Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Βυκχίς : όνομα Αιολικόν παρα το Βάκχος Βακχίς και Βυκχίς



H σύνδεση της Λευκοθέας και η γέννηση του ονόματος της από τον αφρό των κυμάτων μας οδήγησε σε μια Αφρο-γεννημένη θεά της δυνατής βίνης/δίνης της θάλασσας.

Όμως η Λευκοθέα μαζί με την Κίρκη και την Καλυψώ διαθέτει και το χάρισμα της ανθρώπινης ομιλίας ..

Porphyrius Phil., Quaestionum Homericarum ad Odysseam pertinentium reliquiae
Odyssey book 5, section 334-337, line 27

σπερ κα π τς Λευκοθέας· <πρν μν ην βροτς αδήεσσα>
κα θνητ αδ χρωμένη, καθ κα ο βροτοί.

Η Λευκοθέα όταν ήταν θνητή μιλούσε ανθρώπινα και με θνητή ομιλία, λαλιά, φωνή, έδινε απάντηση καθώς και οι άνθρωποι …

Ο νναος Κορνοτος,  στωικός φιλοσοφός που έζησε κατά τη βασιλεία του Νέρωνα (περι το  60 μ.Χ.) στο έργο του De Natura Deorum ή Περί της φύσης των Θεών, αναφέρει για τους θαλάσσιους θεούς και την συνδεση τους με τα ονόματά τους λόγω ιδιοτήτων/ ενεργειών τους.

Lucius Annaeus Cornutus Phil., De natura deorum
Page 44, line 20

    δ <Νηρες> θάλαττά στι, τοτον νο-
μασμένη τν τρόπον π το νεσθαι δι' ατς. κα-
λοσι δ τν Νηρέα κα λιον γέροντα δι τ σπερ
πολιν πανθεν τος κύμασι τν φρόν· κα γρ
Λευκοθέα τοιοτόν τι μφαίνει, τις λέγεται θυγάτηρ
Νηρέως εναι, δηλονότι τ λευκν το φρο.
 Πιθανν δ κα τν <φροδίτην> μ δι'
λλο τι παραδεδόσθαι γεγονυαν ν τ θαλάττ
πειδ πρς τ πάντα γενέσθαι κινήσεως δε κα γρα-  
σίας, περ μφότερα δαψιλ κατ τν θάλαττάν στιν.
στοχάσαντο δ το ατο κα ο Διώνης ατν θυγατέρα
επόντες εναι· διερν γρ τ γρόν στιν. φροδίτη
δέ στιν συνάγουσα τ ρρεν κα τ θλυ δύναμις,
τάχα δι τ φρώδη τ σπέρματα τν ζων εναι
ταύτην σχηκυα τν νομασίαν , ς Εριπίδης πο-
νοε,

Ο Νηρεύς λέγει είναι η θάλασσα και τον ονομάζουν έτσι από τον τρόπο (κίνησης ) του Νείσθαι- εκ του νέω/ νέομαι δηλ. πλέω, κολυμπώ και με την ευρύτερη έννοια πορεύομαι, ταξιδεύω, έρχομαι και απέρχομαι κλπ και άλλιον γέροντα ή Πόλιον δηλαδή ασπρομάλλη ή γκριζομάλλη ή υπόλευκο, αρχαίο, λευκό κατά συνέπεια  και  διαυγή, καθαρό ή αίθριο γέροντα γιατί ανθεί και λουλουδιάζει ή επιπολάζει και ανθίζει αργά τα κύματα με τον αφρό τους, και η Λευκοθέα αυτό ακριβώς παρουσιάζει και φανερώνει γι αυτό και ονομάζεται θυγατέρα του Νηρέως γιατί  δηλώνει το λευκό του αφρού. Πιθανόν, γράφει ο Ανναίος,  για την Αφροδίτη και την ονομασία της, ότι δεν μας έχει παραδοθεί παρά η γέννηση της κινήσεως και της υγρασίας  διότι και οι δύο ιδιότητες είναι άφθονες πλουσιοπάροχες και πληθωρικές στη θάλασσα. Έτσι σκεπτόμενοι περί αυτού – οι φιλόσοφοι ή οι άνθρωποι- την ονόμασαν θυγατέρα της Διώνης γιατί το υγρό στοιχείο είναι ζωογόνο, ζωηρό, ζωικό ενώ η Αφροδίτη είναι αυτή, που ταυτόχρονα, συνάγει συσσωρεύει την θηλυκή και αρσενική δύναμη και τα  σπέρματα των ζώων -όντων είναι αφρώδη όπως υπονοεί και ο Ευρυπίδης…Ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι το σπέρμα παράγεται από το καθαρότερο αίμα ή τον αφρό του αίματος χρησιμοποιώντας την θερμότητα του σώματος…

Σε έτερον φιλόσοφο τον Αρίστων τον Χίο διαβάζουμε :

 Ariston Phil., Testimonia et fragmenta
Fragment 375, line 4

Plutarchus de virtute morali 2 p. 44of. <
ρίστων δ' Χος>
τ μν οσί μίαν κα ατς ρετν ποίει κα γίειαν νόμαζε· τ
δ πρς τί πως διαφόρους κα πλείονας, ς ε τις θέλοι τν ρασιν
μν λευκν μν ντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεν, μελάνων δ
μελανθέαν τι τοιοτον τερον

Μία η ουσία και αυτή την αρετή ποιεί και την υγεία ονοματίζει, πως σε πολλούς και διάφορους σαν κάποιος θέλει την όραση μας, όταν την αντιλαμβάνεται ως λευκή διάφανη, Λευκοθέα την καλεί…

Σε έτερο χωρίο και διαφορετικό συγγραφέα, τον Ζήνωνα τον Ελεάτη, η Λευκοθέα είναι αδελφή των Τεχλίνων και φέρει το όνομα Αλία. Ο Ποσειδών ερωτευμένος σμίγει μαζί της και αποκτά έξι γιούς και μια κόρη την Ρόδη ή Ρόδο, που πήρε το όνομα της και η αντίστοιχη νήσος …
Μετά την γέννηση της Αφροδίτης, η θεά ταξίδευε στους  ωκεανούς. Όταν οι νέοι γιοι της Αλίας αλαζονικά αρνήθηκαν να αφήσουν την Αφροδίτη να αποβιβαστεί επάνω στην ακτή τους, η θεά τους καταράστηκε με παραφροσύνη. Στην τρέλα τους, βίασαν την Αλία. Ως τιμωρία, ο Ποσειδώνας τους έθαψε στα θαλάσσια σπήλαια του νησιού. Η Αλία αργότερα έπεσε στη θάλασσα· οι Ροδίτες υποστηρίζουν ότι έγινε η θεά Λευκοθέα.

Zeno Hist., Fragmenta
Fragment 1, line 36

                                           
Ποσειδνα
δ νδρωθέντα ρασθναι τς τν Τελχίνων δελφς
λίας, κα μιχθέντα ταύτ γεννσαι παδας ξ μν
ρρενας, μίαν δ θυγατέρα όδον, φ' ς τν νσον
νομασθναι. Γενέσθαι δ κατ τν καιρν τοτον ν
τος πρς ω μέρεσι τς νήσου τος κληθέντας γίγαντας·
τε δ κα Ζες λέγεται καταπεπολεμηκς Τιτνας ρα-
σθναι μις τν νυμφν μαλίας νομαζομένης, κα
τρες ξ ατς τεκνσαι παδας, Σπαρταον, Κρόνιον,
Κύτον. Κατ δ τν τούτων λικίαν φασν φροδίτην κ
Κυθήρων κομιζομένην ες Κύπρον κα προσορμιζομένην
τ νήσ κωλυθναι π τν Ποσειδνος υἱῶν, ντων
περηφάνων κα βριστν· τς δ θεο δι τν ργν
μβαλούσης ατος μανίαν, μιγναι ατος βί τ μη-
τρ κα πολλ κακ δρν τος γχωρίους. Ποσειδνα
δ τ γεγονς ασθόμενον τος υος κρύψαι κατ γς
δι τν πεπραγμένην ασχύνην, ος κληθναι προση-
ους δαίμονας· λίαν δ ίψασαν αυτν ες τν θάλατ-
ταν Λευκοθέαν νομασθναι κα τιμς θανάτου τυχεν
παρ τος γχωρίοις.

Αλλά με το όνομα της Αλίης/ας  συναντάμε και :
την Αλίη, μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος
την Αλία, κόρη της Σύβαρης. Σε ένα ιερό δάσος της Άρτεμης, αντιμετώπισε ένα τεράστιο φίδι που ζευγάρωσε μαζί της· απόγονοί τους ήταν τα πρώτα μέλη της φυλής Οφιογενείς.
Την Αλίη, κόρη της Τάλους. Παντρεύτηκε τον Κότις, γιο του Μάνες, του πρώτου βασιλιά της Λυδίας, γεννώντας του δύο γιους, τον Ασίς και τον Άτυς, βασιλιά της Λυδίας.

Αλίαν η Αλίη είναι αυτή που θεωρούμε θαλασσινή, ή αυτή που ανήκει στην θάλασσα συχνά εννοείται  κύμβη (κύμβη ή κύμβος, ριζ. Κύμβ- ισως συγγεν. με κύβη κυβιστάω ) δηλ.  κοίλο αγγείο, ποτήρι, λέμβος, πλοιάριο, παράγωγες οι λέξεις κύμβαλον, κύμβαλος, κυμβίον,  κλπ οπότε αλιάς κύμβη είναι το αλιευτικό πλοιάριο και αλιάδαι είναι οι ναύτες και οι ναυτικοί, όμως η αλία είναι και η συγκέντρωση του λαού, οι συνεδριάζοντες (συχνή η χρήση της σε δωρικές πόλεις, αντίστοιχη της εκκλησίας του Δήμου στην Αθήνα και της Απέλλας των Σπαρτιατών) – Περί κυμβάλων και Κυβέλης υπάρχουν αντίστοιχα παλαιότερα κείμενα ..)

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (littera λ)
Alphabetic letter lambda, entry 77, line 1

<Λευγαλέον>: τ γρόν· μύρ λευγαλέ, Σοφοκλς· κα
πάλιν· νν δέ με λευγαλέ θανάτ· τ δι' δατος. παρ τ  
χεύω χευαλέον. σημαίνει δ κα τ λέθριον παρ τ λοιγν
λοιγαλέον· κατ μετάθεσιν τν στοιχείων λευγαλέον.
<Λευκανοί>· πό τινος Λευκίου προσαγορευθέντες.
<Λευκαρίων>· οον· Πύρρα Λευκαρίων. Δευκαλίων καθ'
πέρθεσιν Λευκαδίων, τροπ το Δ ες τ Ρ Λευκαρίων.
<Λευκή>: νσος ν Πόντ. Λευκ δ λέγεται δι τ πλθος
τν λευκν ρνέων νδιαιτωμένων ν ατ.
<Λευκός>· παρ τ λεύσσω τ βλέπω, διαφανς κα λαμπρός.

Έτσι μπορούμε μέσω της έννοιας του λευκού της θάλασσας να δούμε και μια διαφορετική ονομασία του Δευκαλίωνα ως ΛΕΥΚ-ΑΡΙΩΝΑ – Περισσότερα περί Δευκαλίωνος περί λαρνάκων/κιβωτών και  σε παλαιότερα κείμενα

Είδαμε όμως σε προηγούμενα κείμενα την σύνδεση της Ινούς-Λευκοθέας με την Βύνη/Δίνη-Ινη(α) και επιστρέφουμε με το παρακάτω απόσπασμα όπου η Βύνη ή Λευκοθέα ή Ινώ δηλώνει όχι απλώς την θάλασσα και την δίνη/ δίνες της αλλά και τον Βυθό της όπου βύσσος  ή βύσος είναι η βήσσα είναι δηλαδή ο Βυθός και ο πυθμένας, το βάθος της θάλασσας…το άφατο…μας συνδέει και με την  ά-βυσσο.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia
Section 106, line 3

Πσα λέξις κ τς βυ συλλαβς ρχομένη δι το υ
ψιλο γράφεται βυθός· βυζς, πυκνς, συνετός· βύζανα, κόν-
δυλος· βύζειν θρόον, πυκνόν· Βύνη Λευκοθέα νω· βύσσος· βυσός·


Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (νάβλησις – βώτορες)
Alphabetic letter beta, entry 292, line 1

     <Βυθός>· τ βάθος τ φατον· παρ τ βάθος, το <α> ες
<υ> τραπέντος. παρ τ βύζω βυστός κα βυθός AB, Sym. 236,
EM 366. Orio 38, 17.
 <Βύκτης>· χητικός, μεγάλως χν· μηρος (κ 20)·
  νθα δ βυκτάων νέμων·
κα Λυκόφρων (738)·
  βύκτας ν σκ συγκατακλείσας βοός.
παρ τ βύω, νθεν βεβυσμένος· ο παράγωγον βύζω, παθητικς
παρακείμενος βέβυκται, ς βάζω βέβακται, οον (θ 408)·
   πος δ' ε πέρ τι βέβακται.
παρ γον τ † βέβακται γίνεται βύκτης. πεποίηται π το βυθο
κα το ράττειν· παρ τ <βυ> βύκτης· τ γρ <βυ> π το μεγά-
λου λεγον· κα Σώφρων (fr. 115 Kaibel)·  
   βυβά,
ντ το μεστ κα πλήρη κα μεγάλα βύζειν <***> AB, Sym.
237, EM 361, Eust. 1646, 25. *Orio.
 <Βύκχις> (Alcae. passim)· <νομα Αολικόν· παρ τ>
Βάκχος Βακχίς κα Βύκχις, ς ππος ππίς κα οκος Οκίς, κα
τροπ το <α> ες <υ>, ς βάθος βύθος AB, EM 360. Hdn. II 351, 9.
 <Βύνη> (Lycophr. 107)· Λευκοθέα, νώ, οον
(Call. fr. 745)·
  Βύνης καταλέκτριαι αδηέσσης.
ερηται παρ τ ες βυθν δύνειν Βυθοδύνη κα κατ συγκοπν  
Βύνη. παρ τ δύνω δύνη, καταδύσασα ες θάλασσαν κα Βύνη
κατ τροπήν AB, Sym. 238, EM 363. Schol. Lycophr.
 <Βυρσοδέψης> (Ar. eq. 136 var. lect.)· ριστοφά-
νης (l. c.)·
  πιγίνεται γρ βυρσοδέψης Παφλαγών.
ατς δ κα (Ar. av. 490) σκυλοδέψης καλεται. παρ τ
δεψσαι, στιν παλναι AB, Sym. 239, EM 365, Eust. 1710, 15.
*Lex. rhet.
 <Βύρσα>· παρ τ δείρω, τ κδέρω, μέλλων Αολικς
δέρσω· κα δέρσα κα βύρσα, κδερομένη τ σώματι. παρ τ
ύω ύσα κα πλεονασμ το <β> κα καθ' πέρθεσιν βύρσα, περιρ-
ρεομένη τ δρτι. οτως ρος AB, Sym. 240, EM 364. Orus.
beta.295.1
 <Βυσσός> (Ω 80)· τ βάθος· παρ τ βυθός, τροπ το
<θ> ες <σ> κα πλεονασμ τέρου <σ> βυσσός AB, Sym. 241, EM 366. *Orio.
 <Βύσσος>· εδος βοτάνης· ξ ο κα τ π' ατς βαπτό-  
μενα μάτια βύσσινα λέγονται AB, Sym. 241, EM 367, Et. Gud.
β 156. *Orio?
 <Βύνη> (Lycophr. 107)· Λευκοθέα, νώ, οον
(Call. fr. 745)·
  Βύνης καταλέκτριαι αδηέσσης.

Οι έννοιες του βυθού, της βύνης/δίνης κι όλες οι θαλάσσιες έννοιες ταυτίζονται και με το βάθος και την άβυσσο όπως και με τον Μεγάλο Ηχών, τον δυνατό άνεμο και την ανεμοζάλη αλλά και με τον Βάκχο, τις Βάκχες ή Βυκχίδες και τον - Βύκχις> (Alcae. passim)· <νομα Αολικόν· παρ τ> Βάκχος Βακχίς κα Βύκχις…

Ενώ βυκανίζω σημαίνει σαλπίζω, βυκανισμός το σάλπισμα και βυκάνη η σάλπιγγα…


Συνεχίζετε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου