Οι Σίβυλλες ήταν
γυναίκες οι οποίες, όπως η Κασσάνδρα ή η Δελφική
Πυθία, προφήτευαν σε κατάσταση καταληψίας. Δέκα τοποθεσίες στο χώρο της
Μεσογείου είναι γνωστές ως κατοικίες των Σιβυλλών, αν και αρχικά φαίνεται ότι
ήταν μόνο μία.
Η Σίβυλλα της Κύμης
είναι γνωστή από το 6ο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργίλιου, και ο
εκστατικός χαρακτήρας της προφητείας της περιγράφεται σαφώς από τον ποιητή:
«To Πλευρόν του Ευβοϊκού
βράχου είναι αποκομμένον εις (σχηματισμόν) πελωρίου σπηλαίου, όπου οδηγούν
εκατόν ευρείαι οδοί, εκατόν στόμια, και από όπου άλλαι τόσαι φωναί εξορμούν, αι
αποκρίσεις της Σιβύλλης.
Είχον φθάσει τώρα το κατώφλιον, οπότε η παρθένος
λέγει: «καιρός να ζητήσεις χρησμούς. Ο
Θεός, ιδού ο Θεός». Ενώ αύτη έλεγε τοιαύτα προ των θυρών, αιφνιδίως ούτε η
όψις ούτε το χρώμα το αυτό, ούτε η κόμη έμεινε καλλωπισμένη, αλλά το στήθος
(ήτο) ασθματικόν και η καρδιά εκ της αγρίας λύσσης εξωγκούτο, και εφαίνετο
μεγαλυτέρα και δεν ωμίλει ανθρωπίνως, όταν ενθουσιάσθη υπό του πλησιεστέρου ήδη
(ελθόντος) πνεύματος του θεού…
Αλλ’ η
εξαίσια μάντις μη ανεχόμενη πλέον (την περίσφιξην) του Φοίβου βακχεύεται εις το
άντρον, μήπως δυνηθή να εκτινάξη από το στήθος (της) τον μέγα θεόν, (αλλά)
τόσον περισσότερον εκείνος καταπονεί το λυσσώδες στόμα (της) και (το)
διαπλάσσει δια της πιέσεως (πιέζον τούτο) προσπαθών να δαμάσει την άγριαν
καρδιάν (της)…
Τοιαύτα αφού είπεν από το άδυτον η Κυμαία Σίβυλλα
χρησμωδεί φρικτά αινίγματα και εις το άντρον (αντηχούσα) μουγκρίζει,
περιτυλίσσουσα δια των σκοτεινών τα αληθή: εκείνους τους γαλινού δια την
μενομένην διατινάσσει ο Απόλλων και υπό το στήθος (της) στρέφει τα κέντρα (του)
Μόλις, κατ΄αρχήν υπεχώρησεν η μανία και ησύχασε
το λυσσώδες στόμα, ήρχισεν ο ήρως Αινείας : Ω παρθένε…
Η Σίβυλλα αργότερα, γίνεται ο οδηγός του ήρωα
στον κάτω κόσμο. Μια συλλογή από προφητείες, γραμμένες στα αρχαία ελληνικά σε
εξαμέτρους και αποδιδόμενες σε διάφορες Σίβυλλες, φυλασσόταν στο ναό του
Απόλλωνα στον Παλατινό λόφο της Ρώμης, ώστε να παρέχονται συμβουλές από μια
ειδική επιτροπή, με εντολή της Συγκλήτου, σε περιόδους κρίσης. Αυτή η αυθεντική
συλλογή καταστράφηκε στη φωτιά του 83 π.Χ.· μια δεύτερη συλλογή, αντλούσα από διάφορες
πηγές, καταστράφηκε επίσης στα 405 μ.Χ. Η συλλογή που σώζεται σήμερα με τον τίτλο «Σιβυλλικοί χρησμοί» είναι πλαστή, αν και μερικοί γνήσιοι
χρησμοί είναι διάσπαρτοι μέσα σ’ αυτή. Ένα
μέρος της είναι ιουδαϊκή προπαγάνδα ενάντια στον παγανισμό και το ξεκίνημα του
ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού (από το δεύτερο αι. π.Χ. και ύστερα). Αυτά τα κείμενα ξαναγράφτηκαν αργότερα,
δέχτηκαν προσθήκες και διευρύνθηκαν, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τη χριστιανική
πολεμική εναντίον του παγανισμού και της αυτοκρατορίας.
Hesychius Illustrius Hist., Fragmenta
Fragment 7, line 916
<Σίβυλλα>
Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν, ἑρμηνευομένη προφῆτις.
Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus
Book 4, section 47, line 23
Τὸ σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν ἑρμηνευομένη
προφῆτις ἤγουν μάντις, ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι αἱ θήλειαι
μάντιδες
ὠνομάσθησαν Σίβυλλαι
Το Σίβυλλα θεωρείτε
ρωμαϊκή λέξη που ερμηνεύετε ως προφήτις/σα ή μάντις/σα, και έτσι όλες οι
γυναίκες μάντισσες ονομάζονται Σίβυλλες.
Σίβυλλα όμως θ΄ ονομασθεί
και η Άρτεμις η αδελφή του Απόλλωνα που
την χαιρετούσαν και την
προσφωνούσαν και Σίβυλλα Δελφική, η των
Δελφών. Προέβλεπαν
γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν και ιδιαίτερα
τα δυσάρεστα και φοβερά. Όταν έδιναν τις προφητείες τους ήταν σε
κατάσταση έκστασης και οι απλοί άνθρωποι πίστευαν ότι οι
λόγοι τους αποτελούσαν τη φωνή θεών. Αξιοσημείωτο είναι ότι
οι
μάντισσες αυτές έδιναν τις προφητείες τους χωρίς να
ερωτηθούν και
χωρίς να έχουν σχέση με κανένα μαντείο. Η Σίβυλλα μπορούσε να
πηγαίνει από τον ένα
τόπο στον άλλο, όπου λατρευόταν ως μια θεία
μορφή και αυτό ήταν ένας
σοβαρός λόγος για να προκύψουν μαρτυρίες
για πολλές Σίβυλλες.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 354, line 1
<Σίβυλλα Δελφίς,> ἣν καὶ Ἄρτεμιν προσηγόρευσαν.
Δέκα
- οι πιο γνωστές - τον αριθμό Σίβυλλες ονομάζονται και καταγράφονται κατά το
Λεξικό του Σουίδα.
Suda,
Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 361, line 17
ὅτι
Σίβυλλαι γεγόνασιν ἐν
διαφόροις
τόποις καὶ χρόνοις τὸν ἀριθμὸν δέκα.
πρώτη οὖν ἡ Χαλδαία ἡ καὶ Περσίς, ἡ κυρίῳ ὀνόματι
καλουμένη Σαμβήθη.
δευτέρα ἡ Λίβυσσα.
τρίτη
Δελφίς, ἡ ἐν Δελφοῖς τεχθεῖσα.
τετάρτη Ἰταλική, ἡ ἐν Κιμμερίᾳ τῆς Ἰταλίας.
πέμπτη
Ἐρυθραία, ἡ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ προειρηκυῖα πολέμου.
ἕκτη Σαμία, ἡ κυρίῳ ὀνόματι καλουμένη Φυτώ·
περὶ ἧς ἔγραψεν Ἐρατοσθένης.
ἑβδόμη ἡ Κυμαία, ἡ καὶ Ἀμαλθία, ἡ καὶ Ἱεροφίλη.
ὀγδόη
Ἑλλησποντία, τεχθεῖσα ἐν κώμῃ Μαρμισσῷ, περὶ
τὴν
πολίχνην Γεργίτιον, αἳ τῆς ἐνορίας ποτὲ Τρῳάδος ἐτύγχανον, ἐν
καιροῖς
Σόλωνος καὶ Κύρου.
ἐνάτη
Φρυγία.
δεκάτη ἡ Τιγουρτία, ὀνόματι Ἀβουναία. φασὶ δὲ ὡς
ἡ Κυμαία ἐννέα βιβλία χρησμῶν ἰδίων προσεκόμισε Ταρκυνίῳ Πρίσκῳ τῷ τηνικαῦτα
βασιλεύοντι τῶν Ῥωμαίων· καὶ τούτου μὴ προσηκαμένου, ἔκαυσε βιβλία βʹ. ὅτι
Σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστίν, ἑρμηνευομένη προφῆτις, ἤγουν μάντις· ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι
αἱ θήλειαι μάντιδες ὠνομάσθησαν. Σίβυλλαι τοίνυν, ὡς πολλοὶ ἔγραψαν, γεγόνασιν ἐν
διαφόροις τόποις καὶ χρόνοις τὸν ἀριθμὸν ιʹ.
<Σιβυλλιᾷ:> ἀντὶ τοῦ χρησμῶν ἐρᾷ καὶ ἐπιθυμεῖ·
ἢ ἀπατᾶται
καὶ
μαντικῶς ἔχει, χρησμοὺς φαντάζεται· χρησμολόγος γὰρ ἡ Σίβυλλα.
ἢ
μέγα φρονεῖ καὶ ἐπαίρεται. Ἀριστοφάνης· ᾄδει δὲ χρησμούς…
Σιβυλλιάω
: προφητεύω, μανιάζω σαν την Σίβυλλα. Αυτή που αγαπά και επιθυμεί τον χρησμό, ή
απατάται/ξεγελιέται και έχει την μαντική δύναμη και χρησμούς φαντάζεται.
Προφήτης δίδουσα χρησμούς, μαντέματα, μαντείες η Σίβυλλα, ή κάτι μεγάλο
καταλαβαίνει, αντιλαμβάνετε, περηφανεύεται, καυχιέται.. Αυτή που ψέλνει,
τραγουδάει χρησμούς κατά τον Αριστοφάνη…
Ο
Λακτάντιος γράφει ότι η λέξη ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού
«θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα).
Σίβυλλα, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη
θέληση του Θεού. Η ετυμολογία αυτή ωστόσο δεν φαίνεται πιθανή από τη νεότερη
έρευνα. Βάρρων γράφει ότι το όνομα
προέρχεται το όνομα από θεόβουλος
«θεία σύμβουλος»
Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus
Book 4, section 47, line 23
Τὸ σίβυλλα Ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν ἑρμηνευομένη
προφῆτις ἤγουν μάντις, ὅθεν ἑνὶ ὀνόματι αἱ θήλειαι
μάντιδες ὠνομάσθησαν Σίβυλλαι· γεγόνασι δὲ Σίβυλλαι
δέκα ἐν διαφόροις τόποις καὶ χρόνοις. πρώτη ἡ καὶ
Χαλδαία ἡ καὶ Περσὶς ἡ καὶ πρός τινων Ἑβραία ὀνομα-
ζομένη, ἧς τὸ κύριον ὄνομα Σαμβήθη, ἐκ τοῦ γένους
τοῦ μακαριωτάτου Νῶε, ἡ περὶ τῶν κατὰ Ἀλέξανδρον
τὸν Μακεδόνα λεγομένη προειρηκέναι, ἧς μνημονεύει
Νικάνωρ ὁ τὸν Ἀλεξάνδρου βίον ἱστορήσας, ἡ περὶ
τοῦ δεσπότου θεοῦ μυρία προθεσπίσασα καὶ τῆς αὐ-
τοῦ παρουσίας· ἀλλὰ καὶ αἱ λοιπαὶ συνᾴδουσιν αὐτῇ,
πλὴν ὅτι ταύτης εἰσὶ βιβλία εἰκοσιτέσσαρα περὶ παν-
τὸς ἔθνους καὶ χώρας περιέχοντα. ὅτι δὲ οἱ στίχοι
αὐτῆς ἀτελεῖς εὑρίσκονται καὶ ἄμετροι, οὐ τῆς προφή-
τιδός ἐστιν ἡ αἰτία ἀλλὰ τῶν
ταχυγράφων, οὐ συμ-
φθασάντων
τῇ ῥύμῃ τῶν λεγομένων ἢ καὶ ἀπαιδεύτων
γενομένων
καὶ ἀπείρων γραμματικῶν· ἅμα γὰρ τῇ ἐπι-
πνοίᾳ
ἐπέπαυτο ἐν αὐτῇ ἡ τῶν λεχθέντων μνήμη, καὶ
διὰ
τοῦτο εὑρίσκονται στίχοι ἀτελεῖς καὶ διάνοια σκά-
ζουσα,
εἴτε κατ' οἰκονομίαν θεοῦ τοῦτο γέγονεν, ὡς
μὴ
γινώσκοιντο ὑπὸ τῶν πολλῶν καὶ ἀναξίων οἱ χρη-
σμοὶ
αὐτῆς. δευτέρα Σίβυλλα ἡ Λίβυσσα, τρίτη
Σίβυλλα
ἡ Δελφίς, ἡ ἐν Δελφοῖς
τεχθεῖσα·
γέγονε δὲ αὕτη πρὸ
τῶν
Τρωϊκῶν καὶ ἔγραψε χρησμοὺς δι' ἐπῶν ἐν τοῖς χρό-
νοις
τῶν κριτῶν, ὁπηνίκα Δεβώρα προφῆτις ἦν παρὰ
Ἰουδαίοις.
τετάρτη Ἰταλικὴ ἡ ἐν Κιμμερίᾳ τῆς Ἰτα-
λίας,
πέμπτη Ἐρυθραία ἀπὸ πόλεως Ἐρυθρᾶς καλου-
μένης
ἐν Ἰωνίᾳ, ἡ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ προειρηκυῖα πο-
λέμου.
ἕκτη Σαμία, ἧς τὸ κύριον ὄνομα Φυτώ, περὶ
ἧς
ἔγραψεν Ἐρατοσθένης, καὶ αὕτη ἐν τοῖς χρόνοις
τῶν
παρὰ Ἰουδαίοις κριτῶν ἦν. ἑβδόμη Κυμαία ἡ καὶ
Ἀμάλθεια
ἢ Ἡροφίλη· ἡ δὲ Κύμη πόλις ἐστὶν Ἰτα-
λική,
ἧς πλησίον ἄντρον ἐστὶ συνηρεφὲς καὶ γλαφυ-
ρώτατον,
ἐν ᾧ διαιτωμένη ἡ Σίβυλλα αὕτη τοὺς χρης-
μοὺς
ἐδίδου τοῖς πυνθανομένοις. ὀγδόη ἡ Γεργιθία·
πολίχνη
δὲ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον τὸ Γεργίθιον. ἐν-
νάτη
Φρυγία, δεκάτη ἡ Τιβουρτία ὀνόματι Ἀλβουναία.
ὅτι
ἡ Ἰουδαία Σίβυλλα καὶ Χαλδὶς ἐκαλεῖτο…
…προέλαβε
δὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν αὕτη ἡ Σί-
βυλλα ἔτη δισχίλια, ἧς ἐστι
καὶ τοῦτο τὸ ἔπος τὸν
τίμιον σταυρὸν προμηνύον·
Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 10, chapter 12, section 1, line 3
πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς· ἐπὶ ταύτῃ
Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς <γυναῖκα>
ὄνομα Ἡροφίλην, Σίβυλλαν δὲ ἐπίκλησιν. τὴν <δὲ>
πρότερον γενομένην, ταύτην ταῖς μάλιστα ὁμοίως οὖσαν
ἀρχαίαν εὕρισκον, ἣν θυγατέρα Ἕλληνες Διὸς καὶ
Λαμίας τῆς Ποσειδῶνός φασιν εἶναι, καὶ χρησμούς τε
αὐτὴν γυναικῶν πρώτην ᾆσαι καὶ ὑπὸ τῶν Λιβύων
Σίβυλλαν λέγουσιν ὀνομασθῆναι. ἡ δὲ Ἡροφίλη νεω-
τέρα μὲν ἐκείνης, φαίνεται δὲ ὅμως πρὸ τοῦ πολέμου
γεγονυῖα καὶ αὕτη τοῦ Τρωικοῦ, καὶ Ἑλένην τε προ-
εδήλωσεν ἐν τοῖς χρησμοῖς, ὡς ἐπ' ὀλέθρῳ τῆς Ἀσίας
καὶ Εὐρώπης τραφήσοιτο ἐν Σπάρτῃ, καὶ ὡς Ἴλιον
ἁλώσεται δι' αὐτὴν ὑπὸ Ἑλλήνων. Δήλιοι δὲ καὶ
ὕμνον μέμνηνται τῆς γυναικὸς ἐς Ἀπόλλωνα.
καλεῖ
δὲ οὐχ Ἡροφίλην μόνον ἀλλὰ καὶ Ἄρτεμιν ἐν
τοῖς
ἔπεσιν αὑτήν, καὶ Ἀπόλλωνος γυνὴ γαμετή,
τοτὲ δὲ
ἀδελφὴ καὶ αὖθις θυγάτηρ φησὶν εἶναι. ταῦτα
μὲν
δὴ μαινομένη τε καὶ ἐκ τοῦ θεοῦ κάτοχος
πεποίηκεν·
ἑτέρωθι δὲ εἶπε τῶν χρησμῶν ὡς μητρὸς μὲν ἀθανάτης
εἴη μιᾶς τῶν ἐν Ἴδῃ νυμφῶν, πατρὸς δὲ ἀνθρώπου,
καὶ οὕτω λέγει τὰ ἔπη·
εἰμὶ δ' ἐγὼ γεγαυῖα μέσον θνητοῦ τε
θεᾶς τε,
νύμφης [δ'] ἀθανάτης, πατρὸς δ' αὖ
κητοφάγοιο,
μητρόθεν Ἰδογενής, πατρὶς δέ μοί ἐστιν
ἐρυθρή
Μάρπησσος, μητρὸς ἱερή, ποταμός <τ'> Ἀιδωνεύς.
ἦν δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ Ἴδῃ τῇ Τρωικῇ πόλεως
Μαρπήσσου τὰ ἐρείπια καὶ ἐν αὐτοῖς οἰκήτορες ὅσον
ἑξήκοντα ἄνθρωποι· ὑπέρυθρος δὲ πᾶσα ἡ περὶ τὴν
Μάρπησσον γῆ καὶ δεινῶς ἐστιν αὐχμώδης, ὥστε καὶ
τῷ Ἀϊδωνεῖ ποταμῷ καταδύεσθαί τε ἐς τὴν χώραν καὶ
ἀνασχόντι τὸ αὐτὸ αὖθις πάσχειν, τέλος δὲ καὶ ἀφα-
νίζεσθαι κατὰ τῆς γῆς, αἴτιον ἐμοὶ δοκεῖν ἐστιν ὅτι
λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστὶν ἡ Ἴδη.
ἀπέχει δὲ Ἀλεξανδρείας τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι τεσσαρά-
κοντα ἡ Μάρπησσος καὶ διακόσια στάδια. τὴν δὲ
Ἡροφίλην οἱ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ ταύτῃ
νεωκόρον τε
τοῦ Ἀπόλλωνος γενέσθαι τοῦ Σμινθέως καὶ ἐπὶ
τῷ
ὀνείρατι τῷ Ἑκάβης χρῆσαί φασιν αὐτὴν ἃ δὴ
καὶ
ἐπιτελεσθέντα ἴσμεν. αὕτη ἡ Σίβυλλα ᾤκησε
μὲν τὸ
πολὺ τοῦ βίου ἐν Σάμῳ, ἀφίκετο δὲ καὶ ἐς
Κλάρον
τὴν Κολοφωνίων καὶ ἐς Δῆλόν τε καὶ ἐς
Δελφούς·
ὁπότε δὲ ἀφίκοιτο, ἐπὶ ταύτης ἱσταμένη τῆς
πέτρας
ᾖδε. τὸ μέντοι χρεὼν αὐτὴν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Τρῳάδι,
καί οἱ τὸ μνῆμα ἐν τῷ ἄλσει τοῦ Σμινθέως ἐστὶ καὶ
ἐλεγεῖον ἐπὶ τῆς στήλης·
ἅδ' ἐγὼ ἁ Φοίβοιο σαφηγορίς εἰμι Σίβυλλα
τῷδ' ὑπὸ λαϊνέῳ σάματι κευθομένα,
παρθένος αὐδάεσσα τὸ πρίν, νῦν δ' αἰὲν ἄναυδος,
μοίρᾳ ὑπὸ στιβαρᾷ τάνδε λαχοῦσα πέδαν.
ἀλλὰ πέλας Νύμφαισι καὶ Ἑρμῇ τῷδ' ὑπόκειμαι,
μοῖραν ἔχοισα κάτω τᾶς τότ' ἀνακτορίας.
ὁ μὲν δὴ παρὰ τὸ μνῆμα ἕστηκεν Ἑρμῆς λίθου τετρά-
γωνον σχῆμα· ἐξ ἀριστερᾶς δὲ ὕδωρ τε κατερχόμενον
ἐς κρήνην καὶ τῶν Νυμφῶν ἐστι τὰ ἀγάλματα. Ἐρυ-
θραῖοι δὲ – ἀμφισβητοῦσι γὰρ τῆς Ἡροφίλης προ-
θυμότατα Ἑλλήνων – Κώρυκόν τε καλούμενον ὄρος
καὶ ἐν τῷ ὄρει σπήλαιον ἀποφαίνουσι, τεχθῆναι τὴν
Ἡροφίλην ἐν αὐτῷ λέγοντες, Θεοδώρου δὲ ἐπιχωρίου
ποιμένος καὶ νύμφης παῖδα εἶναι· Ἰδαίαν δὲ ἐπίκλησιν
γενέσθαι τῇ νύμφῃ κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, τῶν δὲ χω-
ρίων τὰ δασέα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἴδας τότε ὀνομά-
ζεσθαι. τὸ δὲ ἔπος τὸ ἐς τὴν Μάρπησσον καὶ τὸν
ποταμὸν τὸν Ἀϊδωνέα, τοῦτο οἱ Ἐρυθραῖοι τὸ ἔπος
ἀφαιροῦσιν ἀπὸ τῶν χρησμῶν.
τὴν δὲ ἐπὶ ταύτῃ χρησμοὺς κατὰ ταὐτὰ εἰποῦσαν
ἐκ Κύμης τῆς ἐν Ὀπικοῖς εἶναι, καλεῖσθαι δὲ [αὐτὴν]
Δημὼ συνέγραψεν Ὑπέροχος ἀνὴρ Κυμαῖος. χρησμὸν
δὲ οἱ Κυμαῖοι τῆς γυναικὸς ταύτης [ἐς] οὐδένα εἶχον
ἐπιδείξασθαι, λίθου δὲ ὑδρίαν ἐν Ἀπόλλωνος ἱερῷ δει-
κνύουσιν οὐ μεγάλην, τῆς Σιβύλλης ἐνταῦθα κεῖσθαι
φάμενοι τὰ ὀστᾶ. ἐπετράφη δὲ καὶ ὕστερον τῆς Δη-
μοῦς παρ' Ἑβραίοις τοῖς ὑπὲρ τῆς Παλαιστίνης γυνὴ
χρησμολόγος, ὄνομα δὲ αὐτῇ Σάββη· Βηρόσου δὲ εἶναι
πατρὸς καὶ Ἐρυμάνθης μητρός φασι Σάββην· οἱ δὲ
αὐτὴν Βαβυλωνίαν, ἕτεροι δὲ Σίβυλλαν καλοῦσιν
Αἰγυπτίαν.
Φαεννὶς δὲ θυγάτηρ βασιλεύσαντος ἀνδρὸς ἐν
Χάοσι καὶ αἱ Πέλειαι παρὰ Δωδωναίοις ἐμαντεύσαντο
μὲν ἐκ θεοῦ καὶ αὗται, Σίβυλλαι
δὲ ὑπὸ ἀνθρώπων
οὐκ ἐκλήθησαν. τῆς μὲν δὴ πυθέσθαι τὴν ἡλικίαν
καὶ ἐπιλέξασθαι τοὺς χρησμούς *** Ἀντιόχου γὰρ
μετὰ τὸ ἁλῶναι Δημήτριον αὐτίκα ἐς τὴν ἀρχὴν καθι-
σταμένου γέγονε Φαεννίς.
τὰς Πελειάδας δὲ Φημονόης
τε ἔτι προτέρας γενέσθαι λέγουσι καὶ ᾆσαι
γυναικῶν
πρώτας τάδε τὰ ἔπη·
Ζεὺς ἦν, Ζεὺς ἐστίν, Ζεὺς ἔσσεται· ὦ
μεγάλε Ζεῦ.
Γᾶ καρποὺς ἀνίει, διὸ κλῄζετε Ματέρα
γαῖαν.
χρησμολόγους δὲ ἄνδρας Κύπριόν τε Εὔκλουν καὶ
Ἀθηναίους Μουσαῖον τὸν Ἀντιοφήμου καὶ Λύκον τὸν
Πανδίονος, τούτους τε γενέσθαι καὶ ἐκ Βοιωτίας Βά-
κιν φασὶ κατάσχετον ἄνδρα ἐκ νυμφῶν·
12. Υπάρχει ένας βράχος o oποίος εξέχει από το
έδαφος. λέγουν ότι επάνω εις αυτόν εστάθη και έψαλε τούς χρησμούς της μία
γυναίκα, η Ηροφίλη, η οποία όμως ελέγετο καί Σίβυλλα. Την παλαιοτέραν από
αυτήν, η οποία ήτο η αρχαιότερα όλων, οι Έλληνες
την ενόμιζον θυγατέρα του Διός και τής θυγατρός του Ποσειδώνος Λαμίας-
αυτή ήτο ή πρώτη γυναίκα πού έψαλε χρησμούς καί αυτήν οι Λίβυες ωνόμαζαν
Σίβυλλαν. Η Ηροφίλη ήτο νεωτέρα από εκείνην, φαίνεται όμως ότι καί αυτή
έζησε προ του Τρωικού πολέμου, καί ότι είχε προφητεύσει διά τήν Ελένην ότι θά
ανατροφή εις τήν Σπάρτην διά τήν καταστροφήν τής Ασίας καί τής Ευρώπης, ακόμη
δέ καί ότι εξ αιτίας της θά κυριευθή ή Τροία από τούς "Ελληνας. Οι Δήλιοι αναφέρουν καί ύμνον τής γυναικός
αυτής προς τον Απόλλωνα. Εις το ποίημά της ονομάζει τον εαυτόν της όχι μόνον Ηροφίλην καί Άρτεμιν, αλλά ακόμη λέγει ότι είναι σύζυγος του Απόλλωνος, άλλοτε
αδελφή του καί αλλού πάλιν κόρη του. Αυτά βεβαίως τα είπε ευρισκομένη εις
μανιακήν κατάστασιν καί κατεχομένη από τον θεόν- εις άλλο μέρος των
χρησμών της είπεν, ότι ήτο κόρη μιας αθανάτου νύμφης τής "Ιδης καί ενός
θνητού- οί στίχοι λέγουν τά εξής :
«Eγώ είμαι γεννημένη εξ
ήμισείας θνητή καί θεά από αθάνατη νύμφη καί πατέρα ψαροφάγο (Κητοφάγο ή
σιτοφάγο) Από την μητέρα μου κατάγομαι από τήν Ίδην, πατρική μου γή είναι ή
ερυθρά Μάρπησσος, ιερά τής μητρός, καί ο ποταμός Άϊδωνεύς».
Καί
επί τής εποχής μου ακόμη ευρίσκονται ερείπια τής Μάρπήσσου εις τήν Τρωικήν Ίδην
καί εις αυτά διαμένουν εξήκοντα περίπου άνθρωποι- ολόκληρον τό πέρι
τής Μάρπήσσου έδαφος είναι κοκκινωπόν καί πάρα πολύ ξηρόν- ως εκ
τούτου και ο ποταμός Άϊδωνεύς εξαφανίζεται εντός τού εδάφους, πάλιν ανέρχεται
καί πάλιν πάσχει τό ίδιον, μέχρις ότου εξαφανίζεται τελείως- αιτία
τούτου, κατά τήν γνώμην μου, είναι ότι εις τό μέρος αυτό η Ίδη είναι λεπτή καί
πωρώδης. Ή Μάρπησσος απέχει από την Τρωικήν Αλεξάνδρειαν διακόσια τεσσαράκοντα
στάδια. Οι κάτοικοι τής Αλεξάνδρειας
αυτής λέγουν ότι η Ηροφίλη ήτο νεωκόρος του ναού του Σμινθέως Απόλλωνος καί εξ αφορμής
τού ονείρου τής Εκάβης επροφήτευσεν όσα
γνωρίζομεν ότι έγιναν. Ή Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερον καιρόν είς την
Σάμον, επήγεν όμως καί είς την Κλάρον τών Κολοφωνίων και εις την Δήλον και είς
τούς Δελφούς· οσάκις ήρχετο εις τούς
Δελφούς εστέκετο επάνω εις τον βράχον αύτόν καί έψαλλεν. Απέθανεν είς την
Τρωάδα, τό δέ μνήμα της εύρίσκεται είς τό άλσος του Σμινθέως καί επάνω εις την
στήλην υπάρχει η εξής επιγραφή :
«Εδώ είμαι εγώ η
Σίβυλλα, ή αλάνθαστος προφήτις του Φοίβου, θαμμένη κάτω από τό πέτρινον αυτό
μνήμα, παρθένος ή οποία προηγουμένως είχε φωνήν, τώρα όμως είμαι αιωνίως
άφωνος, αφού ή ισχυρά μοίρα με έρριψεν εις αυτά εδώ τα δεσμά. Εδώ κάτω όμως πού
ευρίσκομαι, είμαι πλησίον των Νυμφών και του Έρμου και διατηρώ ένα μέρος από
την παλαιάν μου κυριαρχίαν».
Πλησίον του μνήματος είναι άγαλμα του Ερμού
λίθινον σχήματος τετραγώνου- αριστερά είναι πηγή, τής οποίας τό ύδωρ
κατέρχεται είς μίαν κρήνην, καί τά αγάλματα τών Νυμφών. Έξ άλλου οι Έρυθραΐοι
—διότι αυτοί διεκδικούν την Ηροφίλην περισσότερον από όλους τούς 'Ελληνας—δεικνύουν όρος λεγόμενον Κώρυκον καί εις τό όρος εν σπήλαιον, όπου
ισχυρίζονται ότι εγεννήθη η Ήροφίλη από ένα εντόπιον ποιμένα καί μίαν νύμφην, η
νύμφη ελέγετο Ιδαία όχι διά κανένα άλλον λόγον, άλλα μόνον διά το ότι τα δασώδη
μέρη οι τότε άνθρωποι τά ονόμαζαν Ίδας. Τους στίχους του χρησμού που αναφέρονται
εις την Μάρπησσον καί τον ποταμόν Άϊδωνέα, οι Ερυθραίοι τούς διαγράφουν.
Ό Υπέροχος από την Κύμην έγραψεν ότι μετά την
Σίβυλλαν αυτήν, έλεγε κατά τον ίδιον τρόπον χρησμούς μία άλλη γυναίκα, άπό την
Κύμην τής Οπικής , ονομαζόμενη Δημώ. Δεν είχον όμως οί Κυμαίοι νά παρουσιάσουν
κανένα χρησμόν τής γυναικός αυτής, επιδεικνύουν δέ μίαν μικράν υδρίαν λιθίνην
είς τό Ιερόν του Απόλλωνος καί λέγουν ότι εκεί ευρίσκονται τά οστά τής
Σιβύλλης. Μετά την Δημώ ανετράφη μεταξύ των πέραν τής Παλαιστίνης Εβραίων μία
γυναίκα προφήτις, ή οποία Ιλέγετο Σάββη, κόρη του Βηρόσου καί τής Έρυμάνθης
άλλοι τήν ονομάζουν Βαβυλωνίαν καί άλλοι Αΐγυπτίαν Σίβυλλαν.
Ή
θυγάτηρ του βασιλέως των Χαόνων Φαεννίς καί αί Πέλειαι τής Δωδώνης έδωσαν καί αυται
χρησμούς εξ ονόματος κάποιου θεού, οί άνθρωποι όμως δεν τάς ώνόμασαν καί αυτας
Σιβύλλας. Τής Φαεννίδος τήν ήλικίαν νά εξακριβώση καί τούς χρησμούς νά μάθη
κανείς... διότι αυτή εγεννήθη όταν έγινε βασιλεύς ό Άντίοχος μετά την
αιχμαλωσίαν του Δημητρίου. Διά τάς
Πελειάδας λέγουν ότι ήσαν αρχαιότεροι τής Φημονόης και πρώται αύται από τάς
γυναίκας έψαλαν τούς εξής στίχους :
«Ό Ζεύς υπήρχεν, ό Ζευς
υπάρχει, ο Ζεύς θά υπάρχει" ώ μεγάλε Ζευ. Η Γή παράγει καρπούς, δ’ αυτό
δοξάζετε την Μητέρα Γήν».
"Ανδρας προφήτας αναφέρουν τον Κύπριον Εύκλουν,
τούς Αθηναίους Μουσαίον του Άντιοφήμου καί Λύκον του Πανδίονος, καί τον Βάκιν
από την Βοιωτίαν, ο οποιος ένεπνέετο από νύμφας. Τούς χρησμούς των χρησμολόγων αυτών, πλήν του Λύκου, τούς ανέγνωσα.
Τόσαι είναι αί γυναίκες καί τόσοι οί άνδρες οι οποίοι
αναφέρονται μέχρις εμού ότι επροφήτευαν εμπνεόμενοι από θεόν εις τό μέλλον όμως
είναι δυνατόν νά αναφανούν καί άλλοι παρόμοιοι.
συνεχίζετε …