. only in acc. sg. and pl.: gen. νῐος A.R.4.174:—βος . . νῑς κέστας Il.6.94,275,309; βον νιν ερυμέτωπον δμήτην 10.292, Od.3.382. (νιν codd. and Ptol. Oroandae ap. Hdn.Gr.2.71; νιν Tyrannioibid.: perh. a stem in ῑ.)

νος 1 (ο) year, Lyd.Mens.4.1, Hsch.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωροςμαι)
Alphabetic entry mu, page 392, line 12

<Μήτι>, δι το ι. ς π το νεάνις, κατ κράσιν γί-
 νεται ννις, κα κεθεν νήνιος, νήνιι+, κα κατ κρά-
 σιν τν δύο ιι ες ι μακρν ν, νήνι, ποικίλους μ-
 βάλω, οτω κα π το μήτις μήτιϊ κα κράσει τν
 δύο ιι ες ν ι μακρν μήτι.

Perseus analyses of νηνία:
    νηνίᾱ,νηνία (public eulogy): fem nom/voc/acc dual
    νηνίᾱ,νηνία (public eulogy): fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

νηνία, ,
public eulogy on great men, sometimes accompanied by the flute: hence, lament, dirge, only in Lat. nenia, a Gr. word acc. to Cic.Legg.2.24.62; cf. sq.

νηνα, , δημόσια εγκώμιο για μεγάλους άνδρες, που μερικές φορές συνοδεύεται από το φλάουτο: ως εκ τούτου, θρήνος, μοιρολόι.

 Από το “Nέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν” του Δ. Δημητράκου

νηνίδα ή Δ έφελκίδες, σχηματιζόμενοι επί της κεφαλής των βρεφών.
νηνίον τό Μ βλ. νιννίον.
νήνις-ιδος ή Α συνηρ. τ. του νεάνις βλ.λ….
AM νιννί κ. νηνίον Μ -ϊ κ. νινί
νήπιον, βρέφος.   2 ) πλαγγών, κούκλα.   3) τό έν τη κόρη τού οφθαλμού σχηματιζόμενον είδωλον. β) αυτή ή κόρη.

Suda, Lexicon
Alphabetic letter nu, entry 139, line 1

Νεηνίας:> νεανίας.
<Νενις:> νενις. 
Σύμφωνα με ιταλικό ετυμολογικό λεξικό, το θηλυκό ουσιαστικό ninna συναντάται από το 1618 και σημαίνει το κοριτσάκι. Σχετικό είναι το ninno -nenna στη Napoli, καθώς και το ισπανικό nina. Στη Lucca, την Pisa και το Livorno συναντάται το άκλιτο nini, χαϊδευτικό για το μωρό. Η προέλευση του πρέπει, κατά τους συντάκτες του λεξικού αυτού, να αναζητηθεί στη μωρουδιακή γλώσσα. Στο ίδιο λεξικό το λήμμα ninna ή nanna, που πρωτοσυναντάται τον 19ο αιώνα, σημαίνει νανούρισμα. Από τη λέξη αυτή προέρχεται το τοσκανικό υποκοριστικό ninnarella. Σχετικό είναι το ρήμα ninnare (= νανου­ρίζω). Στην Τοσκάνη χρησιμοποιείται το ουσιαστικό nino (πληθ. nini), χαϊδευ­τικό στην κλήση αγαπητού προσώπου· ίσως από το Giovannino- λιγότερο πι­θανή η αναγωγή στο ninno.

Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί, συνωδά προς τη θεωρία για την τοσκανική καταγωγή της οικογένειας, ότι το Νιν(ν)ής ή Nin(n)i δεν παράγε­ται από το ελληνικό νηνί ή νιν(ν)ί-ον, αλλά από τα ιταλικά ninna ή ninna -nanna ή ninnare ή nin(n)o-nin(n)i. Ίσως πάλι το Νιννής/Νίννος να προέρχεται από το Ιωάννης.

Στην εβραική γλώσσα τώρα το Νίννος λέγεται ότι προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και δηλώνει  λατινική καταγωγή. Και σημαίνει τον γιό ή το μικρό παιδί, γόνο, εγγονό 
Ενώ θεωρείτε ότι αντιστοιχεί σε παιδί και είναι το “μικρό” όνομα, συρρικνωμένο του ονόματος Giovannino (ιταλική), καθώς και μια παραλλαγή του ονόματος John (αγγλικά και εβραϊκά) στην ιταλική γλώσσα. Το αντίστοιχο θηλυκό Νίνα- Nina ή Νιννα-Ninna  στα εβραικά σημαίνει Χάρις και αντιστοιχεί με το Γκρεις ενώ άλλες ερμηνείες που του δίδονται είναι:  ωραία, ωραία μάτια, μητέρα, ισχυρή, εξαιρετική, φίλη, λουλούδι, ενώ  στους γηγενείς της  Αμερικής έχει την έννοια της Δυνατής.

Nina | נִינָה  στα εβραικά  σημαίνει και εγγονή ή μικρό κορίτσι με εναλλακτικό τρόπο γραφή ως  Ninah, Ninna


συνεχίζετε …




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου