Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Θρησκεία / Παύλου Κυράγγελου

λέγει Κύριος• νηστείαν και αργίαν και τάς νουμηνίας υμών και τάς εορτάς -υμών μισεί ή ψυχή μου.
Ησαΐας

το δε Πνεύμα ρητώς λέγει, ότι εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τίνες της πίστεως, προσέχοντες πνευμασι πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων, εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων. ..
Παύλος


Ναζωραίος και Γεργερηνοί

Εμείς, από τη χώρα τών Γεργεσηνών,
Βόσκαμε τα γουρούνια μας στις άκριες της θάλασσας μας,
ζούσαμε λίγο απομονωμένοι,
κι έτσι περνούσε ό καιρός μας.
Hταν κι ένας δαιμονισμένος και μας διασκέδαζε,
γιατί μ' αυτά, που έκανε, σκότωνε την μονοτονία μας.
Τον δέναμε με αλυσίδες — σίδερο γερο — μ' αυτός
τις εσπαγε.
Δέκα μαζί τον πιάναμε μα δεν κρατιόταν.
Τριγύρναγε στα μνήματα, στις ερημιές — έτσι του αρεσε.
Κανείς πια δεν τον επλησίαζε — γυμνός και άγριος
περιφερόταν.
Εφώναζε, δερνόταν, και τον ξέραμε καλά : ήταν ο Λεγεών.
Αυτά, γίνονταν μέχρι κάμποσο καιρό, ώσπου διάβηκε άπο δω εκείνος ο ραββί, που λένε Ιησού
αυτός, που άλλοι λένε γυιό τ' Άνείπωτου κι' άλλοι του
Βελζεβούλ. . .
Δεν ξέρουμε καλά - καλά τί έγινε. . .
Μας είπαν οί χοιροβοσκοί,
πώς είδαν ξάφνου τα γουρούνια τους να τρέχουν μανιασμένα στο γκρεμό,
γέμισ' ή θάλασσ' από πτώματα, τα είδαμε να πλένε
πάνω - πάνω.

Μας είπανε ακόμη πώς ο Λεγεών πήγε κοντά στον Ιησού
υποταγμένος,
κι εμείς είναι αλήθεια πώς τον είδαμε ντυμένον κι ήσυχο'
κι από το γαλιλαίο ζήτησε να 'ναι μαζί του,
άσχετο που εκείνος του αρνήθηκε.
Πάντως εμείς, της χώρας των Γεργεσηνών,
με μάτι δεν τα βλέπουμε καλό κάτι παρόμοια.
Τί σόϊ άνθρωπος ήταν αυτός, που μας είχε κοπιάσει;
Καλά δεν ήταν στήν πατρίδα του,
μ' εκείνους τους φανατισμένους της Συναγωγής;
Τί του 'ρθε να 'ρθη να μας κάνη άνω-κάτω;
'Εμεις την ησυχία μας ζητάμε μόνο'
και τα γουρούνια μας να τρέφουμε κυττάμε.
Δε μας ενδιαφέρει τίποτ' άλλο.
Έτσι στο γαλιλαίο το ραββί να φυγή είπαμε.
Του το 'παμε παρακαλεστικά, να μη θυμώση.
Δεν ξέρεις τί σου γίνεται με τέτοιου είδους ανθρώπους*
ανθρώπους, που σου κάνει κόπο να το παραδέχεσαι πώς
είναι άνθρωποι.
Κι έτσι τον επαρακαλέσαμε και έφυγε.
Εμεις, της χώρας των Γεργεσηνών,
είμαστε πλέον ήσυχοι και ευχαριστημένοι :
εκείνος ο μεγάλος μάγος έφυγε
και τη σκοτούρα του δεν έχουμε.
Εφυγε και ο Λεγεών και πήγε στη Δεκάπολη να πή
- για κείνον.
Ακόμα πιο καλά — ξεγνοιάσαμε.
Ταίζουμε τα νέα μας κοπάδια με τα ξυλοκέρατα.
Εκείνος δε θα ξαναρθή να μας τα ξαναπνίξη.
Κι ούτε αλλού τί κάνει μας ενδιαφέρει.
Εμείς, από τη χώρα των Γεργεσηνών,
έχουμε ακουστά για το Μεσσία, πού θα 'ρθη.
Μα λένε πώς από τη Ναζαρέτ καλό δε βγαίνει...


Ο "αγρός του Κεραμέως"

Κύριε
πλήθυναν τώρα τελευταία
οι προσευχές μας,
αλλά δεν ανεβαίνουν ως το θρόνο Σου,
παρά πισωλυγάνε,
σαν τον καπνό άπ' το βωμό του Κάϊν,
γιατί ζητάμε, Κύριε, εμάς,
κι όχι Εσένα.
Κι είμαστε Κάιν, Κύριε,
γιατί κι εμείς σκοτώσαμε τον αδερφό μας
τον Άνθρωπο,
και κάθε μέρα τον σκοτώνουμε,
την εντολή Σου καταργώντας την καινή.
Κύριε,
πληθαίνουνε οί προσφορές μας,
άλλα αφτιά γι' αυτές κουφά συναπαντούν
κι αόματες ματιές ανέκφραστα τις βλέπουν.
Γιατί οί προσφορές μας, Κύριε,
φτιάχτηκαν απ' των αδερφιών τις σάρκες
κι από τα κόκκαλα της μάννας μας
κι από το αίμα των παιδιών μας,
πού ολ' αυτά τ' αρπάξαμε
και τα απομυζήσαμε
και πα στις διαμαρτυρίες τους καθίσαμε,
φιμώνοντας τες με την ιδιότητα μας
του να ' μαστέ φορείς τ' ονόματος Σου.
Κι αφού χαρήκαμε το αίμα των παιδιών μας
και των μαννάδων μας τα κόκκαλα
και τις αδερφικές τις σάρκες,
ό,τι περίσσεψε,
Σου το αφιερώνουμε.



Σφετεριστήκαμε τον αμπελώνα

Κύριε,
όταν ή σκέψη μας φοιτά στην έρημο της αδιαφορίας,
όταν το βλέμμα μας στης νέκρας τους λειμώνες βόσκει,
αδυνατούμε να σε δούμε.
Κύριε,
όταν είμαστε ρήτορες καλοί μονάχα —όχι και εφαρμοστές
όταν σε υποδέχονται τα χέρια μας βαΐοφόρα — όχι όμως
κι οι ψυχές
αδυνατούμε να σ’ ακούμε.

Κύριε,
όταν σου στρώνουμε το δρόμο σου με ρούχα, με χαλιά
πολύτιμα, και σου φωνάζουμε τα «ωσαννά» και σου προσφέρουμε
το στέμμα,
δε σε πιστεύουμε,
δεν αγαπούμε, Κύριε,
δε σε ακολουθούμε. Κύριε,
δεν σε υποδεχώμαστε, ,
Αν σε ακολουθούμε,
αν λέμε «ωσαννά»,
υποδεχόμαστε μονάχα την ελπίδα, δύναμη ν’ αρπάξουμε
απ το ιμάτιό σου,
ακολουθούμε μόνο την πεποίθηση, ότι οι άνθρωποι θα μας
τιμήσουν, σα δικούς σου,
και λέμε «ωσαννά», γιατ είν καιρος να εμπαιχθής κι απ’
τα δικά μας χείλη.
Κύριε, τώρα, πού είν χειμώνας, μη χτυπάς την πόρτα μας,
κρυώνουμε.
και δε σ’ ανοίγουμε.
Κύριε,
τώρα, πού είναι, νύχτα, μείς κοιμώμαστε, τα όνειρα δε
διακόπτουμε•
την πόρτα δεν ανοίγουμε
για χάρη κανενός.
Κύριε,
πιστεύουμε ότι υπάρχεις,
αλλά εμείς, τον αμπελώνα το δικό σου που σφετεριστήκαμε,
δεν έχουμε συμφέρον να πιστέψουμε πώς ήρθες.



Η γρηά Μαρία

Η γρηά Μαρία
είχε τρεις μέρες τώρα να ονειρευτή.
Σ αυτές, πού τη ρωτάνε,
δεν απαντά,
τα μάτια της κυττούν άλλου.
Η γειτονιά ανάστατη
τρεις μέρες τώρα τίποτα δεν ξέρει
για της Μαρίας τ όνειρα*
η γρηά Μαρία
τρεις μέρες έχει να ονειρευτή.
Το λάδι σαστισμένο στα καντήλια
σκιές ανέκφραστες φωτίζει.
Νυχτερινό σκοτάδι βγαίνει μόνο
απ τις παμπάλαιες εικόνες,
τις φορτωμένες αφιερώματα.
Τρεις μέρες η γρηά Μαρία
πηχτό το βλέπει το σκοτάδι τούτο
κι ανατριχιάζει.
Προσεύχεται συνέχεια,
αποσπασμένη απ΄τη γειτονιά,
και τρέμει, μήπως κοιμηθη,
και δη το φοβερό το όνειρο,
πού διαισθάνεται
μες στό σκοτάδι των εικόνων...
Τρεις μέρες τώρα ή γρηά Μαρία
δεν είδε όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου